Sad Lovers & Giants

Sad Lovers & Giants: Μια post-punk φλόγα που δεν σβήνει ποτέ

Πώς είναι να γνωρίζεις τους παιδικούς σου ήρωες; Λίγο πριν προσγειωθούν στην Αθήνα, ο Άκης Καλλόπουλος μίλησε με τους Sad Lovers & Giants για τα ρευστά όρια ανάμεσα στο εναλλακτικό και το mainstream, την αποθέωση της «παλιάς» μουσικής και την άσβεστη δημιουργική τους φλόγα, που ίσως θα είχε σβήσει αν γίνονταν πιο διάσημοι.

Διαβάστηκε φορες

Ήταν η εποχή που κυκλοφορούσα πιτσιρικάς στο "Blow Up", το "Stereodisc" και άλλα δισκάδικα της Θεσσαλονίκης, προσπαθώντας να βρω μουσικά τη θέση μου κάπου μεταξύ των Iron Maiden, των U2, των Led Zeppelin και των Smiths. Και ένα από τα πολλά άλμπουμ που φούντωσαν την αγάπη μου για την post-punk, παρόλο που σαν γνήσιος 80s έφηβος είχα ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά μου σε αυτό που τότε ονομαζόταν στερεοτυπικά "hard rock", ήταν το "The Mirror Test" των Sad Lovers & Giants

Άπειρες οι προσωπικές στιγμές που πέρασα με αυτό το άλμπουμ στο background του δωματίου μου ή του μυαλό μου. Και να που ήρθαν έτσι τα πράγματα, που 35 χρόνια μετά είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με την ταλαντούχα πεντάδα από το Watford της Αγγλίας. Συγκεκριμένα με τον τραγουδιστή-στιχουργό Garçe Allard, τον ντράμερ Nigel Pollard και τον κιθαρίστα Tony McGuinness. Η συζήτηση προέκυψε πολύ πλούσια και ενδιαφέρουσα, και τη μοιράζομαι με χαρά!


MixGrill: Καλησπέρα! Αρχικά, σας ευχαριστώ για το χρόνο που αφιερώνετε για αυτήν τη συνέντευξη. Πρέπει να σας πω ότι η προετοιμασία αυτής της συνέντευξης ήταν μάλλον συγκινητική για μένα, γιατί το άλμπουμ σας “The Mirror Test '' μού έχει προσφέρει μερικές από τις καλύτερες μουσικές αναμνήσεις της εφηβείας μου, και με «ταρακουνά» ακόμα και σήμερα!

Ας πάμε στις ερωτήσεις:

Θα εμφανιστείτε και πάλι στην Αθήνα, αυτήν τη φορά για το Death Disco Open Air Festival. Νιώθω ότι σαν συγκρότημα έχετε έναν ιδιαίτερο δεσμό με το ελληνικό κοινό. Πώς το εξηγείτε αυτό; Επίσης, μπορείτε να μας πείτε τι θα απολαύσουμε όσοι σας δούμε από κοντά αυτήν τη φορά;

Nigel Pollard: Πράγματι, όταν παίξαμε πρώτη φορά στην Αθήνα το 2009, ήρθαμε σε επαφή με ένα κοινό που μας καλοδέχτηκε και ήταν ενθουσιώδες προς τις μουσικές μας. Βασικά, εκπλαγήκαμε από το πόσο θερμή ήταν η υποδοχή. Σε ό,τι αφορά αυτό το live, φέτος γιορτάζουμε 40 χρόνια από την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ μας, “Feeding The Flame”, και θα το παίξουμε ολόκληρο, μαζί με άλλα επιλεγμένα κομμάτια μας.

M.G.: Ανήκετε σε μία μουσική γενιά που εκπροσωπήθηκε από εξαιρετικούς καλλιτέχνες. Και αν μου επιτρέπετε, είστε ίσως μία από τις πιο παραγνωρισμένες μπάντες αυτής της περιόδου, ένα από τα πιο κρυφά διαμάντια της. Πιστεύετε ότι η μπάντα άξιζε περισσότερα ή είστε ικανοποιημένοι με τον αντίκτυπο και τη δημοφιλία που έχετε, προτιμώντας γενικά να διατηρείτε ένα χαμηλό προφίλ σαν καλλιτέχνες;

Garçe Allard: Από μία άποψη, ήταν καλό που είχαμε ένα χαμηλό προφίλ, γιατί έτσι μπορέσαμε και κάναμε τα πράγματα με το δικό μας τρόπο. Αν ήμασταν πιο γνωστοί, σίγουρα θα είχε μπει στη μέση ένα πιο εμπορικό label, που θα μας ασκούσε πίεση να γράφουμε περισσότερη μουσική πιο γρήγορα. Έτσι όπως είμαστε τώρα, δεν γράφουμε μουσική για να τηρήσουμε τα deadlines, για αυτό και τα κομμάτια μάς προκύπτουν καλύτερα.

N.P.: Νομίζω ότι όλοι μας θα θέλαμε να είχαμε μεγαλύτερη απήχηση στα πρώτα μας χρόνια ως μπάντα. Όμως, με το πέρασμα του χρόνου όλοι καταλάβαμε ότι το πιο σημαντικό για τους fans μας είναι ακριβώς αυτή η πιο low-profile, προσωπική οπτική που ακολουθούμε στο πώς κινούμαστε σαν μουσικοί. Και είναι τόσο ικανοποιητικό το ότι τα τραγούδια μας παραμένουν επίκαιρα ακόμα και σήμερα! Αν είχαμε μεγαλύτερη απήχηση, μπορεί και να είχαμε σταματήσει πολύ νωρίτερα! 

M.G.: Και πώς είναι για εσάς το να παραμένετε ενεργοί τόσα χρόνια; Ποια είναι τα κίνητρα που δεν αφήνουν την προσωπική σας φλόγα να σβήσει; Είναι τα ίδια κίνητρα που είχατε στην αρχή ή υπήρξε κάποια εξέλιξη;

N.P.: Δεν νομίζω ότι είναι κανονική φλόγα, αλλά μάλλον μια ήπια φλογίτσα που αναζωπυρώνεται κατά καιρούς εδώ και 40 χρόνια. Δεν ξέρω αν σαν μπάντα υπήρξε μία τέτοιου είδους εξέλιξη, περισσότερο υπήρξε ένα καταστάλαγμα στον καθαρά προσωπικό μας ήχο, που έγινε κομμάτι του DNA μας. Πάντως, μπορώ να πω ότι όταν η φλογίτσα αναζωπυρώνεται, τότε καίει για τα καλά!

G.A.: Δεν ξέρω, Nige… Εγώ νομίζω ότι έστω και λίγο υπήρξε εξέλιξη, γιατί η σύνθεση της μπάντας άλλαξε. Συμφωνώ ότι ο προσωπικός μας ήχος είναι κομμάτι του DNA μας. Αλλά αφήστε με να το σκεφτώ… Ίσως προσθέσω κάτι αργότερα.

M.G.: Εννοείται. Πάμε σε κάτι άλλο. Πολλές από τις μπάντες που άνθησαν την ίδια περίοδο με εσάς, πίσω στα ‘80s, εξακολουθούν να γοητεύουν πολλούς ανθρώπους, τόσο παλιούς fans αλλά και πολύ νεότερο κόσμο, που δεν είχαν καν γεννηθεί τότε. Πώς το εξηγείτε αυτό;

N.P.: Μάλλον πρέπει να ρωτήσεις εκείνους. Κάθε fan έχει διαφορετική ερμηνεία για τους στίχους, που μπορεί να είναι πολύ βαθιά και ειλικρινής ταυτόχρονα. Πιστεύω πως σε ό,τι αφορά εμάς αυτή η διαχρονική απήχηση οφείλεται στο πώς η μουσική και οι στίχοι συμπληρώνουν το ένα το άλλο, προσελκύοντας τον ακροατή στον κόσμο μας. Μάλλον η μουσική μας δεν έχει ημερομηνία λήξης!

G.A.: Θεωρώ ότι είναι απλά αγνή νοσταλγία για μία χαμένη «χρυσή εποχή», που από πολλές απόψεις πράγματι ήταν. Αλλά αν βγάζαμε σήμερα ένα άλμπουμ με τα στάνταρ παραγωγής των ‘80s, δεν θα το έπαιρναν και τόσο τα σοβαρά.

Tony McGuinness: Το καλό με το Spotify και τις πλατφόρμες γενικά είναι ότι στο μάτι του χρήστη όλες οι μουσικές φαίνονται ίδιες, είτε κυκλοφόρησαν το 1983 είτε το 2023. Οπότε, δεν υπάρχει το στίγμα στην παλιά μουσική όπως κάποτε, που τα “oldies” φαίνονταν πράγματι παλιακά, χωμένα μέσα σε σκονισμένες, σπασμένες θήκες CD στο πίσω μέρος ενός δισκοπωλείου ή σε κάποιον ραδιοφωνικό σταθμό στα βραχέα. Σήμερα η παλιά μουσική είναι το ίδιο κουλ με την καινούργια, και επίσης αφού ανακαλύψεις μια παλιά μπάντα μπορείς να βρεις πολύ περισσότερα για αυτήν συγκριτικά με τα νέα ονόματα: περισσότερα βίντεο στο YouTube, περισσότερο «περιεχόμενο». 

Άρα, κατά έναν ειρωτικό τρόπο, οι παλιές μπάντες έχουν ένα προβάδισμα σε σχέση με τις παλιές, για πρώτη φορά στη μουσική ιστορία! Για αυτό και είδαμε πρόσφατα τους Blur να κάνουν δύο sold-out συναυλίες στο Wembley 20 χρόνια αφότου διαλύθηκαν, χωρίς να έχουν δημιουργήσει κάτι εξίσου μεγάλο μουσικά στο μεταξύ.

M.G: Πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις! Εσάς, κάνοντας μία αναδρομή, πόσο σας λείπουν τα πρώτα χρόνια του συγκροτήματος; Και σε ποιον βαθμό διαφέρουν αυτά τα χρόνια από το σήμερα; Επίσης, τι θετικά και τι αρνητικά θα εντοπίζατε σε κάθε περίοδο;

N.P.: Τα πρώτα μας χρόνια ήταν γεμάτα ενέργεια, bravado και δημιουργικότητα. Ήμασταν αρκετά απονήρευτοι, απλά θέλαμε να είμαστε σαν τους μουσικούς που θαυμάζαμε. Παίζαμε συναυλίες χωρίς σταματημό για τα πρώτα δύο χρόνια και εντέλει εξαντληθήκαμε και απογοητευτήκαμε που δεν είχαμε «απογειωθεί». Ήταν λες και πήραμε φόρα στον αεροδιάδρομο και οι μηχανές μας έσβησαν μόλις πήγαμε να απογειωθούμε! Μας λείπει η νιότη μας, αλλά και απ’ την άλλη δεν μεγαλώσαμε και ιδιαίτερα. Όταν παίζουμε, αισθανόμαστε 21 χρονών ξανά!

T.G.: Ακόμα ζούμε τα απόνερα του 20ου αιώνα, τότε που οι δημοφιλείς μουσικοί ήταν μάλλον λίγοι, τότε που κυκλοφορούσαν περίπου 50 νέα singles τη βδομάδα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι καλύτεροι από αυτούς προμοτάρονταν από τα ΜΜΕ και γίνονταν αστέρες.

Σήμερα κυκλοφορούν περίπου 600.000 κομμάτια τη βδομάδα, δεν υπάρχουν πραγματικά μαζικά, επιδραστικά Μέσα, όπως κάποτε, και όλοι ακολουθούν διαφορετικούς καλλιτέχνες, που είναι «διάσημοι» για αυτούς αλλά άγνωστοι για τους υπόλοιπους. Ευτυχώς για εμάς, στο flat μουσικό τοπίο του Spotify, οι παλιές, ιστορικές μπάντες έχουν ήδη ένα story από πίσω σε σχέση με τους νεότερους. Το είπα και πριν. Οπότε, εμείς απολαμβάνουμε μία δεύτερη περίοδο αναγνωρισιμότητας, ίσως ακόμα μεγαλύτερη από τα πρώτα μας χρόνια. Αλλά δεν θα μπορούσαμε να έχουμε αυτήν την περίοδο χωρίς τα ‘80s, οπότε είναι αλληλοεξαρτώμενο όλο αυτό.

G.A.: Συχνά όταν μας κάνουν αυτήν την ερώτηση υπάρχει η υπόνοια ότι δεδομένα θεωρούμε τα ‘80s ως την εποχή της δόξας μας (που δεν το πιστεύουμε) και κατ’ επέκταση η μουσική μας πορείας αναλύεται μέσα από ένα στενό πρίσμα 10 ετών, σαν να μην μετράει τίποτα άλλο μετά. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται ξεκάθαρα στην εμμονή με ό,τι αφορά τα ‘80s, που φυσικά δεν μπορώ να την κατακρίνω, αφού και εμείς ωφελούμαστε από αυτήν!

M.G.: Το στυλ της μουσικής και των στίχων σας δημιουργεί μια ατμόσφαιρα που μπορεί να χαρακτηριστεί το λιγότερο… γλυκόπικρη. Πώς καταλήξατε σε αυτό το στυλ; Ίσως είχε να κάνει με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην πόλη ή ευρύτερα στη χώρα σας;

G.A.: Σε άλλες συνεντεύξεις έχω μιλήσει για την αίσθηση του γλυκόπικρου και ατελέσφορου που αφήνουν τα κομμάτια των Sad Lovers & Giants, και την έχω συνδέσει με το πρελούδιο του Wagner στο έργο «Τριστάνος Και Ιζόλδη». Το κομμάτι ανήκει στα μέσα του 19ου αιώνα και θεωρήθηκε ριζοσπαστικό τότε, γιατί ο Wagner χρησιμοποίησε μία αντίστοιχου ύφους συγχορδία, η οποία μοιάζει να μην καταλήγει ποτέ κάπου και δημιουργεί ένα σχεδόν απάλευτο συναίσθημα αναμονής. Μάλλον ο Wagner θα εκτιμούσε τη μουσική μας!

Φυσικά, η γλυκόπικρη ατμόσφαιρα στα κομμάτια μας δεν είναι τόσο έντονη όσο στην όπερα του Wagner. Υπάρχει περισσότερο μία τάση προς τη μελαγχολία μέσα από τους στίχους μας, ανακατεμένη με cinematic συνθεσάιζερ και κιθάρες, και όλα αυτά δημιουργούν μία αίσθηση ανοιχτής περιπλάνησης στο μυαλό των ακροατών μας.

Δεν νομίζω ότι το στυλ μας προήλθε από την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη χώρα μας. Μάλλον προήλθε από το γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ακούγαμε συγκροτήματα όπως οι The Cure, οι Joy Division και οι Simple Minds. Μετά αγοράσαμε ένα string synth που μας έκανε να ακουγόμαστε σαν εκείνους, και τελικά το αξιοποιήσαμε για να φτιάξουμε τη δική μας ατμόσφαιρα. 

Οι στίχοι μου παίζουν και αυτοί το ρόλο τους στην ατμόσφαιρα. Πάντοτε έχω υπάρξει ένας κάτα κάποιον τρόπο μελαγχολικός άνθρωπος που αγαπά την ποίηση, τη μουσική και την Τέχνη γενικότερα, με γούστρα που ρέπουν προς το Goth. Συνεπώς, δεν είναι και περίεργο που το γράψιμό μου έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Η μουσική μας είναι το τέλειο σκηνικό για αυτά που εκφράζω σαν τραγουδιστής και στιχουργός.

Νομίζω ότι το να γράφει κανείς για την ατελή φύση της ίδιας της ζωής δείχνει μία ευφυΐα που οι άλλοι εκτιμούν. Δεν νομίζω ότι θα πήγαινε πολύ καλά η μπάντα μας με το όνομα Happy Lovers & Giants.

M.G.: Συμφωνώ. Και για να έρθουμε τώρα στο σύνολο της δισκογραφίας σας, παρόλο που μάλλον θα είναι δύσκολο να διαλέξετε από μια τόσο εκτεταμένη δισκογραφία, ποιο από τα άλμπουμ σας σας ικανοποιεί περισσότερο (ή λιγότερο); Υπάρχει κάτι που θα κάνατε διαφορετικά στη δημιουργική σας πορεία;

G.A.: Το πιάσαμε και νωρίτερα αυτό το θέμα. Μου φαίνεται ότι η δημιουργική μας πορεία άλλαξε σταδιακά μέσα στα χρόνια, εν μέρει λόγω της τεχνολογίας (πλέον όλοι μας μπορούμε να ηχογραφούμε κομμάτια από τα σπίτια μας) και εν μέρει λόγω των αλλαγών στο lineup, που έφεραν νέα μέλη με ικανότητες και ιδέες.

Δεν θα άλλαζα τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκε κάποιος δίσκος. Κρίνω ότι καθετί είχε τη σημασία του όπως έγινε. Π.χ. το ότι υπογράψαμε στη Midnight Music, που ήταν ένα νέο indie label, και όχι σε μια μεγάλη δισκογραφική ήταν απαραίτητο κομμάτι του ταξιδιού που μας έφερε εδώ που είμαστε. Και το «εδώ» είναι ωραίο σε γενικές γραμμές.

Υπάρχει ένα ποίημα του Robert Frost  με τίτλο “The Road Not Taken”, που καταλήγει ως εξής:, “two roads diverged in a wood, and I - I took the one less traveled by, and that has made all the difference”. Νομίζω ότι αυτός είναι ένας εύστοχος στίχος για να περιγράψω το ταξίδι των Sad Lovers & Giants.

N.P.: Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κάποιο άλμπουμ μας με το οποίο να είμαστε δυσαρεστημένοι, αν και φυσικά κάποια κομμάτια είναι πιο δυνατά από άλλα. Ίσως στα πρώτα άλμπουμ η παραγωγή να μπορούσε να είναι σε υψηλότερα στάνταρ, αλλά όλοι μαθαίναμε τότε.

M.G.: Στα τέλη του 1981 ηχογραφήσατε ένα session στο BBC με το γνωστό ραδιοφωνικό παραγωγό John Peel. Εδώ και πολλά χρόνια ο Peel θεωρείται ιερό τέρας στη μουσική βιομηχανία και έχει προσφέρει απεριόριστη βοήθεια σε άπειρους μουσικούς. Θα ήθελα να μοιραστείτε την εμπειρία σας μαζί του.

N.P.: Δεν τον γνωρίσαμε ποτέ από κοντά δυστυχώς. Ήμασταν όλοι μας θαυμαστές της εκπομπής του, που έδινε φωνή σε ανερχόμενες μπάντες με έναν τρόπο που τα mainstream ραδιόφωνα δεν το έκαναν. Αυτό το session μάς έδωσε ένα καλό πάτημα για την είσοδό μας στην indie σκηνή και πολλοί αιώνιοι fans μας θυμούνται ότι ήταν εκεί που μας πρωτοέμαθαν.

G.A.: Όταν ο John Peel έφυγε από τη ζωή, η προσωπική του συλλογή από δίσκους έγινε διαθέσιμη στο ίντερνετ. Είδαμε ότι είχε άλμπουμ μας στη συλλογή του, και μάλιστα είχε κρατήσει σημειώσεις στο πλάι του εξωφύλλου για συγκεκριμένα κομμάτια μας. Τα άλμπουμ κυκλοφόρησαν μετά το session, οπότε φαντάζομαι ότι και εκείνος μας αγάπησε χάρη σε αυτό. 

Προσωπικά, θυμάμαι ελάχιστα από την όλη διαδικασια αλλά θυμάμαι ότι ηχογραφήσαμε τέσσερα ολοκαίνουργια τραγούδια. Οι περισσότεροι θα προτιμούσαν να προμοτάρουν τα πρώτα πετυχημένα τους singles, που στη δική μας περίπτωση ήταν τα “Imagination”, “Things We Never Did” και “Colourless Dream”. Εμείς, απ’ την άλλη, παίξαμε κομμάτια που ήταν τόσο καινούργια και αδοκίμαστα, που δεν προλάβαμε να τους δώσουμε καν τίτλο. Το ένα από αυτά, λοιπόν, το είπαμε προσωρινά "There Was No Time”. Άραγε αυτό ήταν μια αφελής επιλογή ή σημάδι καλλιτεχνικής ειλικρίνειας;

M.G.: Κατά την άποψή μου, ακόμα ένα παραγνωρισμένο, αν όχι εγκληματικά υποτιμημένο συγκρότημα της γενιάς σας είναι οι The Sound. Έχετε καθόλου λεπτομέρειες να μοιραστείτε από τη σχέση σας με την μπάντα; Και φυσικά, λίγες λέξεις για τον Adrian Borland, τον ηγέτη της, που ήταν πολύ χαρισματικός;

G.A.: Ανοίξαμε τους The Sound στο The Venue στο Λονδίνο μόλις πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ μας “Garden Music”. Παρακολούθησα και το soundcheck και τη συναυλία τους. Ήταν μια τρομερή live μπάντα, που με έκανε να καταλάβω ότι, ακόμα και αν δεν παίζεις “rock n’ roll”, μπορείς να κάνεις ένα δυνατό show. Και ότι οι Sad Lovers, με τη σκυθρωπή και reflective μουσική μας, μπορούσαμε να ψυχαγωγήσουμε τον κόσμο.

Δεν μίλησα στον Adrian, αλλά τον είδα να κάνει το στήσιμο και να τεστάρει κάποια από τα κομμάτια, και μου φάνηκε ένας άνθρωπος με πολύ αυτοπειθαρχία και αυτοπεποίθηση. Αυτό που δεν ήξερα τότε ήταν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ψυχικά, αν και όταν ακούς το “I Can’t Escape Myself” γίνεται ξεκάθαρο το θέμα για το οποίο τραγουδούσε…

Να πούμε με αφορμή αυτό ότι υπάρχει ένα βραβευμένο ντοκιμαντέρ που λέγεται “Walking In The Opposite Direction” και εξηγεί πολλά για την προσωπικότητα του Adrian. Γνώρισα τον παραγωγό στην πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ στο Λονδίνο, γίναμε φίλοι και τελικά παίξαμε και σε ένα live που διοργάνωσε στο Ρότερνταμ. Επίσης, για όποιον ενδιαφέρεται, αυτήν την περίοδο χρηματοδοτεί ένα βιβλίο για τον Adrian, γραμμένο από τον επίσης φίλο μας Simon Heavisides. 

Ο Adrian Borland δεν έμοιαζε με ροκστάρ και δεν ήθελε να γίνει ροκστάρ. Όμως, είχε περισσότερο ταλέντο από πολλούς. Προτείνω και την ταινία και το βιβλίο, όταν κυκλοφορήσει.

M.G.: Θα τα έχω υπόψη. Και μιας και λέμε για ντοκιμαντέρ, να πούμε ότι το τραγούδι σας “Colorless Dream” είναι στο soundtrack ενός ντοκιμαντέρ για τον Andy Warhol στο Netflix, το “Andy Warhol Diaries”. Μιας και είστε ένα συγκρότημα που του αρέσει να κάνει τα πράγματα με το δικό του τρόπο, αναρωτιόμουν αν και το να συμπεριληφθείτε σε μια ψηφιακή πλατφόρμα μέσω ενός ντοκιμαντέρ είναι ένας τρόπος να προσεγγίσετε ένα πιο μαζικό και νέο κοινό. Είναι μήπως η σωστή στιγμή για να εκτοξευθεί η αναγνωρισιμότητά σας;

G.A.: Νομίζω ότι αυτό έχει ήδη συμβεί, γιατί βλέπω ότι πάνω από 100.000 άνθρωποι το μήνα ακούν τη μουσική μας. Ωστόσο, το ότι το “Colourless Dream” μπήκε στο Netflix είναι μάλλον ό,τι πιο κοντινό σε “mainstream” μπορεί να μας συμβεί. Και αυτό είναι ευχάριστο, γιατί δείχνει ότι πράγματι έχουμε μια καλή θέση σε αυτό που αποκαλούμε '80s μουσική.

M.G.: Τέλεια! Αφήνω την τελευταία ερώτηση ανοιχτή σε εσάς. Μπορείτε να μοιραστείτε ελεύθερα μαζί μας κάποιο μήνυμα, ευχή, ανάμνηση, οτιδήποτε. 

G.A.: Το 1982 κυκλοφορήσαμε το “Epic Garden Music”. Παίξαμε μπροστά σε οκτώ άτομα στο Κολέγιο του Huddersfield, έχοντας βιώσει την απόρριψη από μεγάλη μερίδα του βρετανικού μουσικού Τύπου για το νέο άλμπουμ. Και ενώ φορτώναμε τα πράγματά μας στο βαν για το μεγάλο ταξίδι πίσω στο Watford, είπα στους άλλους: «Παιδιά, δεν έχει σημασία πόσοι άνθρωποι ήταν στο κοινό απόψε. Αν υπάρχει έστω ένας που γίνει οπαδός μας και το πει και σε άλλους, άξιζε».

Τώρα που θα σταθώ μπροστά σε εκατοντάδες πρόσωπα στην Αθήνα, θα γυρίσω και θα πω στη νεαρή εκδοχή του εαυτού μου: «Είδες; Δίκιο είχες που το πίστευες».


Οι Sad Lovers & Giants θα εμφανιστούν αύριο, 22 Ιουλίου 2023, στο Death Disco Open Air Festival, μαζί με τους Youth Valley, Ploho, Lebanon Hanover, VNV Nation, Kalte Nacht, Rue Oberkampf και Selofan. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια εδώ.


Διαβάστε ακόμα