Σήμερα που μιλάμε (που διαβάζετε το παρόν, δηλαδή), υπό άλλες, φυσιολογικές κατά το παρελθόν, συνθήκες θα βρισκόμουν στο Λονδίνο για μια τρεχάλα. Μια τρεχάλα οργανωμένη με τα όλα της: χρονόμετρα, θεατές, κλειστούς δρόμους, φωτογραφικές μηχανές (κινητά κατά βάση), σφυρίγματα, παλαμάκια κλπ. Θα έτρεχα ένα από τα πιο όμορφα δεκάρια της Ευρώπης που διοργανώνεται κάθε χρόνο στην καρδιά της Μητρόπολης του Λονδίνου από την ASICS.
Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω όλα τα δεδομένα που είχα, όταν έκλεινα συμμετοχή, εισιτήρια και ξενοδοχείο: ήμουν υγιέστατος, καλά προπονημένος και έμπειρος από αθλητικά ταξίδια (έχοντας τρέξει πάνω από 15 αγώνες στο εξωτερικό). Μια και δυο και βουρ, έκλεισα εισιτήρια, ξενοδοχεία, συμμετοχή στον αγώνα και χάρηκα που είχα κάτι να περιμένω. Θα έτρεχα - φανταζόμουν - επιτέλους ένα δυνατό δεκάρι, κάνοντας ίσως κι ένα προσωπικό ρεκόρ. Επίσης, κατά την προσφιλή μου συνήθεια, είχα αποφασίσει να μην το πω και σε κανέναν, να ταξιδέψω μόνος δίχως Instagram, Facebook και λοιπούς «χαφιέδες».
Δείτε τώρα τι συνέβη έκτοτε: τραυματίστηκα και έκτοτε παλεύω να επανέλθω. Ακόμα κι αν άλλαζε μόνο αυτό, δεν θα μπορούσα να το ευχαριστηθώ το δεκαράκι. Έπειτα, πλάκωσε η πανδημία, σε μεγάλη μάλιστα έξαρση στη Λόντρα. Αλλά, ακόμα κι αψηφούσα και τον COVID, οι πτήσεις ματαιώθηκαν κι έμεινα ρέστος να προσπαθώ να αλλάξω ημερομηνίες, δίχως συγκεκριμένο σκοπό και δίχως ορίζοντα επανόδου στην (όποια) κανονικότητα.
Δεν σας λέω κάτι που δεν γνωρίζετε ήδη. Ούτε γκρινιάζω. Δεν θα κλείσω έτσι. Θα γράψω το εξής: η ζωή δεν κοιτάει πίσω. Ούτε πρέπει να νοσταλγεί φανατικά. Ό,τι έγινε, έγινε. Όσο συνεχίζεται το έργο, πρέπει να κοιτάμε μπροστά όσα θα ζήσουμε. Για όσα πέρασαν, μην κλαις. Ούτε και για χυμένο γάλα (που έλεγαν και οι γιαγιάδες). Δεν πρέπει να θες να γυρίσεις στα παλιά. Πρέπει να ανυπομονείς για κάθε επόμενη (γελαστή - ελπίζω) ανηφόρα.
Βουρ, γαμώτο. Βουρ!