Τους Urca De Lima τους είδα πρώτη φορά σε μία «συμπαγή», acoustic εκδοχή τους πέρσι στη Θεσσαλονίκη, σε μία γιορτή δρόμου, εκεί όπου και οι ίδιοι νιώθουν ότι τα πάντα είναι πιο αυθεντικά, πιο ειλικρινή.
Με την πλήρη τους μορφή, οι Θεσσαλονικείς «κουρσάροι», αντλώντας το όνομά τους από ένα ισπανικό ναυάγιο του 1715 που μετέφερε θησαυρούς των «κονκισταδόρες» από την Αμερική στην Ισπανία, δημιουργούν νέους μουσικούς κόσμους. Η jazz και η swing συναντούν την cumbia και εν γένει την τεράστια μουσική παράδοση της Λατινικής Αμερικής, με στίχους αλληγορικούς και έντονα πολιτικούς.
Μεθαύριο, μέσα σε μια επικαιρότητα γεμάτη πόνο και οργή λόγω Τεμπών, η «ναυαρχίδα» τους θα εμφανιστεί στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, για να χαρίσει μουσικούς θησαυρούς σε όσους προτίθενται να τους λάβουν.
MixGrill: Το συγκρότημα ξεκίνησε το 2021, ως ένα τριμελές project με αφετηρία το Σύγχρονο Ωδείο Θεσσαλονίκης. Σαν μουσικοί, τι κρατήσατε από το (μάλλον «στιβαρό», πειθαρχημένο) περιβάλλον του ωδείου σαν εφόδιο στο ξεκίνημα της μπάντας;
Urca De Lima: Το ωδείο ήταν ο χώρος που γαλουχηθήκαμε μουσικά, αποκτήσαμε τους πρώτους ήχους και τις θεμελιώδεις γνώσεις μας, που ξεκινήσαμε να χτίζουμε την μουσική μας εξέλιξη, αλλά κυρίως, το σημείο όπου αρχίσαμε να γνωρίζουμε ανθρώπους της μουσικής, να κοινωνικοποιούμαστε μουσικά και να μοιραζόμαστε ιδέες και οράματα με άτομα που είχαμε την παρόμοια αγάπη και όρεξη για αυτή την τέχνη.
Από εκεί και έπειτα, το μουσικό ταξίδι του καθενός είναι σε μεγάλο βαθμό προσωπικό. Ένα ωδείο δεν μπορεί παρά να σου δώσει την αρχική ώθηση για να κάνεις την εκκίνηση, την έμπνευση, τις βασικές γνώσεις και τη δομή μελέτης. Η εξέλιξή σου, όμως, θα καθοριστεί ως επί το πλείστον από την προσωπική δουλειά, μελέτη, επιμονή και αναζήτησή.
M.G.: Όπως το πλοίο Urca de Lima ένωνε το Νέο Κόσμο με την Ευρώπη, έτσι και το σχήμα Urca de Lima ενώνει τη swing και την τζαζ με τη swing και γενικά τη μουσική της Λατινικής Αμερικής. Πώς καταφέρνετε να υπηρετείτε όλα αυτά τα είδη μουσικά χωρίς να… μπατάρει το πλοίο προς τη μια μεριά;
Η προσέγγιση του σχήματος εξαρχής ήταν η προσπάθεια μίξης και προσέγγισης ποικίλων μουσικών ειδών, γιατί στη μουσική, όπως και σε άλλες τέχνες, η ζύμωση είναι που φέρνει πρωτοτυπία, νέες ιδέες, ρεύματα, και ανοίγει νέους ορίζοντες, τεχνικά και δημιουργικά τόσο για ένα σχήμα όσο και για τον καθένα ξεχωριστά.
Πάντα θα παίζουν ρόλο τα διαφορετικά ερεθίσματα του καθενός, καθώς δεν μπορείς να αποφύγεις τον χαρακτήρα ενός σχήματος, που θα αποκλίνει σίγουρα από την ορθόδοξη αντίληψη ενός είδους. Αυτό όμως για εμάς δεν είναι κατάρα αλλά ευχή.
Οπότε, σε κάθε νέα ιδέα και κάθε νέο είδος μουσικής, είμαστε πάντα πρόθυμοι να γνωρίσουμε τα όσα έχει να μας εξιστορήσει και να μας διδάξει μουσικά, και να το προσθέσουμε στο λεξιλόγιό μας.
Το πού θα γείρει εν τέλει το πλοίο, και πού θα καταλήξει ο ήχος μας, είναι μια ευχάριστη έκπληξη που αναμένουμε να δούμε στη πορεία μας.
M.G.: Το πρώτο σας full-length άλμπουμ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ονομάζεται “Steam City” και συνοδεύεται από ένα artwork με φουτουριστική, steampunk αισθητική. Θέλετε να μας πείτε περισσότερο για το «σύμπαν» στο οποίο κινείται το άλμπουμ;
Το σύμπαν στο οποίο κινείται το άλμπουμ είναι συνάμα μακρινό και πολύ κοντινό ταυτόχρονα. Η «Πόλη του Ατμού» είναι μια πλούσια, εξελιγμένη τεχνολογικά, πολιτισμικά και οικονομικά κοινωνία, που βρίσκεται στο μεταίχμιο της ακμής και της παρακμής της.
Ένα συντριπτικά μειοψηφικό ποσοστό των κατοίκων της επωμίζεται τον πλούτο και τις υπηρεσίες της, πάνω στις πλάτες μιας πλειοψηφίας που εργάζεται σκληρά, καθημερινά και αδιάκοπα, σε μια συνθήκη επιβίωσης, για να παράξει την ομορφιά και τον πλούτο αυτής της πόλης. Οι κοινωνικές διαφορές είναι τεράστιες, η διαφθορά και η διαπλοκή καλπάζει, άλλα η μαγεία δεν έχει χαθεί από τον κόσμο αυτόν, ούτε από την σκέψη των κατοίκων της -μια μαγεία που συμβολίζει την δύναμη της αγνής φαντασίας, της ελπίδας και όσων πάντα στη διάρκεια της ιστορίας οραματίζονταν έναν δικαιότερο, ομορφότερο κόσμο.
Όπως καταλαβαίνετε, η «Πόλη του Ατμού» είναι μια αλληγορία. Οι ιστορίες, από την Αρχαία Ελλάδα, αποκτούσαν πολύ μεγαλύτερη ισχύ και παλμό όταν η διήγησή τους γινόταν μέσω συμβολικών μύθων και αλληγοριών.
M.G.: Η διαδικασία ηχογράφησης και παραγωγής ενός ντεμπούτου είναι σημείο-σταθμός στης ζωή ενός συγκροτήματος. Περιγράψτε μας αυτήν τη διαδικασία από τη δική σας σκοπιά. Και αν θέλετε, πείτε μας δύο λόγια και για το πρωτόγνωρο συναίσθημα του να κυκλοφορήσετε για πρώτη φορά κάποιο υλικό, με το “Azule Tapes” του 2022.
Η διαδικασία της ηχογράφησης είναι τελείως διαφορετική από αυτήν του live και η αλήθεια είναι πως, όταν πρωτοβρεθήκαμε στο στούντιο, δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα για το πώς λειτουργεί και τι να προσέξουμε.
Είχαμε την τύχη να συνεργαστούμε με έναν πολύ βοηθητικό παραγωγό και αντίστοιχο τεχνικό ήχου/μίξης/master, τον Κωνσταντίνο Κοφίνα, από το Blueberry Productions, και τον Μάριο Αποστολακούλη, από το 11 Grey Studios. Και οι δυό τους μας κατεύθηναν με τις γνώσεις και την εμπειρία τους, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά να αρχίσουμε να αποκτούμε την δική μας εμπειρία, η οποία χρόνο με το χρόνο μάς βοηθάει να στήνουμε καλύτερα τον ήχο που θέλουμε να παράξουμε σε ηχογραφήσεις και παραγωγές, καθώς και να έχουμε μία πιο σαφή εικόνα του τελικού ηχητικού αποτελέσματος που επιζητούμε.
Το συναίσθημα όταν ακούς για πρώτη φορά ένα δικό σου δημιούργημα, βγαλμένο από τους προσωπικούς σου πόνους, οράματα και μεράκι, να αποκτά υλική μορφή, είναι σαφώς υπέροχο.
Είναι σαν να συνειδητοποιείς πώς ξαφνικά ένα κομμάτι του εαυτού σου αποκτά υλική μορφή και έχεις την δυνατότητα να αγγίζεις, με κάποιον μαγικό τρόπο, μέρη, ανθρώπους, ή και εποχές που δεν θα μπορούσες ποτέ να προσεγγίσεις αλλιώς.
M.G.: Το άλμπουμ έχει έντονα επίκαιρο χαρακτήρα, με το κομμάτι “Stray” να περιγράφει το ταξίδι μίας κοπέλας προς το θάνατο στη μοιραία αμαξοστοιχία των Τεμπών, ενώ και στο “6th of December” η θεματολογία είναι, νομίζω προφανής. Νομίζω ότι είναι μία πρωτοτυπία το να βλέπουμε ένα ελληνικό τζαζ σχήμα να σχολιάζει τόσο ανοιχτά και πολιτικοποιημένα τα τεκταινόμενα στη χώρα μας. Προσωπικά ένιωσα ένα ευχάριστο «παραξένισμα» βλέποντας τέτοιες θεματικές να κουμπώνουν με τζαζ-swing ήχους και όχι π.χ. με πανκ ή χιπ χοπ. Πώς ήταν για εσάς αυτό το «πάντρεμα»;
Το πάντρεμα αυτό ήταν ένα σαφές αποτέλεσμα της δικής μας πορείας και προέλευσης.
Επιλέξαμε ώς σημείο εκκίνησης την Swing και την Latin, καθώς μας ενώνει η Jazz μουσική μας παιδεία και αγάπη, αλλα είμαστε αντίστοιχα και παιδιά μιας γενιάς που μεγάλωσε με Ηip Hop, Punk, Reggae και τις θεματολογίες που συχνά πλαισιώνουν αυτές τις μουσικές.
Δεν θα μπορούσαμε να μην κουβαλούμε και τις δικές τους γνώσεις, εμπειρίες και, σαφώς, να τις αναδείξουμε σε κάποιες δουλειές μας.
Ιδίως όσον αφορά το κοινωνικοπολιτικό πάντρεμα, είναι σαφές πώς κάθε άνθρωπος και καλλιτέχνης, ζεί, επιβιώνει, καθορίζεται, επηρεάζεται και μεγαλώνει σε μια κοινωνία με πολιτική υπόσταση.
Θέλοντας και μη, λοιπόν, είναι και αυτός ένα πολιτικό όν, είτε ενεργό είτε ανενεργό, είτε συνειδητά είτε όχι. Ομοίως και η δουλειά κι η τέχνη που παράγει, είναι επίσης κομμάτι αυτης της κοινωνίας.
Δεν μπορεί να απέχει, λοιπόν, η πραγματικότητα που βιώνει στην καθημερινότητά του ο δημιουργός από την πραγματικότητα που θα αποτυπώσει και στην τέχνη του. Ακόμη και αν ο ίδιος δεν το συνειδητοποιεί, αυτό συμβαίνει ακούσια.
Και στην περίπτωση μας, δεν θα μπορούσαμε να απέχουμε από γεγονότα που σημάδεψαν τόσο καθοριστικά την γενιά μας, στον τόπο που μεγαλώσαμε, και συνεχίζουμε να βλέπουμε, όπως αυτά της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, του εγκλήματος των Τεμπών και, δυστυχώς, πολλά ακόμη.
M.G.: Στο “By The Docks” διηγείστε την ιστορία ενός συνταξιούχου ναυτεργάτη που το σύστημα ξεζούμισε για δεκαετίες, ρουφώντας του χρόνο και σωματική δύναμη, για να το απορρίψει τελικά όταν δεν είχε τη σωματική δύναμη να ανταπεξέλθει. Επειδή νομίζω ότι όλοι είμαστε λιγότερο ή περισσότερο «ναυτεργάτες» τη σήμερον ημέρα, εσείς πώς διαχειρίζεστε χρονικά και ψυχολογικά το συνδυασμό δουλειάς και μουσικής δημιουργίας;
Είναι μια πάρα πολύ δύσκολη διαδικασία, ιδίως αν κανείς αναλογιστεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα όλοι στο κομμάτι της επιβίωσης μας.
Στην εξίσωση αυτή θα πρέπει να κρατήσετε υπόψιν πως, για εμάς τους μουσικούς, την συντριπτική πλειοψηφία του χρόνου που εργαζόμαστε, είτε μελετάμε, είτε συνθέτουμε. Είναι χρόνος δουλειάς με πολύ μεράκι, αλλά απλήρωτος, γιατί στην Ελλάδα σε αντίθεση με άλλες χώρες όπως η Γαλλία, η στήριξη στους μουσικούς, και τους καλλιτέχνες εν γένει, είναι σχεδόν μηδαμινή.
Αυτό που μας κινεί όμως είναι η αγάπη για το υλικό μας, την τέχνη μας, καθώς και το μοναδικό συναίσθημα ολοκλήρωσης που θα γευτείς όταν ακούσεις για πρώτη φορά έναν ήχο που είχες οραματιστεί να παίρνει υλική μορφή, ή ένα τραγούδι να ολοκληρώνεται με συνισταμένες που ούτε φανταζόσουν μέσα από την συνεργασία σου με άλλους μουσικούς που θαυμάζεις.
Αυτό σε κάνει το επόμενο πρωί να θέλεις να δώσεις πάλι όλο τον χρόνο σου στην τέχνη που αγαπάς.
M.G.: Στο ενεργητικό σας έχετε και κάποιες διασκευές. Πώς επιλέξατε τα κομμάτια που διασκευάσατε;
Κατά βάση γινόντουσαν και γίνονται κάποιες προτάσεις στις πρόβες από μέλη της μπάντας. Κάποια κομμάτια στην πορεία παρέμειναν και κάποια έφυγαν. Πάντα ήταν όμως κομμάτια που είχαν στοιχεία που τα συσχετίζουν με την έως τώρα μουσική μας ταυτότητα.
M.G.: Τι μπορεί να περιμένει κάποιος που θα έρθει να σας δει ζωντανά;
Ενέργεια, πολύ ρυθμό και αυτοσχεδιασμό. Κυρίως μπορεί να έρθει σε επαφές με μουσικές που σπανίζουν στον ελληνικό χώρο ιδίως με τόσο πολυμελή σχήματα.
Μπορεί να περιμένει πώς θα πάρει μια γεύση από τις μουσικές ζυμώσεις που έγιναν στον Νέο Κόσμο, απέναντι από τον Ατλαντικό, από τους σκλάβους, τους αποίκους και τους ιθαγενείς των τόπων αυτών.
Ζυμώσεις που έθεσαν την ρυθμική, αρμονική και μελωδική βάση για το σύνολο της σύγχρονης μουσικής.
M.G.: Στο δρόμο παίζετε; Και αν ναι, ποια είναι η αίσθηση που αποκομίζετε συγκριτικά με τα κλειστά venues;
Παλαιότερα παίζαμε, τον τελευταίο καιρό όχι τόσο, κυρίως λόγω φορτωμένου προγράμματος των μελών.
Ο δρόμος είναι πιο αυθεντικός, πιο ειλικρινής, ο ακροατής θα σε προσέξει μονάχα αν τον αγγίξεις, αν συνδεθεί κάτι με την μουσική που του προσφέρεις.
Είσαι πιο εκτεθειμένος και ώς εκ τούτου είναι και μια πολύ καλή άσκηση εαυτού για κάθε μουσικό.
M.G.: Μία στερεοτυπική αλλά δικαιολογημένη δήλωση πολλών συγκροτημάτων της Θεσσαλονίκης τελευταία αφορά το «ταβάνι» της πόλης σε χώρους, ανθρώπους και ευκαιρίες στο μουσικό στερέωμα. Σε ποιο βαθμό εσείς συμφωνείτε ή διαφωνείτε, με βάση το δικό σας βίωμα;
Συμφωνούμε απόλυτα. Η σκληρή αλήθεια αυτής της πόλης είναι πώς αν θες να κάνεις ένα βήμα παραπέρα, από άποψη αναγνωρισιμότητας, προβολής και δουλειάς, επιβάλλεται να κατέβεις στην Αθήνα.
Τα μαγαζιά, η όρεξη του κοινού, καθώς και η οικονομική του άνεση ώστε να επενδύσει σε συναυλίες με είσοδο, είναι όλα περιορισμένα. Τα ίδια τα μαγαζιά, και ιδίως οι πιο μικροί χώροι, δυσκολεύονται πολύ να τα βγάλουν πέρα και να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις.
Δυστυχώς αυτός ο κύκλος δεν σπάει εύκολα.
Είναι πολύ πιο εύκολο να μην επενδύσουν σε ζωντανή μουσική και απλά να αρκεστούν σε έναν DJ ή μια playlist στο spotify.
Δυστυχώς όμως, έτσι φτωχαίνουμε πολιτισμικά. Το βαρέλι, μέχρι τώρα, δεν δείχνει να έχει πάτο, αφού κάθε χρόνο οι χώροι πολιτισμού της πόλης γίνονται όλο και λιγότεροι.
Αυτό είναι ένα πρόβλημα όμως που έχει τις ρίζες του σε πολύ πιο γενικευμένες καταστάσεις κοινωνικής και οικονομικής σήψης, στις οποίες προφανώς, οι καλλιτέχνες θα είναι διαχρονικά τα πρώτα θύματα, σε μια κοινωνία που δεν ορίζει την τέχνη ώς ανθρώπινη ανάγκη και αξία, αλλά ως πολυτέλεια.
M.G.: Για ποια άλλα «λιμάνια» θα σαλπάρετε από εδώ και πέρα;
Στο μέλλον η ομπρέλα της Urca ευχόμαστε να συνεχίσει να εξελίσσει τον ήχο της, τις δημιουργίες της, και να είναι μια κολεκτίβα που θα ενσωματώνει νέες συνεργασίες, ανθρώπους με οράματα ιδέες και έμπνευση, από κάθε γωνιά του πλανήτη.
Πρώτος μας μεγάλος στόχος προς το παρόν είναι να καταφέρουμε να κατέβουμε Αθήνα και από εκεί σε άλλα σημεία της Ελλάδας, απλώνοντας τους ήχους μας σε κάθε γωνιά της χώρας.
Οι Urca De Lima εμφανίζονται στον Καφωδείο Ελληνικό (πάνω όροφος, Ελ. Βενιζέλου 45, Θεσσαλονίκη). Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια εδώ.