Στο σημερινό special edition του That’s Entertainment θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με ντεμπούτα άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το πρώτο τρίμηνο της χρονιάς. Για το καλύτερο από αυτά, την ομώνυμη δουλειά της Anna Calvi, τα είπαμε αναλυτικότερα εδώ. Για να δούμε όμως τι άλλο καλό είχε να μας παρουσιάσει στο ξεκίνημα του 2011 το νέο αίμα της μουσικής:
Ο θόρυβος από τις κιθάρες στα τέλη των '80s - αρχές των '90s, πότε ονειρικός και με την τάση να κοιτάζει προς την κατεύθυνση των παπουτσιών και πότε εκκωφαντικός και μέσα-στη-μούρη-σου, εξακολουθεί να αντηχεί και σήμερα και να εμπνέει τη νέα γενιά μουσικών. Στη κατηγορία αυτή ανήκουν τα τρία από τα πέντε ονόματα που θα μας απασχολήσουν σήμερα και είναι οι Λονδρέζοι Yuck, οι Ουαλοί The Joy Formidable και οι Τεξανοί Ringo DeathStarr.
Οι Yuck δημιουργήθηκαν από δύο πρώην μέλη των Cajun Dance Party, συγκρότημα που δεν κατάφερε να πετύχει κάτι αξιόλογο στα 4 χρόνια της ύπαρξής του, και παρά την ατυχή επιλογή ονόματος και το επιεικώς απαράδεκτο εξώφυλλο του ομώνυμου ντεμπούτου τους, καταφέρνουν με τις πρώτες κιόλας νότες του εναρκτήριου “Get Away” να ανατρέψουν τα αρνητικά προγνωστικά και να ξεχωρίσουν από το σωρό των ονομάτων που παίρνουν δανεικά και αγύριστα από τον ήχο των '90s. Οι κιθάρες του J Mascis ενώνονται με τη μελωδική ροή του “Everything Flows” των Teenage Fanclub για αρχή, ενώ πολύ σύντομα μπαίνουν στο παιχνίδι οι Ride των πρώτων ημερών (ακούστε το πρόσφατο single τους “Holing Out” και αμέσως μετά το “Chelsea Girl” από το πρώτο EP των Ride και θα καταλάβετε αμέσως τι εννοώ). Όταν αποφασίζουν να κατεβάσουν ταχύτητα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με το “Suicide Policeman”, αποδεικνύεται ότι το φάσμα των επιρροών τους από εκείνη την περίοδο είναι ακόμα πλατύτερο και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις χαμηλόφωνες μπαλάντες του Elliott Smith. Παρόλο που πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να φτιάξει ένα μακρύ κατάλογο με το τι θυμίζει ο ήχος των Yuck, ο τρόπος που καταφέρνουν να συνθέσουν τις επιρροές τους έχει τις περισσότερες φορές εξαιρετικά αποτελέσματα (ειδικά στο ανώτερο πρώτο μισό του δίσκου), ενώ η εντύπωση που μένει στο τέλος είναι ότι το συγκρότημα έχει τις δυνατότητες να δώσει σπουδαιότερα πράγματα στο κοντινό μέλλον.
Οι Joy Formidable μας συστήθηκαν με το mini-LP “A Balloon Called Moaning” πριν από δύο χρόνια και μετά από πολλές συναυλίες και την εξασφάλιση συμβολαίου με την Atlantic, επιστρέφουν με την πρώτη ολοκληρωμένη τους δουλειά “The Big Roar”, ένας τίτλος αντιπροσωπευτικός των προθέσεων τους. Ο “μεγάλος βρυχηθμός” του συγκροτήματος από την Ουαλία μοιάζει πιο ταιριαστός να ακουστεί δυνατά σε αρένες και σε μεγάλες σκηνές φεστιβάλ, παρά μέσα στους τέσσερεις τοίχους ενός μικρού club. Ο επιβλητικός κιθαριστικός τους θόρυβος βαδίζει στα χνάρια των Smashing Pumpkins της grunge εποχής και συνδυάζεται με τη μελωδικότητα της βρετανικής pop, ενώ κάποιες φορές φέρνει στο μυαλό και Belly με πιο επικό χαρακτήρα (“A Heavy Abacus”). Μπορεί το “The Big Roar” να μην πετυχαίνει πάντοτε το στόχο του (για παράδειγμα, το οκτάλεπτο “The Everchanging Spectrum of a Lie” χτίζεται συνέχεια χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί), καταφέρνει όμως να μας χαρίσει αρκετές στιγμές απόλυτης κιθαριστικής ευδαιμονίας (“I Don't Want to See You Like This”, “The Greatest Light Is the Greatest Shade”, “Austere”, “Whirring”, “Chapter 2”) ώστε να μας κάνει να περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το επόμενο βήμα τους.
Οι Ringo DeathStarr μπορεί να ζουν στο Τέξας του σήμερα αλλά η καρδιά τους βρίσκεται στη Βρετανία της shoegaze εποχής. Όλο το φάσμα του ήχου των My Bloody Valentine, από το “Sunny Sundae Smile” ως το “Soon”, περνάει μέσα από τα αυλάκια του “Colour Trip” (για να χρησιμοποιήσω και εγώ μια έκφραση της τότε εποχής), ενώ φυσικά έρχεται στο μυαλό και ο ήχος πολλών άλλων ονομάτων τόσο εκείνης την περιόδου (από τους Jesus and Mary Chain ως τους Lush) όσο και σημερινών ομοϊδεατών - συνοδοιπόρων τους (A Place To Bury Strangers, Crystal Stilts). Ό,τι τους λείπει από πρωτοτυπία καταφέρνουν να το αναπληρώσουν χάρις την ονειρική φωνή της Alex Gehring και τον τρόπο που συνδυάζεται με αυτή του Elliott Frazier (όταν τραγουδάει μόνος του, κάτι χάνεται) ενώ ο κιθαριστικός τοίχος που υψώνουν γύρω τους έχει την απαιτούμενη βαρύτητα για να παγιδέψει σε τροχιά τους ακροατές που αρέσκονται στην παραμόρφωση.
Όσο αφορά τους Esben And The Witch από το Brighton και τους Religious To Damn από τη Νέα Υόρκη, δύο ονόματα όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι φωνές των τραγουδιστριών τους (Rachel Davies και Zohra Atash αντίστοιχα), η αναζήτηση των μουσικών τους καταβολών μας οδηγεί στα σκοτεινά μονοπάτια των '80s.
Η ερμηνεία της Αφγανικής καταγωγής Zohra Atash των Religious To Damn καταφέρνει να συνδυάσει στοιχεία από την Kate Bush, την Elizabeth Frazier και τη Siouxsie χωρίς να χάσει τη δική της μοναδική ταυτότητα, ενώ η μουσική του συγκροτήματος της, που συνεργάστηκε για τη δημιουργία του “Glass Prayer” με τον Brandon Curtis των Secret Machines και την ανερχόμενη Tamaryn, χτίζεται από μπασογραμμές που παραπέμπουν στον Mick Karn των Japan και ντελικάτες, μελωδικές κιθάρες. Το γοτθικό gypsy-rock των Religious To Damn χάνεται σε ονειρικά, σκοτεινά τοπία που μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα σαγηνευτικά όταν η μουσική καταφέρνει να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με τις εξαιρετικές φωνητικές δυνατότητες της Zohra (“To Love The Machine”, “Glass Prayer”, “The Wait”), ενώ σε δύο περιπτώσεις (“Drifter” και “Terra”) που ο ρυθμός κορυφώνεται και η ερμηνεία της Zohra απογειώνεται, το αποτέλεσμα είναι πραγματικά μεθυστικό. Αν κινηθούν περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση στο μέλλον, θα έχουμε να γράφουμε ύμνους για τα κατορθώματά τους.
Ο ήχος των Esben And The Witch στο “Violet Cries” είναι ακόμα πιο ερεβώδης και παγερός. Η γοτθική '80s ατμόσφαιρα απλώνεται σαν ομίχλη που τυλίγει τα πάντα και συνδυάζεται με μηχανικούς ήχους που συγγενεύουν με το witch house. Η επιβλητική φωνή της Rachel Davies αποδεικνύεται το πιο αποτελεσματικό μουσικό όργανο που διαθέτουν οι Esben And The Witch για να καθηλώσουν τον ακροατή και χρησιμοποιείται στο έπακρο, είτε στο προσκήνιο για να οδηγεί τα τραγούδια είτε επεξεργασμένη στο παρασκήνιο σαν το μυστικό συστατικό του ήχου τους. Σε κάποιες στιγμές το συγκρότημα δείχνει τόσο απασχολημένο με τη δημιουργία ατμόσφαιρας που μοιάζει να έχει ξεχάσει να γράψει το τραγούδι (“Argyria”), αλλά όταν καταφέρνουν να βγουν από την ύπνωση και να δώσουν συγκεκριμένο σχήμα στους εφιάλτες που τους κυνηγούν (“Marching Song”, “Chorea”, “Warpath”), το αποτέλεσμα έχει μια ξεχωριστή δύναμη και μας πείθει πως κάτι λαμπρό μπορεί να κρύβεται μέσα στο σκοτάδι των Esben And The Witch.
Religious To Damn - Drifter
Ringo Deathstarr - Two Girls
Yuck - Holing Out
Ο θόρυβος από τις κιθάρες στα τέλη των '80s - αρχές των '90s, πότε ονειρικός και με την τάση να κοιτάζει προς την κατεύθυνση των παπουτσιών και πότε εκκωφαντικός και μέσα-στη-μούρη-σου, εξακολουθεί να αντηχεί και σήμερα και να εμπνέει τη νέα γενιά μουσικών. Στη κατηγορία αυτή ανήκουν τα τρία από τα πέντε ονόματα που θα μας απασχολήσουν σήμερα και είναι οι Λονδρέζοι Yuck, οι Ουαλοί The Joy Formidable και οι Τεξανοί Ringo DeathStarr.
Οι Yuck δημιουργήθηκαν από δύο πρώην μέλη των Cajun Dance Party, συγκρότημα που δεν κατάφερε να πετύχει κάτι αξιόλογο στα 4 χρόνια της ύπαρξής του, και παρά την ατυχή επιλογή ονόματος και το επιεικώς απαράδεκτο εξώφυλλο του ομώνυμου ντεμπούτου τους, καταφέρνουν με τις πρώτες κιόλας νότες του εναρκτήριου “Get Away” να ανατρέψουν τα αρνητικά προγνωστικά και να ξεχωρίσουν από το σωρό των ονομάτων που παίρνουν δανεικά και αγύριστα από τον ήχο των '90s. Οι κιθάρες του J Mascis ενώνονται με τη μελωδική ροή του “Everything Flows” των Teenage Fanclub για αρχή, ενώ πολύ σύντομα μπαίνουν στο παιχνίδι οι Ride των πρώτων ημερών (ακούστε το πρόσφατο single τους “Holing Out” και αμέσως μετά το “Chelsea Girl” από το πρώτο EP των Ride και θα καταλάβετε αμέσως τι εννοώ). Όταν αποφασίζουν να κατεβάσουν ταχύτητα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με το “Suicide Policeman”, αποδεικνύεται ότι το φάσμα των επιρροών τους από εκείνη την περίοδο είναι ακόμα πλατύτερο και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τις χαμηλόφωνες μπαλάντες του Elliott Smith. Παρόλο που πολύ εύκολα μπορεί κάποιος να φτιάξει ένα μακρύ κατάλογο με το τι θυμίζει ο ήχος των Yuck, ο τρόπος που καταφέρνουν να συνθέσουν τις επιρροές τους έχει τις περισσότερες φορές εξαιρετικά αποτελέσματα (ειδικά στο ανώτερο πρώτο μισό του δίσκου), ενώ η εντύπωση που μένει στο τέλος είναι ότι το συγκρότημα έχει τις δυνατότητες να δώσει σπουδαιότερα πράγματα στο κοντινό μέλλον.
Οι Joy Formidable μας συστήθηκαν με το mini-LP “A Balloon Called Moaning” πριν από δύο χρόνια και μετά από πολλές συναυλίες και την εξασφάλιση συμβολαίου με την Atlantic, επιστρέφουν με την πρώτη ολοκληρωμένη τους δουλειά “The Big Roar”, ένας τίτλος αντιπροσωπευτικός των προθέσεων τους. Ο “μεγάλος βρυχηθμός” του συγκροτήματος από την Ουαλία μοιάζει πιο ταιριαστός να ακουστεί δυνατά σε αρένες και σε μεγάλες σκηνές φεστιβάλ, παρά μέσα στους τέσσερεις τοίχους ενός μικρού club. Ο επιβλητικός κιθαριστικός τους θόρυβος βαδίζει στα χνάρια των Smashing Pumpkins της grunge εποχής και συνδυάζεται με τη μελωδικότητα της βρετανικής pop, ενώ κάποιες φορές φέρνει στο μυαλό και Belly με πιο επικό χαρακτήρα (“A Heavy Abacus”). Μπορεί το “The Big Roar” να μην πετυχαίνει πάντοτε το στόχο του (για παράδειγμα, το οκτάλεπτο “The Everchanging Spectrum of a Lie” χτίζεται συνέχεια χωρίς ποτέ να ολοκληρωθεί), καταφέρνει όμως να μας χαρίσει αρκετές στιγμές απόλυτης κιθαριστικής ευδαιμονίας (“I Don't Want to See You Like This”, “The Greatest Light Is the Greatest Shade”, “Austere”, “Whirring”, “Chapter 2”) ώστε να μας κάνει να περιμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το επόμενο βήμα τους.
Οι Ringo DeathStarr μπορεί να ζουν στο Τέξας του σήμερα αλλά η καρδιά τους βρίσκεται στη Βρετανία της shoegaze εποχής. Όλο το φάσμα του ήχου των My Bloody Valentine, από το “Sunny Sundae Smile” ως το “Soon”, περνάει μέσα από τα αυλάκια του “Colour Trip” (για να χρησιμοποιήσω και εγώ μια έκφραση της τότε εποχής), ενώ φυσικά έρχεται στο μυαλό και ο ήχος πολλών άλλων ονομάτων τόσο εκείνης την περιόδου (από τους Jesus and Mary Chain ως τους Lush) όσο και σημερινών ομοϊδεατών - συνοδοιπόρων τους (A Place To Bury Strangers, Crystal Stilts). Ό,τι τους λείπει από πρωτοτυπία καταφέρνουν να το αναπληρώσουν χάρις την ονειρική φωνή της Alex Gehring και τον τρόπο που συνδυάζεται με αυτή του Elliott Frazier (όταν τραγουδάει μόνος του, κάτι χάνεται) ενώ ο κιθαριστικός τοίχος που υψώνουν γύρω τους έχει την απαιτούμενη βαρύτητα για να παγιδέψει σε τροχιά τους ακροατές που αρέσκονται στην παραμόρφωση.
Όσο αφορά τους Esben And The Witch από το Brighton και τους Religious To Damn από τη Νέα Υόρκη, δύο ονόματα όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν οι φωνές των τραγουδιστριών τους (Rachel Davies και Zohra Atash αντίστοιχα), η αναζήτηση των μουσικών τους καταβολών μας οδηγεί στα σκοτεινά μονοπάτια των '80s.
Η ερμηνεία της Αφγανικής καταγωγής Zohra Atash των Religious To Damn καταφέρνει να συνδυάσει στοιχεία από την Kate Bush, την Elizabeth Frazier και τη Siouxsie χωρίς να χάσει τη δική της μοναδική ταυτότητα, ενώ η μουσική του συγκροτήματος της, που συνεργάστηκε για τη δημιουργία του “Glass Prayer” με τον Brandon Curtis των Secret Machines και την ανερχόμενη Tamaryn, χτίζεται από μπασογραμμές που παραπέμπουν στον Mick Karn των Japan και ντελικάτες, μελωδικές κιθάρες. Το γοτθικό gypsy-rock των Religious To Damn χάνεται σε ονειρικά, σκοτεινά τοπία που μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα σαγηνευτικά όταν η μουσική καταφέρνει να σταθεί στο ίδιο επίπεδο με τις εξαιρετικές φωνητικές δυνατότητες της Zohra (“To Love The Machine”, “Glass Prayer”, “The Wait”), ενώ σε δύο περιπτώσεις (“Drifter” και “Terra”) που ο ρυθμός κορυφώνεται και η ερμηνεία της Zohra απογειώνεται, το αποτέλεσμα είναι πραγματικά μεθυστικό. Αν κινηθούν περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση στο μέλλον, θα έχουμε να γράφουμε ύμνους για τα κατορθώματά τους.
Ο ήχος των Esben And The Witch στο “Violet Cries” είναι ακόμα πιο ερεβώδης και παγερός. Η γοτθική '80s ατμόσφαιρα απλώνεται σαν ομίχλη που τυλίγει τα πάντα και συνδυάζεται με μηχανικούς ήχους που συγγενεύουν με το witch house. Η επιβλητική φωνή της Rachel Davies αποδεικνύεται το πιο αποτελεσματικό μουσικό όργανο που διαθέτουν οι Esben And The Witch για να καθηλώσουν τον ακροατή και χρησιμοποιείται στο έπακρο, είτε στο προσκήνιο για να οδηγεί τα τραγούδια είτε επεξεργασμένη στο παρασκήνιο σαν το μυστικό συστατικό του ήχου τους. Σε κάποιες στιγμές το συγκρότημα δείχνει τόσο απασχολημένο με τη δημιουργία ατμόσφαιρας που μοιάζει να έχει ξεχάσει να γράψει το τραγούδι (“Argyria”), αλλά όταν καταφέρνουν να βγουν από την ύπνωση και να δώσουν συγκεκριμένο σχήμα στους εφιάλτες που τους κυνηγούν (“Marching Song”, “Chorea”, “Warpath”), το αποτέλεσμα έχει μια ξεχωριστή δύναμη και μας πείθει πως κάτι λαμπρό μπορεί να κρύβεται μέσα στο σκοτάδι των Esben And The Witch.
Religious To Damn - Drifter
Ringo Deathstarr - Two Girls
Yuck - Holing Out
Σχετικό θέμα