«Η κωμωδία των παρεξηγήσεων» ή των ειδώλων ή των διδύμων ή ακόμη και των διπρόσωπων ανθρώπων στο θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου φαντάζει ως κάτι τουλάχιστον πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, ίσως γι’ αυτό και δύσπεπτο. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου επιστρέφει στο θέατρο που πριν περίπου δύο χρόνια παρουσίασε μιαν ανεπανάληπτη σκηνική εκδοχή του «1984» του Τζορτζ Όργουελ για να δημιουργήσει για μια ακόμη φορά κάτι ανεπανάληπτο. Αν ο ίδιος ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ βρισκόταν στο κοινό για έστω ένα βράδυ, μάλλον θα επέστρεφε εντυπωσιασμένος και περήφανος στην εποχή του, αντικρίζοντας πιθανώς το μελλοντικό τρόπο παρουσίασης των κλασσικών και πολυπαιγμένων του έργων. Δεδομένου, κιόλας, πως ολοκλήρωσε τη συγγραφή του συγκεκριμένου του έργου σε νεαρή ηλικία, το παραμυθιακό στοιχείο μαζί με αρκετές δόσεις φουτουρισμού, ακροβατικά τσίρκου και ηχητικά εφέ κλόουν να τον οδηγούσαν στην έμπνευση ιστοριών όπως «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» ή κόσμων όπως εκείνος του Στάνλει Κούμπρικ στο αλησμόνητο «Κουρδιστό πορτοκάλι». Πάντως, αυτά τα μεταφυσικά ταξίδια στο χρόνο, σίγουρα, η σκηνοθέτις τα επιτρέπει στο θεατή αφού η ψευδαίσθηση που αποτύπωσε, δημιουργεί τουλάχιστον μπέρδεμα για το χωρόχρονο του έργου, μπέρδεμα, όμως, απόλυτα ηθελημένο, συνεπές και ευρηματικό.
Είναι αξιοσημείωτο πως μια κλασική κωμωδία όπως η συγκεκριμένη, μπορεί να παρασταθεί στο σήμερα με τέτοιο τρόπο ώστε να μοσχοβολάει (επιτρέψτε μου τη λέξη) καινουργίλα. Δυο ομοζυγωτικά, δίδυμα αδέλφια, σαν δυο σταγόνας νερού, χωρίζονται από πολύ μικρή ηλικία κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με πλοίο. Το ένα καταλήγει στις Συρακούσες μαζί με τον πατέρα του και το άλλο στην Έφεσο μαζί με τη μητέρα του, χωρίς εκείνη, όμως, να το γνωρίζει. Ταυτόχρονα, μια δούλα των γονιών, γεννάει κι εκείνη δύο δίδυμα αγόρια, κατά παραγγελία του Σαίξπηρ, εξίσου ολόιδια, που το καθένα θα αποτελέσει το δούλο του εκάστοτε αφεντικού-αδελφού για όλη τους τη ζωή. Το μπέρδεμα ξεκινάει όταν ο Συρακούσιος αδελφός Αντίφιλος μαζί με το δούλο αδελφό Δρόμιο, επισκέπτονται την Έφεσο τυχαία ή μοιραία και λόγω της λεπτομερούς ομοιότητας με το άλλο ζευγάρι διδύμων, ο κόσμος της πόλης αρχίζει να τους συμπεριφέρεται λες και τους γνωρίζει. Ο πανικός διογκώνεται όταν στο παιχνίδι μπαίνουν η σύζυγος του Εφέσιου αδελφού μαζί με την αδελφή της, ένας χρυσοχόος, ο Δούκας της περιοχής, μια εταίρα, ένας έμπορος και αρκετά δουκάτα. Και από εκεί και πέρα, το απόλυτο χάος!
Η συγκεκριμένη παράσταση αποτελεί παράδειγμα της τεράστιας σημασίας που έχουν στο θέατρο η σκηνογράφος, Εύα Μανιδάκη, και η ενδυματολόγος, Βασιλική Σύρμα, χωρίς φυσικά να αφήνουμε απ’ έξω την κινησιολόγο - χορογράφο, Πατρίσια Απέργη και το μεταφραστή Διονύση Καψάλη με την απολαυστική και συνεπή του μετάφραση κόντρα στις σύγχρονες μεταφράσεις που συχνά διαστρεβλώνουν το κείμενο προσπαθώντας περισσότερο να το μεταγράψουν στο σήμερα. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου διαχειρίστηκε με υποδειγματικό σεβασμό το λόγο του έργου καθοδηγώντας τους ηθοποιούς της ως προς το πώς θα κάνουν και οι ίδιοι κτήμα τους ένα δύσκολο κείμενο όπως αυτό του Σαίξπηρ. Ανεξάρτητα, λοιπόν, με το ιδιάζον και «ασυνήθιστο» στην καθημερινότητά μας λεξιλόγιο, καμία στιγμή του έργου κάποια φράση ή κάποια ατάκα δεν προξένησε δυσφορία. Πάντως, το αριστουργηματικό και καθ όλα απλό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της παράστασης. Σχεδιασμένο με πολλή προσοχή και έρευνα, οι περιστροφές του, οι πόρτες, τα διαφανή του σημεία, οι ανακλαστικές του επιφάνειες και η απόλυτη συνέπεια των ηθοποιών στην αξιοποίησή του δημιούργησαν ουκ ολίγες φορές υπέροχες χωρικές ψευδαισθήσεις, ευρηματικές εναλλαγές σκηνών και μια ατμόσφαιρα ταινίας επιστημονικής φαντασίας θα τολμήσω να πω, συναρτήσει των διαφόρων ηλεκτρονικών ήχων που έντυναν τη σκηνική δράση.
Απ’ την άλλη, οι ηθοποιοί, όλοι τους αξιοθαύμαστοι για την προσπάθεια και την αεικινησία που τους σχεδίασε η Ευαγγελάτου μαζί με την Απέργη, διατέλεσαν τους ρόλους τους πότε σαν κλόουν του τσίρκου, πότε σα μαριονέτες εύκαμπτες και πολύχρωμες και πότε ως χαρακτήρες της comedia del’ arte. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα κάποιες στιγμές με τη φωνή τους, άλλες με το σώμα τους, όλες τέλεια συγχρονισμένες και καλοδουλεμένες, παρέα με τα φουτουριστικά τους φορέματα συνέθεταν συνεχώς νέους ιμπρεσιονιστικούς, σκηνικούς πίνακες, με αρκετή δόση σουρεαλισμού ταυτόχρονα. Οι δύο πρωταγωνιστές (Νίκος Κουρής και Ορφέας Αυγουστίδης) έδωσαν ρεσιτάλ υποδυόμενοι από δύο ρόλους ο καθένας με τον πρώτο να είναι το αφεντικό και το δεύτερο ο δούλος. Οι εναλλαγές στη σωματικότητα και στη φωνή τους σηματοδοτούσαν τις εναλλαγές των διδύμων. Ο Ορφέας Αυγουστίδης, προσωπικά, ξεχώρισε και λόγω των πλεονεκτημάτων που του προσέφερε ο ρόλος του, αλλά και επειδή ήταν πολύ πιο καθαρές οι εναλλαγές του στους δύο δούλους σε αντίθεση με το Νίκο Κουρή που το βάρος το είχε ρίξει στις εναλλαγές της φωνής και του ύφους του κατά κύριο λόγο. Βέβαια, σίγουρα χρειάστηκε να περάσει λίγος χρόνος μέχρι να γίνει κατανοητή αυτή η διπλή διανομή επί σκήνης με αρκετό κόσμο να μην ξέρει τι συμβαίνει μπροστά στα μάτια του τουλάχιστον μέχρι το πρώτο τέταρτο της παράστασης.
Η κωμωδία των παρεξηγήσεων αποτελεί σίγουρα μια ρηξικέλευθη παράσταση που αξίζει κανείς να πάει να τη δει, αποκτώντας, ίσως, και μια εικόνα για το πώς θα είναι το θέατρο του αύριο. Στα μειονεκτήματα, όμως, θα έβαζα την έλλειψη κορύφωσης της δράσης, στοιχείο, βέβαια, που οφείλεται και στο ίδιο το κείμενο, καθώς επίσης και την απουσία των πέντε τελευταίων σελίδων του έργου στις οποίες φαίνεται να γίνεται η πρώτη συνάντηση των διδύμων μετά από πολλά χρόνια. Η σκηνική παρουσίαση αυτών των στιχομυθιών σίγουρα θα μπορούσε να αποτελέσει το πιο απαιτητικό και ταυτόχρονα το πιο αξιομνημόνευτο σημείο της παράστασης αν είχε δοκιμαστεί, αφού θα υποχρέωνε τους δύο πρωταγωνιστές να επιτελέσουν με κάποιο τρόπο μπροστά μας και τους δύο ρόλους ταυτόχρονα. Πιθανώς, η σκηνοθέτις να μην ικανοποιήθηκε απ’ τη λύση που είχε σκεφτεί και έτσι να μην προχώρησε στην παρουσίαση της κατακλείδας σκηνής.
Συνοψίζοντας, «Η κωμωδία των παρεξηγήσεων» σε νέα μετάφραση του Διονύση Καψάλη και σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου αξίζει σίγουρα τα διθυραμβικά σχόλια που μέχρι στιγμής έχει αποκομίσει, ενώ ταυτόχρονα δε θα μου κάνει εντύπωση ο Ορφέας Αυγουστίδης να προταθεί για βραβείο Β’ ανδρικού ρόλου. Το θέαμα στη σκηνή του θεάτρου Βασιλάκου είναι πρωτότυπο, ρηξικέλευθο και υψηλού εικαστικού επιπέδου. Η μεγάλη προσέλευση του κόσμου είναι απόλυτα δικαιολογημένη και η αναμονή και προσμονή για το επόμενο έργο με το οποίο θα καταπιαστεί η νεαρή σκηνοθέτις μεγαλώνει μετά από κάθε της παράσταση.
Ταυτότητα Παράστασης
Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Κίνηση-Χορογραφία : Πατρίσια Απέργη
Μουσική Σύνθεση: Γιώργος Πούλιος
Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελευθερία Ντεκώ
Κατασκευή Κοστουμιών: Δέσποινα Μακαρούνη
Βοηθός Σκηνοθέτη : Χριστίνα Ματθαίου
Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος
Διεύθυνση Παραγωγής: Όλγα Μαυροειδή
Βοηθός Παραγωγής : Πάνος Σβολάκης
Παραγωγός: Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Διανομή
Αντίφιλος o Συρακούσιος-Αντίφιλος o Εφέσιος : Νίκος Κουρής
Δρόμιος ο Συρακούσιος-Δρόμιος ο Εφέσιος : Ορφέας Αυγουστίδης
Αδριανή: Δήμητρα Βλαγκοπούλου
Λουκιανή: Αμαλία Νίνου
Αιγαίων: Ερρίκος Μηλιάρης
Δούκας: Νίκος Πυροκάκος
Άντζελο: Γιώργος Νούσης
Έμπορος : Βαλάντης Φράγκος
Αξιωματικός: Στέλιος Παυλόπουλος
Εταίρα: Ελίζα Σκολίδη
Δρ Στυφός: Πάνος Ζυγούρος
Ηγουμένη: Μαριάμ Ρουχάτζε
Παραστάσεις & Τιμές Eισιτηρίων
Τετάρτη, Πέμπτη & Παρασκευή 21.00 | Είσοδος 17, 15, 12 & 10 ευρώ
Σάββατο 18.00 | Είσοδος 20, 17, 14 & 12 ευρώ
Κυριακή 21.00 | Είσοδος 20, 17, 14 & 12 ευρώ
Διάρκεια Παράστασης: 100 λεπτά