Σήμερα έχουμε πρεμιέρα για μια νέα κινηματογραφική στήλη του Mix Grill. Οι συντάκτες μας σκαλίζουν τα ράφια του βίντεο κλαμπ της γειτονιάς τους ή το σκληρό τους δίσκο, ξεδιαλέγουν μια ταινία που μπορεί να προέρχεται από το μακρινό ή πρόσφατο παρελθόν, τη βλέπουν παρέα και τη συζητούν. Η στήλη προσπαθεί να συμπυκνώσει όσα νιώσαμε και σκεφτήκαμε κατά τη διάρκεια της προβολής και άλλα τόσα που πήραμε μαζί μας "φεύγοντας από την αίθουσα".
Ποδαρικό μάς κάνει "Ο Άνθρωπος Ελέφαντας".
Έτος παραγωγής: 1980
Διάρκεια: 124'
Σκηνοθεσία: David Lynch
Πρωταγωνιστούν: John Hurt, Anthony Hopkins, Anne Bancroft, John Gielgud
Βαθμολογία imdb: 8,2/10
Βαθμολογία mixgrill: 7,4/10
Η ταινία πραγματεύεται την αληθινή ιστορία του Τζόζεφ Μέρικ και τοποθετείται χρονικά στην Αγγλία του 18ου αιώνα. Ο Μέρικ γεννημένος με μία σπάνια παραμορφωτική ασθένεια περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του ως «ατραξιόν» σε τσίρκο για να καταλήξει στο νοσοκομείο του Λονδίνου, το οποίο γίνεται σπίτι του, όταν κεντρίζει το επιστημονικό ενδιαφέρον του χειρούργου Φρέντερικ Τριβς. Το σενάριο της ταινίας βασίστηκε σε βιβλίο του ίδιου του Δρ. Τριβς.
Στη συζήτηση συμμετείχαν οι: Ραφαήλ Αντωνιάδης, Ελένη Ζαρκάδα, Ορέστης Καζασίδης, Δημήτρης Καμπούρης, Παναγιώτα Κλεάνθους, Ηρώ Μαούνη και Ελένη Σουλιώτη.
Σε ασπρόμαυρο φόντο και έχοντας ως πλαίσιο εικόνες από τη ζοφερή Αγγλία ο σκηνοθέτης David Lynch ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας και παράλληλα φέρνει στο φως θέματα, τα οποία δύσκολα μπαίνουμε στη διαδικασία να θίξουμε. Ο κοινωνικός ρατσισμός, ο φόβος του διαφορετικού, η δυσκολία της αποδοχής, η περιέργεια για το άγνωστο, η έλλειψη σεβασμού και η τάση του ανθρώπου για εκμετάλλευση της όποιας αδυναμίας του άλλου παίρνουν σάρκα και οστά, ενώ ζωγραφίζονται με χρώματα «σκληρά» στις πράξεις και τις εκφράσεις των ηρώων.
Η έννοια της κτητικότητας και ειδικότερα προς ένα πλάσμα ανήμπορο, που μπορεί να θεωρηθεί «θησαυρός» στα χέρια κάποιου εκμεταλλευτή, εξυψώνεται μέσα από τη συμπεριφορά δύο ανθρώπων που, αν και διαφέρουν μεταξύ τους, μοιάζουν ως ένα βαθμό. Αρχικά ο θιασάρχης του τσίρκου που του φέρεται σκληρά και άγρια σαν να είναι αντικείμενο και αργότερα ο Δρ. Τριβς, πιο ανθρώπινα βέβαια, με μία ακόμα ιδρυματοποίηση του Μέρικ (ο οποίος λανθασμένα αναφέρεται στην ταινία, όπως και στο στο βιβλίο του Τριβς ως Τζον, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Τζόζεφ). Τουλάχιστον, ο δεύτερος κερδίζει τη συμπάθειά μας, γιατί αφενός αντιλαμβάνεται νωρίς ότι τείνει προς το δρόμο της αλαζονείας και αφετέρου σέβεται απόλυτα τον Μέρικ, τον προστατεύει, τον αγαπάει και προσπαθεί, όσο μπορεί, να του φέρεται φυσιολογικά και ανθρώπινα, πράγμα που για τον καθένα θα έπρεπε να ήταν αυτονόητο.
Πρόκειται για ένα συγκινητικό έργο γεμάτο συναισθηματισμούς, με την καλή και την κακή έννοια. Λέγοντας «κακή» αναφερόμαστε στο στοιχείο της υπερβολής και της γραφικότητας σε ορισμένα σημεία, μιας και η ήδη τραγική ιστορία του Μέρικ ευαισθητοποιεί από μόνη της και δεν υπήρχε ανάγκη να παραχαραχτεί για τις ανάγκες της ταινίας. Όσον αφορά το κινηματογραφικό σενάριο, παρατηρούνται κάποιες ανακρίβειες, αλλά και αρκετά κενά, όπως για παράδειγμα το πώς ο ήρωας έμαθε να μιλάει και να διαβάζει, το γιατί, εφόσον κατείχε αυτές τις δεξιότητες, δεν τις χρησιμοποιούσε νωρίτερα και για ποιο λόγο δεν εξέφραζε στον έμπιστό του Δρ. Τριβς τον εκφοβισμό που δεχόταν τα βράδια από όσους τον μετέτρεπαν και πάλι σε θέαμα.
Ο John Hurt συγκεντρώνει πάνω του όλα τα φώτα λόγω της αβίαστης ικανότητάς του να υποδυθεί χωρίς εκφραστικές υπερβολές έναν άνθρωπο με σωματική δυσμορφία. Από την άλλη, η ερμηνεία του Anthony Hopkins ως Δρ. Τριβς κρίνεται μάλλον άνευρη και άκεφη σε σχέση με άλλους ρόλους του. Δεν παύει όμως να είναι ιδιαίτερα ταιριαστή με το κλίμα της ταινίας. Η σκηνοθεσία του Λιντς χαρακτηρίζεται άκρως επιτυχημένη και δε δυσκολεύει την κατανόηση, δίνοντας την πιο στρωτή και προσιτή ταινία της καριέρας του.
Το μακιγιάζ αποτελεί ένα από τα πιο αξιοσημείωτα στοιχεία της ταινίας, καθώς συμβάλλει τα μέγιστα στην απόδοση της δυσμορφίας του Μέρικ και την κατανόηση των λόγων για τους οποίους αυτός ο νέος αντιμετωπίζει δυσχέρειες στην καθημερινότητά του. Μάλιστα, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της ταινίας (1980) καθιερώθηκε και το βραβείο μακιγιάζ στα Όσκαρ, χωρίς ωστόσο ούτε εκ των υστέρων να απονεμηθεί η σχετική διάκριση στον "Άνθρωπο Ελέφαντα". Όσον αφορά στη μουσική -άλλοτε απούσα και άλλοτε παρούσα με έντονο το μυστηριακό στοιχείο- παραπέμπει στη θολή και σκοτεινή εικόνα του Λονδίνου του 18ου αιώνα. Εύστοχη και όμορφη προσθήκη το ποίημα «Nothing Will Die» του Λόρδου Alfred Tennyson που συνοδεύει το τέλος της ταινίας υπό τους ήχους του «Adagio For Strings» του Samuel Barber.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας απαντώνται αρκετές συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές, αλλά και φράσεις που εντυπώνονται στο μυαλό και εν μέρει προβληματίζουν. Η συνάντηση και γνωριμία του Μέρικ με τη γυναίκα του Δρ. Τριβς προκαλεί συμπάθεια και συγκίνηση, ενώ ο ύστατος χλευασμός του από την ανθρώπινη μάζα στο ίδιο του το δωμάτιο δημιουργεί συναισθήματα θυμού και θλίψης. Η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας που δικαιωματικά μάς ανήκει έρχεται μέσα από τα αληθινά και σπαρακτικά λόγια «Δεν είμαι ζώο! Είμαι ένας άνθρωπος!», κουβέντες που θα πρέπει να ανακαλούμε στη μνήμη μας μπροστά στις εκφάνσεις ανάλογων συμπεριφορών. Η εξομολόγηση του Μέρικ ότι «είναι γεμάτος γιατί νιώθει ότι τον αγαπούν» γεννά την απορία για το κατά πόσο ο σεβασμός που του έδειξαν μερικοί άνθρωποι ήταν δείγμα αποδοχής ή προσποίησης. Μια απορία που κορυφώνεται στη σκηνή του χειροκροτήματος από το γεμάτο και όρθιο θέατρο, όπου δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο το τι ενυπάρχει σε μία τέτοια κίνηση επιδοκιμασίας.
Ολοκληρώνοντας, δεν γίνεται να μην σταθούμε στην τελική σκηνή της ταινίας, στη λύση της τραγωδίας, με τον Μέρικ να ξαπλώνει στο κρεβάτι του (με τρόπο που δεν θα έπρεπε, γιατί η δυσμορφία του θα επέφερε μοιραίο αποτέλεσμα) και να οδηγείται εν γνώσει του στο θάνατο. Παρότι δεν έζησε σαν κανονικός άνθρωπος, θέλησε άραγε να φύγει ως τέτοιος; Ήταν αυτή του η πράξη η μόνη οδός προς την πραγματική κάθαρση; Αφού αποφάσιζαν άλλοι για τη ζωή του, θέλησε να αποφασίσει ο ίδιος για το θάνατό του; Ίσως να είναι και όλα αυτά μαζί.
Ποδαρικό μάς κάνει "Ο Άνθρωπος Ελέφαντας".
Έτος παραγωγής: 1980
Διάρκεια: 124'
Σκηνοθεσία: David Lynch
Πρωταγωνιστούν: John Hurt, Anthony Hopkins, Anne Bancroft, John Gielgud
Βαθμολογία imdb: 8,2/10
Βαθμολογία mixgrill: 7,4/10
Η ταινία πραγματεύεται την αληθινή ιστορία του Τζόζεφ Μέρικ και τοποθετείται χρονικά στην Αγγλία του 18ου αιώνα. Ο Μέρικ γεννημένος με μία σπάνια παραμορφωτική ασθένεια περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του ως «ατραξιόν» σε τσίρκο για να καταλήξει στο νοσοκομείο του Λονδίνου, το οποίο γίνεται σπίτι του, όταν κεντρίζει το επιστημονικό ενδιαφέρον του χειρούργου Φρέντερικ Τριβς. Το σενάριο της ταινίας βασίστηκε σε βιβλίο του ίδιου του Δρ. Τριβς.
Στη συζήτηση συμμετείχαν οι: Ραφαήλ Αντωνιάδης, Ελένη Ζαρκάδα, Ορέστης Καζασίδης, Δημήτρης Καμπούρης, Παναγιώτα Κλεάνθους, Ηρώ Μαούνη και Ελένη Σουλιώτη.
Σε ασπρόμαυρο φόντο και έχοντας ως πλαίσιο εικόνες από τη ζοφερή Αγγλία ο σκηνοθέτης David Lynch ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας και παράλληλα φέρνει στο φως θέματα, τα οποία δύσκολα μπαίνουμε στη διαδικασία να θίξουμε. Ο κοινωνικός ρατσισμός, ο φόβος του διαφορετικού, η δυσκολία της αποδοχής, η περιέργεια για το άγνωστο, η έλλειψη σεβασμού και η τάση του ανθρώπου για εκμετάλλευση της όποιας αδυναμίας του άλλου παίρνουν σάρκα και οστά, ενώ ζωγραφίζονται με χρώματα «σκληρά» στις πράξεις και τις εκφράσεις των ηρώων.
Η έννοια της κτητικότητας και ειδικότερα προς ένα πλάσμα ανήμπορο, που μπορεί να θεωρηθεί «θησαυρός» στα χέρια κάποιου εκμεταλλευτή, εξυψώνεται μέσα από τη συμπεριφορά δύο ανθρώπων που, αν και διαφέρουν μεταξύ τους, μοιάζουν ως ένα βαθμό. Αρχικά ο θιασάρχης του τσίρκου που του φέρεται σκληρά και άγρια σαν να είναι αντικείμενο και αργότερα ο Δρ. Τριβς, πιο ανθρώπινα βέβαια, με μία ακόμα ιδρυματοποίηση του Μέρικ (ο οποίος λανθασμένα αναφέρεται στην ταινία, όπως και στο στο βιβλίο του Τριβς ως Τζον, ενώ το πραγματικό του όνομα ήταν Τζόζεφ). Τουλάχιστον, ο δεύτερος κερδίζει τη συμπάθειά μας, γιατί αφενός αντιλαμβάνεται νωρίς ότι τείνει προς το δρόμο της αλαζονείας και αφετέρου σέβεται απόλυτα τον Μέρικ, τον προστατεύει, τον αγαπάει και προσπαθεί, όσο μπορεί, να του φέρεται φυσιολογικά και ανθρώπινα, πράγμα που για τον καθένα θα έπρεπε να ήταν αυτονόητο.
Πρόκειται για ένα συγκινητικό έργο γεμάτο συναισθηματισμούς, με την καλή και την κακή έννοια. Λέγοντας «κακή» αναφερόμαστε στο στοιχείο της υπερβολής και της γραφικότητας σε ορισμένα σημεία, μιας και η ήδη τραγική ιστορία του Μέρικ ευαισθητοποιεί από μόνη της και δεν υπήρχε ανάγκη να παραχαραχτεί για τις ανάγκες της ταινίας. Όσον αφορά το κινηματογραφικό σενάριο, παρατηρούνται κάποιες ανακρίβειες, αλλά και αρκετά κενά, όπως για παράδειγμα το πώς ο ήρωας έμαθε να μιλάει και να διαβάζει, το γιατί, εφόσον κατείχε αυτές τις δεξιότητες, δεν τις χρησιμοποιούσε νωρίτερα και για ποιο λόγο δεν εξέφραζε στον έμπιστό του Δρ. Τριβς τον εκφοβισμό που δεχόταν τα βράδια από όσους τον μετέτρεπαν και πάλι σε θέαμα.
Ο John Hurt συγκεντρώνει πάνω του όλα τα φώτα λόγω της αβίαστης ικανότητάς του να υποδυθεί χωρίς εκφραστικές υπερβολές έναν άνθρωπο με σωματική δυσμορφία. Από την άλλη, η ερμηνεία του Anthony Hopkins ως Δρ. Τριβς κρίνεται μάλλον άνευρη και άκεφη σε σχέση με άλλους ρόλους του. Δεν παύει όμως να είναι ιδιαίτερα ταιριαστή με το κλίμα της ταινίας. Η σκηνοθεσία του Λιντς χαρακτηρίζεται άκρως επιτυχημένη και δε δυσκολεύει την κατανόηση, δίνοντας την πιο στρωτή και προσιτή ταινία της καριέρας του.
Το μακιγιάζ αποτελεί ένα από τα πιο αξιοσημείωτα στοιχεία της ταινίας, καθώς συμβάλλει τα μέγιστα στην απόδοση της δυσμορφίας του Μέρικ και την κατανόηση των λόγων για τους οποίους αυτός ο νέος αντιμετωπίζει δυσχέρειες στην καθημερινότητά του. Μάλιστα, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της ταινίας (1980) καθιερώθηκε και το βραβείο μακιγιάζ στα Όσκαρ, χωρίς ωστόσο ούτε εκ των υστέρων να απονεμηθεί η σχετική διάκριση στον "Άνθρωπο Ελέφαντα". Όσον αφορά στη μουσική -άλλοτε απούσα και άλλοτε παρούσα με έντονο το μυστηριακό στοιχείο- παραπέμπει στη θολή και σκοτεινή εικόνα του Λονδίνου του 18ου αιώνα. Εύστοχη και όμορφη προσθήκη το ποίημα «Nothing Will Die» του Λόρδου Alfred Tennyson που συνοδεύει το τέλος της ταινίας υπό τους ήχους του «Adagio For Strings» του Samuel Barber.
Never. Oh, never. Nothing will die.
The stream flows, the wind blows, the cloud fleets, the heart beats.
Nothing will die.
The stream flows, the wind blows, the cloud fleets, the heart beats.
Nothing will die.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας απαντώνται αρκετές συναισθηματικά φορτισμένες σκηνές, αλλά και φράσεις που εντυπώνονται στο μυαλό και εν μέρει προβληματίζουν. Η συνάντηση και γνωριμία του Μέρικ με τη γυναίκα του Δρ. Τριβς προκαλεί συμπάθεια και συγκίνηση, ενώ ο ύστατος χλευασμός του από την ανθρώπινη μάζα στο ίδιο του το δωμάτιο δημιουργεί συναισθήματα θυμού και θλίψης. Η διεκδίκηση της αξιοπρέπειας που δικαιωματικά μάς ανήκει έρχεται μέσα από τα αληθινά και σπαρακτικά λόγια «Δεν είμαι ζώο! Είμαι ένας άνθρωπος!», κουβέντες που θα πρέπει να ανακαλούμε στη μνήμη μας μπροστά στις εκφάνσεις ανάλογων συμπεριφορών. Η εξομολόγηση του Μέρικ ότι «είναι γεμάτος γιατί νιώθει ότι τον αγαπούν» γεννά την απορία για το κατά πόσο ο σεβασμός που του έδειξαν μερικοί άνθρωποι ήταν δείγμα αποδοχής ή προσποίησης. Μια απορία που κορυφώνεται στη σκηνή του χειροκροτήματος από το γεμάτο και όρθιο θέατρο, όπου δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο το τι ενυπάρχει σε μία τέτοια κίνηση επιδοκιμασίας.
Ολοκληρώνοντας, δεν γίνεται να μην σταθούμε στην τελική σκηνή της ταινίας, στη λύση της τραγωδίας, με τον Μέρικ να ξαπλώνει στο κρεβάτι του (με τρόπο που δεν θα έπρεπε, γιατί η δυσμορφία του θα επέφερε μοιραίο αποτέλεσμα) και να οδηγείται εν γνώσει του στο θάνατο. Παρότι δεν έζησε σαν κανονικός άνθρωπος, θέλησε άραγε να φύγει ως τέτοιος; Ήταν αυτή του η πράξη η μόνη οδός προς την πραγματική κάθαρση; Αφού αποφάσιζαν άλλοι για τη ζωή του, θέλησε να αποφασίσει ο ίδιος για το θάνατό του; Ίσως να είναι και όλα αυτά μαζί.