Robbie Robertson
Γεννημένος στον Καναδά και με ινδιάνικο αίμα να κυλά στις φλέβες του, ο Robbie Robertson αποτελεί μια από τις πιο ξεχωριστές περιπτώσεις της σύγχρονης τραγουδοποιίας. Έγραψε ιστορία, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές αυτής του ΄70, ως ο ηγέτης των θρυλικών και (πάνω από όλα) επιδραστικότατων The Band. Του σχήματος δηλαδή, που προσέγγισε με νεωτεριστική διάθεση την μουσική παράδοση της αμερικάνικης ηπείρου οδηγώντας, έμμεσα ή άμεσα, σε αυτό που σήμερα ονομάζεται americana. Όταν ένιωσε ότι ένας κύκλος έκλεισε (τουλάχιστον για τον ίδιο), αποχώρησε και κυνήγησε τη δική του προσωπική καριέρα…
…η οποία αριθμεί αισίως πέντε albums, με το πρώτο να φέρει ως τίτλο το ονοματεπώνυμο του, να έχει κυκλοφορήσει το 1987 και να περιέχει μια μεγάλη επιτυχία, το απίθανο “Somewhere Down The Crazy River”. Φέτος, ο Robertson επιστρέφει και πάλι στο προσκήνιο με νέα δισκογραφική δουλειά. Το “How To Become Clairvoyant” αποτελεί την κατάκτηση μιας ακόμη κορυφής, από τις πολλές που μπορεί να υπερηφανεύεται ότι έχει στο ενεργητικό του. Μαζί του στο studio, παρίσταται και ένα εκλεκτό cast καλεσμένων. Κάποιοι συνήθεις ύποπτοι (οι παλιόφιλοι Eric Clapton, Steve Winwood) και κάποιοι… κυριολεκτικά από το πουθενά (Trent Reznor, Tom Morello). Όλοι συνεισφέρουν διακριτικά, χωρίς να αμφισβητείται ούτε για ένα δευτερόλεπτο, το ποιος είναι ο πρωταγωνιστής - το απόλυτο αφεντικό.
Το λευκό noir funk του “Straight Down The Line” δίνει ιδανικά το εναρκτήριο λάκτισμα, το “He Don’t Live Here No More” (με καταπληκτικές blues κιθάρες) αναφέρεται στη φιλία και τη συγκατοίκηση του με τον Martin Scorseze, ένα χρονικό νυχτερινής αλητείας και παρακμής, μέχρι… τελικής πτώσης. Δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφιβάλλουμε! Στο “This Is Where I Get Off” εξηγεί με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή, τους λόγους της αποχώρησης του από τους Band, ενώ στο μαγευτικό “She’s Not Mine” προσφέρει γενναιόδωρα, τεσσεράμισι λεπτά σπάνιας ευαισθησίας και κινηματογραφικής ατμόσφαιρας.
Το “How To Become Clairvoyant” είναι ένα διαμάντι, χαμηλών τόνων μεν, αξιοζήλευτης εσωτερικής ενέργειας δε. Ένα υπαρξιακό ταξίδι, που αφήνει την αίσθηση μιας διαρκούς κίνησης (το ινδιάνικο αίμα που λέγαμε). Μιας αέναης περιπλάνησης στο χώρο – στη Highway 61, στα σταυροδρόμια των έρημων και σκοτεινών λεωφόρων, στις παλιές εκκλησίες όπου ακόμα τραγουδούν τα gospel. Μιας αντίστοιχης διαδρομής στο χρόνο – στα σκαμπανεβάσματα, στις σωστές ή λάθος αποφάσεις, στα συναισθήματα που δεν γυρνούν πίσω, στους μεγάλους κιθαρίστες που δεν υπάρχουν πια (από τον Elmore James και τον Link Wray στον Duane Allman και τον Stevie Ray Vaughan). Πότε κερδίζεις, πότε χάνεις, ο Robbie Robertson το γνωρίζει αυτό και στα 68 του, βρίσκει τη δίοδο για μια νέα, εκ βαθέων εξομολόγηση στο ακροατήριο του.
Link:
o Robbie Robertson – He Don’t Live Here No More
Charles Bradley
Περνάμε σε έναν άλλο κύριο, που φαντάζει ως η πλέον εύστοχη προσωποποίηση του «ποτέ δεν είναι αργά». Ο Charles Bradley, γεννήθηκε πριν από 63 χρόνια στην πολιτεία της Florida. Μέλος πολύ φτωχής οικογένειας, ξόδεψε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εργαζόμενος ως μάγειρας - σεφ. Στη Νέα Υόρκη, την Καλιφόρνια, την Αλάσκα…οπουδήποτε τέλος πάντων υπήρχε ένας μισθός, με τον οποίο θα μπορούσε να «αγοράσει» το παρόν και το μέλλον του.
Ο δρόμος φυσικά δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Οι ρατσιστικές συμπεριφορές του χτύπησαν πολλάκις την πόρτα και μια προσωπική τραγωδία (η δολοφονία του αδελφού του) στιγμάτισε οριστικά την προσωπικότητα του. Κόντρα σε κάθε αναποδιά, η αγάπη του για τη μουσική, ήταν η φλόγα που έκαιγε βαθιά μέσα στην καρδιά, προσφέροντας το απαραίτητο για την επιβίωση όραμα, την ελπίδα για κάτι καλύτερο. Η εμβληματική εικόνα του μεγάλου James Brown στη σκηνή, εκείνα τα τόσο κρίσιμα χρόνια της δεκαετίας του ’60, χαράχτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό του έφηβου Charles. Από τότε ήξερε τι πραγματικά ήθελε να κάνει μεγαλώνοντας, οι συγκυρίες όμως καθυστέρησαν σημαντικά αυτό που τελικά φάνηκε πώς ήταν αναπόφευκτο...
Αν και το προσπαθούσε για καιρό παίζοντας σε clubs εδώ και εκεί, καταλυτική αποδείχτηκε η γνωριμία του με τους ανθρώπους της Daptone. Της αγαπημένης αυτής δισκογραφικής εταιρείας από το Brooklyn, στην οποία χρωστάμε σε μεγάλο βαθμό, την πρόσφατη, ολική επαναφορά της soul, στις ρίζες της. Παρέα με τον κιθαρίστα Thomas Brenneck (Budos Band, Dap - Kings), σχημάτισαν τη βάση μιας νέας και πολλά υποσχόμενης συνθετικής ομάδας. Το αποτέλεσμα αυτής αποτυπώθηκε αρχικά σε μικρά δισκάκια 7 ιντσών και πρόσφατα στο ολοκληρωμένο ντεμπούτο του Charles Bradley που φέρει τον γενικό τίτλο “No Time For Dreaming”.
Εδώ έχουμε ένα album ατόφιας και ειλικρινούς soul, εμπνευσμένης από τα «ζόρια» του αγώνα για την επιβίωση. Ο Bradley δεν είναι ούτε πυρηνικός επιστήμονας, ούτε φυσικά και ανερχόμενος star που θα γεμίσει τα εξώφυλλα του αδηφάγου (μουσικού ή μη) τύπου. Είναι ένας λαϊκός άνθρωπος που χρησιμοποιεί τις ίδιες του τις εμπειρίες ως πρώτη ύλη και μέσω του ταλέντου του (που περισσεύει), τις μετουσιώνει σε τέχνη. Θα πρέπει πάντως να νιώθει τυχερός που στο πλάι του έχει συνοδοιπόρους, τους μουσικούς της εξαιρετικής Menahan Street Band, που απαρτίζεται ως επί το πλείστον από σεσημασμένους «παίκτες» της Daptone. Τα διαπιστευτήρια τους, υπό την επωνυμία αυτήν, τα έχουν ήδη δώσει, σε εκείνον τον πανέμορφο instrumental δίσκο, το “Made The Road By Walking” του 2008.
Η αρχή στο “No Time For Dreaming” γίνεται με το ήδη γνωστό “The World (Is Going Up In Flames)”, για να ακολουθήσει το “Telephone Song”, η φωνητική παραλλαγή του “Tired Of Fighting” της Menahan Street Band. Το ομώνυμο του δίσκου κομμάτι, υπενθυμίζει ότι δεν υπάρχει χρόνος για ύπνο και ονειροπόληση, παρά μόνο για πράξεις. Το σχεδόν αυτοβιογραφικό “Why Is It So Hard” δίνει μιαν άλλη, πιο ρεαλιστική εκδοχή του αμερικάνικου ονείρου και αναρωτιέται γιατί τελικά είναι τόσο δύσκολο να καταφέρει κάτι σε αυτήν τη χώρα. Στο “Heartaches and Pain” ανακαλεί τη συμβουλή του αδικοχαμένου αδελφού, που τον προέτρεπε να στέκεται στο ύψος του, ό, τι και να συμβεί γιατί η ζωή είναι γεμάτη από «καρδιοχτύπια και πόνο»…
Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια απαισιόδοξη ή αν προτιμάτε, μίζερη υπόθεση. Όπως ο Αιδεσιμότατος Al Green, ο Solomon Burke και φυσικά ο James Brown, o Charles Bradley είναι ένας αποτελεσματικός «κήρυκας» που μιλάει για τα πάνω και τα κάτω της καθημερινότητας, προτάσσοντας πάντα την πίστη και την αποφασιστικότητα για τα μελλούμενα. Είτε καταγγέλλει, είτε απλά θυμάται τα χειρότερα, το κάνει με τρόπο θεραπευτικό. Η διαχρονική μαύρη μουσική άλλωστε, διέθετε πάντα αυτήν την αρετή. Να προκαλεί την ανάταση της ψυχής και να εντοπίζει την αχτίδα του φωτός, ακόμα και στο βάθος των πιο ασφυκτικών αδιεξόδων.
Link:
o Charles Bradley feat Menahan Street Band – The World (Is Going Up In Flames)
Σχετικό θέμα