Το «O Θάνατος Έρχεται Στάζοντας Βροχή» του ανερχόμενου Χιλιανού συγγραφέα Andrés Montero, μέσα από έξι ιστορίες, μας μεταφέρει στη φάρμα Las Nalcas (αληθινή ή φανταστική), στα νότια της Χιλής και στα περίχωρά της: στον όρμο-κοινότητα ψαράδων, στις ακτές του Ειρηνικού και επίσης στα άγρια εδάφη που εκτείνονται μέχρι την οροσειρά. Αυτός είναι ο χώρος που χτίζει η μυθοπλασία. Με τις αιώνιες βροχές της, το κρύο που καίει μέχρι τα κόκαλα, τα άγρια άλογα, τους θρύλους που επιμένουν και με το Θάνατο και τους νεκρούς να χορεύουν σε εκείνα τα εχθρικά μέρη.
Με τους ψαράδες δεμένους με την αέναη επανάληψη του εμπορίου τους, γενναίοι και λιγομίλητοι άντρες που σιωπούν για τις πληγές τους ή επινοούν τα κατορθώματά τους, που υπηρετούν τα δεσποτικά αφεντικά που διαδέχονται ο ένας τον άλλον στη διακυβέρνηση των κτημάτων. Με τις γυναίκες τους τσακισμένες από την αυστηρότητα της στέρησης, της ανημποριάς, της περιφρόνησης, που έγιναν δυνατές μέσα από την σιωπή του πόνου και της αιώνιας αναμονής. Στη γραφή του Montero ο μη χρόνος φαίνεται να είναι αυτός στον οποίο οι χαρακτήρες σε αυτές τις ιστορίες παλεύουν για τη ζωή ή ενάντια στη σκληρή ζωή.
Κάθε ιστορία μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα, με την δικιά της πλοκή και τις ιδιαιτερότητές της. Αλλά καθώς προχωράει η ανάγνωση, ονόματα χαρακτήρων, καταστάσεις, αναφορές που τέμνονται, ενσωματώνουν καθεμία ιστορία στην άλλη, κάτι που φέρνει νέα και απροσδόκητα νοήματα προς απόλαυση των αναγνωστών, που θα εισπράξουν την ευχαρίστηση κάθε πρότασης, κάθε επεισοδίου, κάθε τοπίου.
Το βιβλίο ξεκινά με έναν άντρα που αντί να πάει στο αεροδρόμιο για να παραλάβει έναν συνεργάτη, δραπετεύει νότια με το εταιρικό αυτοκίνητο, για να φτάσει σε ένα σπίτι όπου ένα κορίτσι και όλοι οι συγγενείς τον αναγνωρίζουν παρά το γεγονός ότι είναι ξένος.
Μερικές σελίδες παρακάτω θα βρούμε τον ψαρά Florencio, ο οποίος, διαισθανόμενος τον επικείμενο θάνατο, περιμένει τον ερχομό του γιου του για να ομολογήσει ένα μυστικό και να του ζητήσει να τοποθετήσει τα δύο νομίσματα πάνω από τα μάτια του που θα του επιτρέψουν να πληρώσει τον βαρκάρη για το τελευταίο ταξίδι και να εμποδίσει έτσι την ψυχή του να μείνει, να περιπλανηθεί, ανάμεσα στους ζωντανούς. Είναι η Eulalia, η γυναίκα του, που τον βοηθά εκείνες τις εβδομάδες της πεισματικής παρακμής, υποφέροντας από τη βρωμιά του, τη δυσωδία του, ενώ πλησιάζει την αποκάλυψη αυτής της αλήθειας που στενοχωρεί και σκοτώνει τον Florencio.
Η επόμενη συνάντηση μας είναι με έναν νεαρό άνδρα που τον βλέπουμε να καλύπτει την κενή θέση που έχει δημιουργηθεί σε μια ομάδα ηλικιωμένων που κάθε απόγευμα συναντιούνται για να παίξουν χαρτιά. Σαν να ήταν μια σκοτεινή συμφωνία, τα παιχνίδια διαδέχονται το ένα το άλλο, για μήνες, χρόνια, δεκαετίες, και κάθε κενό που δημιουργείται (έπειτα από άλλον έναν θάνατο) δέχεται έναν νέο παίκτη που συνεχίζει αυτό το αιώνιο τελετουργικό.
Η επίγευση του φανταστικού, με την ταυτόχρονη παρουσίαση διαφορετικών εποχών, των στρωμάτων του παρελθόντος που αντιπαρατίθενται με ένα πιθανό παρόν, με τους νεκρούς και τα πνεύματά που επιστρέφουν και τις φωνές που παραπέμπουν στην απλή και πειστική σοφία των μη εγγράμματων ανθρώπων, σχηματοποιεί την λογοτεχνική δύναμη αυτού του σύντομου βιβλίου και τη συνεπή ενότητά του τελικά. Ο Montero μάς προσφέρει την ευκαιρία να επιστρέψουμε στην ουσία της λογοτεχνίας, στα αιώνια ανθρώπινα θέματα και στην ίδια τη ζωή.