Tα «Αισχύλεια» -που έχουν το όνομά τους παρμένο από τον Ελευσίνιο τραγικό ποιητή Αισχύλο- αποτελούν πλέον έναν από τους πιο σημαντικούς πολιτιστικούς θεσμούς. Πραγματοποιούνται εδώ και 40 χρόνια και λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο, τέτοια περίοδο, στην Ελευσίνα. Το πολυσυλλεκτικό αυτό φεστιβάλ προσφέρει στο κοινό ενδιαφέροντα θεάματα, καλύπτοντας μια μεγάλη γκάμα τεχνών: από το θέατρο μέχρι τον κινηματογράφο. Παράλληλα, δίνει ευκαιρίες σε νέα άτομα να παρουσιάσουν τη δουλειά τους φωτίζοντας έτσι την καινούργια και μοντέρνα ματιά στην τέχνη.
Στα πλαίσια του φετινού φεστιβάλ και του 15νθήμερου Σύγχρονης Θεατρικής Δημιουργίας Αισχυλείων, ανάμεσα σε πολλές και δελεαστικές προτάσεις, παρακολουθήσαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα και όμορφη θεατρική παράσταση. Ήταν η «Ερωφίλη», σε σκηνοθεσία Μάξιμου Μουμούρη και σε ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών της ομάδας «Όμορος».
Πρόκειται για το δημοφιλές έργο του Γεώργιου Χορτάτση που γράφτηκε γύρω στο 1600 μ.Χ. και αποτελεί , ίσως, την πιο γνωστή τραγωδία της Κρητικής Λογοτεχνίας. Πραγματεύεται τον έρωτα της Ερωφίλης , κόρης του βασιλιά Φιλόγονου, με τον Πανάρετο ένα νέο που μεγάλωσε στη βασιλική αυλή και προέρχεται από βασιλική οικογένεια η οποία, όμως, είναι άγνωστη στον Φιλόγονο. Οι δύο νέοι ερωτευμένοι θα παντρευτούν κρυφά και όταν ο βασιλιάς το μάθει, θα σκοτώσει βίαια τον Πανάρετο και θα προσφέρει στην κόρη του ως δήθεν «γαμήλιο» δώρο τα μέλη του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη αυτοκτονεί θρηνώντας και ο Χορός του έργου, έπειτα, αναλαμβάνει την τιμωρία και θανάτωση του Φιλόγονου.
Με την είσοδό μας στο χώρο οι ηθοποιοί ήταν ήδη μέσα στη λεγόμενη «θεατρική ψευδαίσθηση». Δηλαδή, βρίσκονταν εξ αρχής στη σκηνή και καθισμένοι σε ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι είχαν ξεκινήσει να «παίζουν» το έργο. Η αίσθηση που έδιναν ήταν αυτή του γλεντιού: έπιναν κρασί, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους, συζητούσαν μεταξύ τους και γελούσαν δυνατά. Ήταν ένα από τα στοιχεία που μου άρεσε πάρα πολύ στη σκηνοθεσία του Μάξιμου, γιατί έκανε τον θεατή να εντάσσεται στη φαντασιακή πραγματικότητα αβίαστα και χωρίς να το καταλάβει. Κάτι ανάλογα εύστοχο συνέβη και στο διάλειμμα, όπου οι ηθοποιοί έγιναν ένα με τους θεατές και σε μια παρόμοια κατάσταση γλεντιού άρχισαν να τους πλησιάζουν και να προσφέρουν σε όλους σφηνάκια ρακής! Με τόση ζωντάνια είχαμε μεταφερθεί στον τόπο και τον χρόνο.
Οι ηθοποιοί ήταν όλοι τους εξαιρετικοί. Η ομάδα «Όμορος» αποτελούμενη από τους: Ελένη Βλάχου, Μαντώ Γιαννίκου, Δώρα Κοφινά, Γιάννη Μοναστηρόπουλο, Αλκιβιάδη Μπακογιάννη, Βασίλη Παναγιωτίδη και Αγγελική Παναγιωτοπούλου, ήταν δεμένη, είχε ρυθμό και χημεία πάνω στη σκηνή. Ο καθένας έφερε τον ρόλο του εις πέρας με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα. Ανατριχιαστική εντύπωση μου έκανε ο Χάρος, ένας ρόλος πολύ ιδιαίτερος που εκτελεί χρέη αφηγητή κατά κάποιον τρόπο και έχει συνεχή παρουσία στη σκηνή, σαν να καραδοκεί, σαν να παρακολουθεί τους χαρακτήρες και την πορεία τους. Υπήρξε σταθερός και σκοτεινός από την αρχή μέχρι και το τέλος του έργου. Η Ερωφίλη μου άρεσε πάρα πολύ γιατί είχε τον ενθουσιασμό, εκείνον τον πρωτόγνωρο της ερωτευμένης κοπέλας, τον αυθορμητισμό, τη ζωντάνια και την τόλμη που χαρακτηρίζει τα νιάτα.
Ο ηθοποιός του Πανάρετου είχε μία πολύ καλή ερμηνεία και το παρουσιαστικό του ταίριαζε ιδιαίτερα στο ρόλο, ενώ ο ηθοποιός που ερμήνευσε τον βασιλιά Φιλόγονο υπήρξε τόσο πειστικός ώστε μας έκανε να αντιπαθήσουμε τον χαρακτήρα! Όμορφες ενσαρκώσεις είχαν, επίσης, οι ρόλοι που αποτελούσαν τα έμπιστα πρόσωπα της Ερωφίλης, του Πανάρετου και του βασιλιά: δηλαδή η παραμάνα, ο φίλος και ο πιστός σύμβουλος αντίστοιχα, ενώ εξαιρετική ήταν η κοπέλα που έμοιαζε να είναι η κορυφαία του Χορού ή –σε πολλές στιγμές- και ο ίδιος ο Χορός. Στο αριστερό μέρος της σκηνής υπήρχε ζωντανή ορχήστρα που έδινε παλμό σε διάφορα κομμάτια του έργου και ζωντάνευε τα χορικά μέρη και τα ιντερμέδια. Οι μουσικοί έδεναν με το όλο κλίμα και δεν φαινόταν καθόλου αταίριαστη η σύζευξη κρητικού θεάτρου και μοντέρνων μουσικών οργάνων.
Η σκηνοθεσία του Μάξιμου Μουμούρη σε ένα τόσο δύσκολο και αρκετά πολύπλοκο έργο ήταν ιδιαίτερα εύστοχη. Επέλεξε να μετουσιώσει μερικά στοιχεία σε συμβολισμούς και θεωρώ ότι πολύ καλά έπραξε. Προσέγγισε την «Ερωφίλη» του Χορτάτση με πολύ έξυπνο τρόπο, δίνοντας ένα νέο αέρα στο έργο, αλλά χωρίς να αφαιρέσει ούτε στο ελάχιστο τους βασικούς άξονες και την πνευματική ομορφιά και σπουδαιότητα του που είναι στην ουσία το κράμα της λαϊκής, μεσαιωνικής και αναγεννησιακής παράδοσης. Σεβάστηκε τόσο το κείμενο ως λόγο, όσο και την ιδιαιτερότητά του γενικότερα. Το μόνο που με ξένισε, προσωπικά, ήταν οι σύγχρονες χορογραφίες σε δύο σημεία της παράστασης καθώς τις βρήκα αχρείαστες απ’ τη στιγμή που τηρήθηκε η παραδοσιακή φόρμα.
Η σκέψη της στρογγυλής τραπέζης στο μέσο της σκηνής, που αποδείχτηκε να έχει διάφορες χρήσεις, ήταν πολύ έξυπνη. Φιλοξένησε, άλλωστε, και μία από τις καλύτερες σκηνές της παράστασης: τον θάνατο της Ερωφίλης. Μακάβρια όμορφη ήταν η εικόνα του νεκρού της σώματος να κείτεται πάνω σε αυτή ενώ το νερό έπεφτε από ψηλά προσπαθώντας να ξεπλύνει τον ίδιο τον θάνατο. Επίσης, πολύ δυνατή εικόνα ήταν αυτή που μας δημιουργήθηκε στο μυαλό, μέσα από τα λόγια του Χορού αυτή τη φορά και όχι μπροστά στα μάτια μας, με την ανατριχιαστικά λεπτομερή περιγραφή του φρικτού θανάτου του Πανάρετου.
Ο χωροχρόνος της δραματικής ιστορίας μας στεγάστηκε στο Παλαιό Ελαιουργείο, που με πολύ λίγες παρεμβάσεις προσαρμόστηκε στις ανάγκες ενός θεάτρου παραμένοντας, όμως, ατόφιο και αυθεντικό. Οι πέτρινοι τοίχοι και το χωμάτινο έδαφος δημιουργούσαν ένα κλίμα αλλόκοτο μα ταιριαστό συνάμα με το έργο. Παρόλα αυτά η διάταξη των καθισμάτων θεωρώ ότι δεν βοηθούσε τους θεατές που κάθονταν από το μέσο έως και το πίσω μέρος, καθώς για να μπορούν να βλέπουν στη σκηνή -που βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τα καθίσματα- θα έπρεπε να στέκονται όρθιοι. Ίσως αν το πίσω μέρος ήταν σε υπερυψωμένο δάπεδο, η οπτική να ήταν πολύ καλύτερη.
Το κείμενο του Χορτάτση είναι ένας θησαυρός από όλες τις απόψεις: θεματικά, εκφραστικά, λογοτεχνικά. Συγκεκριμένα, όμως, από γλωσσικής πλευράς είναι ένα διαμάντι! Το έργο είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο και τα χορικά σε ενδεκασύλλαβους σε τερτσίνες (τρίστιχες στροφές). Οι σκέψεις μου πάνω σε αυτό το θέμα κατά τη διάρκεια της παράστασης ήταν πολλές. Ο λόγος κυλούσε σαν γάργαρο νεράκι με μια γοητευτική ποιητικότητα. Θαύμασα εξ αρχής τους ηθοποιούς για το σθένος τους, αφού σίγουρα χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια να μάθουν αυτά τα λόγια. Η γλώσσα που βασιζόταν στην κρητική διάλεκτο, αναμεμειγμένη με λόγια στοιχεία και διάφορους γραμματικο-συντακτικούς ιδιωματισμούς, είχε απίστευτη ομορφιά αλλά ήταν δύσκολη ως προς την κατανόησή της από τους θεατές. Γιατί είναι άλλο ο γραπτός λόγος και άλλο ο προφορικός.
Έτσι καταλήγω σε δύο τινά: Αφενός, σε πολλά σημεία δεν καταλαβαίναμε επακριβώς τη γλώσσα και η συνεχής προσπάθεια για κατανόησή της κούραζε λίγο τον θεατή, αν και με προσήλωση μπορούσες να βγάλεις νόημα από τα συμφραζόμενα. Στην αρχή μας φάνηκε κάπως περίεργο, στη συνέχεια το συνηθίσαμε και μπήκαμε για τα καλά στο θέμα. Αφετέρου, συγχαίρω τον Μάξιμο Μουμούρη για την επιλογή του συγκεκριμένου έργου, για την απόφασή του να ανεβάσει ένα τόσο δύσκολο κείμενο διατηρώντας τη γλώσσα του ως έχει χωρίς απλοποιήσεις και μετατροπές. Συγχαίρω τους ηθοποιούς και όλους τους συντελεστές που προσπάθησαν και που απέδωσαν αξιοπρεπέστατα , ο καθένας στο πόστο του, το μεγαλείο της «Ερωφίλης». Τέλος, χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω νέους ανθρώπους να αγαπούν, να διαφυλάσσουν και να αναβιώνουν την πολιτιστική μας κληρονομιά, ενθυμούμενοι τη λογοτεχνική μας παρακαταθήκη.
ΥΓ 1: Εδώ μπορείτε να βρείτε τη συνέντευξη που μας παραχώρησε η Δώρα Κοφινά, η οποία ερμήνευσε το ρόλο της παραμάνας: ar36425el-dwra-kofina-milame-gia-to-emeis-kai-oxi-gia-to-egw.html
ΥΓ 2: Εδώ μπορείτε να βρείτε το πρόγραμμα των υπόλοιπων εκδηλώσεων από τα Αισχύλεια 2015: http://aisxylia.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=852&Itemid=180
Στα πλαίσια του φετινού φεστιβάλ και του 15νθήμερου Σύγχρονης Θεατρικής Δημιουργίας Αισχυλείων, ανάμεσα σε πολλές και δελεαστικές προτάσεις, παρακολουθήσαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα και όμορφη θεατρική παράσταση. Ήταν η «Ερωφίλη», σε σκηνοθεσία Μάξιμου Μουμούρη και σε ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών της ομάδας «Όμορος».
Πρόκειται για το δημοφιλές έργο του Γεώργιου Χορτάτση που γράφτηκε γύρω στο 1600 μ.Χ. και αποτελεί , ίσως, την πιο γνωστή τραγωδία της Κρητικής Λογοτεχνίας. Πραγματεύεται τον έρωτα της Ερωφίλης , κόρης του βασιλιά Φιλόγονου, με τον Πανάρετο ένα νέο που μεγάλωσε στη βασιλική αυλή και προέρχεται από βασιλική οικογένεια η οποία, όμως, είναι άγνωστη στον Φιλόγονο. Οι δύο νέοι ερωτευμένοι θα παντρευτούν κρυφά και όταν ο βασιλιάς το μάθει, θα σκοτώσει βίαια τον Πανάρετο και θα προσφέρει στην κόρη του ως δήθεν «γαμήλιο» δώρο τα μέλη του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη αυτοκτονεί θρηνώντας και ο Χορός του έργου, έπειτα, αναλαμβάνει την τιμωρία και θανάτωση του Φιλόγονου.
Με την είσοδό μας στο χώρο οι ηθοποιοί ήταν ήδη μέσα στη λεγόμενη «θεατρική ψευδαίσθηση». Δηλαδή, βρίσκονταν εξ αρχής στη σκηνή και καθισμένοι σε ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι είχαν ξεκινήσει να «παίζουν» το έργο. Η αίσθηση που έδιναν ήταν αυτή του γλεντιού: έπιναν κρασί, τσούγκριζαν τα ποτήρια τους, συζητούσαν μεταξύ τους και γελούσαν δυνατά. Ήταν ένα από τα στοιχεία που μου άρεσε πάρα πολύ στη σκηνοθεσία του Μάξιμου, γιατί έκανε τον θεατή να εντάσσεται στη φαντασιακή πραγματικότητα αβίαστα και χωρίς να το καταλάβει. Κάτι ανάλογα εύστοχο συνέβη και στο διάλειμμα, όπου οι ηθοποιοί έγιναν ένα με τους θεατές και σε μια παρόμοια κατάσταση γλεντιού άρχισαν να τους πλησιάζουν και να προσφέρουν σε όλους σφηνάκια ρακής! Με τόση ζωντάνια είχαμε μεταφερθεί στον τόπο και τον χρόνο.
Οι ηθοποιοί ήταν όλοι τους εξαιρετικοί. Η ομάδα «Όμορος» αποτελούμενη από τους: Ελένη Βλάχου, Μαντώ Γιαννίκου, Δώρα Κοφινά, Γιάννη Μοναστηρόπουλο, Αλκιβιάδη Μπακογιάννη, Βασίλη Παναγιωτίδη και Αγγελική Παναγιωτοπούλου, ήταν δεμένη, είχε ρυθμό και χημεία πάνω στη σκηνή. Ο καθένας έφερε τον ρόλο του εις πέρας με ειλικρίνεια και αυθεντικότητα. Ανατριχιαστική εντύπωση μου έκανε ο Χάρος, ένας ρόλος πολύ ιδιαίτερος που εκτελεί χρέη αφηγητή κατά κάποιον τρόπο και έχει συνεχή παρουσία στη σκηνή, σαν να καραδοκεί, σαν να παρακολουθεί τους χαρακτήρες και την πορεία τους. Υπήρξε σταθερός και σκοτεινός από την αρχή μέχρι και το τέλος του έργου. Η Ερωφίλη μου άρεσε πάρα πολύ γιατί είχε τον ενθουσιασμό, εκείνον τον πρωτόγνωρο της ερωτευμένης κοπέλας, τον αυθορμητισμό, τη ζωντάνια και την τόλμη που χαρακτηρίζει τα νιάτα.
Ο ηθοποιός του Πανάρετου είχε μία πολύ καλή ερμηνεία και το παρουσιαστικό του ταίριαζε ιδιαίτερα στο ρόλο, ενώ ο ηθοποιός που ερμήνευσε τον βασιλιά Φιλόγονο υπήρξε τόσο πειστικός ώστε μας έκανε να αντιπαθήσουμε τον χαρακτήρα! Όμορφες ενσαρκώσεις είχαν, επίσης, οι ρόλοι που αποτελούσαν τα έμπιστα πρόσωπα της Ερωφίλης, του Πανάρετου και του βασιλιά: δηλαδή η παραμάνα, ο φίλος και ο πιστός σύμβουλος αντίστοιχα, ενώ εξαιρετική ήταν η κοπέλα που έμοιαζε να είναι η κορυφαία του Χορού ή –σε πολλές στιγμές- και ο ίδιος ο Χορός. Στο αριστερό μέρος της σκηνής υπήρχε ζωντανή ορχήστρα που έδινε παλμό σε διάφορα κομμάτια του έργου και ζωντάνευε τα χορικά μέρη και τα ιντερμέδια. Οι μουσικοί έδεναν με το όλο κλίμα και δεν φαινόταν καθόλου αταίριαστη η σύζευξη κρητικού θεάτρου και μοντέρνων μουσικών οργάνων.
Η σκηνοθεσία του Μάξιμου Μουμούρη σε ένα τόσο δύσκολο και αρκετά πολύπλοκο έργο ήταν ιδιαίτερα εύστοχη. Επέλεξε να μετουσιώσει μερικά στοιχεία σε συμβολισμούς και θεωρώ ότι πολύ καλά έπραξε. Προσέγγισε την «Ερωφίλη» του Χορτάτση με πολύ έξυπνο τρόπο, δίνοντας ένα νέο αέρα στο έργο, αλλά χωρίς να αφαιρέσει ούτε στο ελάχιστο τους βασικούς άξονες και την πνευματική ομορφιά και σπουδαιότητα του που είναι στην ουσία το κράμα της λαϊκής, μεσαιωνικής και αναγεννησιακής παράδοσης. Σεβάστηκε τόσο το κείμενο ως λόγο, όσο και την ιδιαιτερότητά του γενικότερα. Το μόνο που με ξένισε, προσωπικά, ήταν οι σύγχρονες χορογραφίες σε δύο σημεία της παράστασης καθώς τις βρήκα αχρείαστες απ’ τη στιγμή που τηρήθηκε η παραδοσιακή φόρμα.
Η σκέψη της στρογγυλής τραπέζης στο μέσο της σκηνής, που αποδείχτηκε να έχει διάφορες χρήσεις, ήταν πολύ έξυπνη. Φιλοξένησε, άλλωστε, και μία από τις καλύτερες σκηνές της παράστασης: τον θάνατο της Ερωφίλης. Μακάβρια όμορφη ήταν η εικόνα του νεκρού της σώματος να κείτεται πάνω σε αυτή ενώ το νερό έπεφτε από ψηλά προσπαθώντας να ξεπλύνει τον ίδιο τον θάνατο. Επίσης, πολύ δυνατή εικόνα ήταν αυτή που μας δημιουργήθηκε στο μυαλό, μέσα από τα λόγια του Χορού αυτή τη φορά και όχι μπροστά στα μάτια μας, με την ανατριχιαστικά λεπτομερή περιγραφή του φρικτού θανάτου του Πανάρετου.
Ο χωροχρόνος της δραματικής ιστορίας μας στεγάστηκε στο Παλαιό Ελαιουργείο, που με πολύ λίγες παρεμβάσεις προσαρμόστηκε στις ανάγκες ενός θεάτρου παραμένοντας, όμως, ατόφιο και αυθεντικό. Οι πέτρινοι τοίχοι και το χωμάτινο έδαφος δημιουργούσαν ένα κλίμα αλλόκοτο μα ταιριαστό συνάμα με το έργο. Παρόλα αυτά η διάταξη των καθισμάτων θεωρώ ότι δεν βοηθούσε τους θεατές που κάθονταν από το μέσο έως και το πίσω μέρος, καθώς για να μπορούν να βλέπουν στη σκηνή -που βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τα καθίσματα- θα έπρεπε να στέκονται όρθιοι. Ίσως αν το πίσω μέρος ήταν σε υπερυψωμένο δάπεδο, η οπτική να ήταν πολύ καλύτερη.
Το κείμενο του Χορτάτση είναι ένας θησαυρός από όλες τις απόψεις: θεματικά, εκφραστικά, λογοτεχνικά. Συγκεκριμένα, όμως, από γλωσσικής πλευράς είναι ένα διαμάντι! Το έργο είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο στίχο και τα χορικά σε ενδεκασύλλαβους σε τερτσίνες (τρίστιχες στροφές). Οι σκέψεις μου πάνω σε αυτό το θέμα κατά τη διάρκεια της παράστασης ήταν πολλές. Ο λόγος κυλούσε σαν γάργαρο νεράκι με μια γοητευτική ποιητικότητα. Θαύμασα εξ αρχής τους ηθοποιούς για το σθένος τους, αφού σίγουρα χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια να μάθουν αυτά τα λόγια. Η γλώσσα που βασιζόταν στην κρητική διάλεκτο, αναμεμειγμένη με λόγια στοιχεία και διάφορους γραμματικο-συντακτικούς ιδιωματισμούς, είχε απίστευτη ομορφιά αλλά ήταν δύσκολη ως προς την κατανόησή της από τους θεατές. Γιατί είναι άλλο ο γραπτός λόγος και άλλο ο προφορικός.
Έτσι καταλήγω σε δύο τινά: Αφενός, σε πολλά σημεία δεν καταλαβαίναμε επακριβώς τη γλώσσα και η συνεχής προσπάθεια για κατανόησή της κούραζε λίγο τον θεατή, αν και με προσήλωση μπορούσες να βγάλεις νόημα από τα συμφραζόμενα. Στην αρχή μας φάνηκε κάπως περίεργο, στη συνέχεια το συνηθίσαμε και μπήκαμε για τα καλά στο θέμα. Αφετέρου, συγχαίρω τον Μάξιμο Μουμούρη για την επιλογή του συγκεκριμένου έργου, για την απόφασή του να ανεβάσει ένα τόσο δύσκολο κείμενο διατηρώντας τη γλώσσα του ως έχει χωρίς απλοποιήσεις και μετατροπές. Συγχαίρω τους ηθοποιούς και όλους τους συντελεστές που προσπάθησαν και που απέδωσαν αξιοπρεπέστατα , ο καθένας στο πόστο του, το μεγαλείο της «Ερωφίλης». Τέλος, χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω νέους ανθρώπους να αγαπούν, να διαφυλάσσουν και να αναβιώνουν την πολιτιστική μας κληρονομιά, ενθυμούμενοι τη λογοτεχνική μας παρακαταθήκη.
ΥΓ 1: Εδώ μπορείτε να βρείτε τη συνέντευξη που μας παραχώρησε η Δώρα Κοφινά, η οποία ερμήνευσε το ρόλο της παραμάνας: ar36425el-dwra-kofina-milame-gia-to-emeis-kai-oxi-gia-to-egw.html
ΥΓ 2: Εδώ μπορείτε να βρείτε το πρόγραμμα των υπόλοιπων εκδηλώσεων από τα Αισχύλεια 2015: http://aisxylia.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=852&Itemid=180