Ο Steve Albini, μηχανικός ήχου (και όχι μουσικός παραγωγός, όρος που απεχθανόταν εντόνως) ήταν πολλά παραπάνω από ένας τύπος που έβαλε το χεράκι του στους περισσότερους rock και punk rock δίσκους με τους οποίους μεγαλώσαμε εμείς που γεννηθήκαμε προς το το τέλος της δεκαετίας του 70. "Surfer Rosa" των Pixies, "Rid Of Me" της P.J. Harvey, "In Utero" των Nirvana, αλλά και Iggy & The Stooges, Jesus Lizard, Jason Molina, μέχρι και τους δικούς μας Bokomolech περιποιήθηκε (με την παραγωγή στο "Xero").
Αν τραβήξει κάποιος μια ευθεία γραμμή από τον John Peel, περάσει από την έκρηξη των Fugazi και της straight edge punk σκηνής της Washington, φτάσει στην άνθηση της σκηνής του grunge και την ηχητική πρωτοπορία συγκροτημάτων όπως οι Shellac, μοιραία θα πέσει πάνω στον Albini. Τον απόφοιτο δημοσιογραφίας του αμερικανικού πανεπιστήμιού Northwestern, σκοπίμως προκλητικό και εριστικό τα χρόνια του γυμνασίου αλλά και αργότερα (στην ιστορία που μοιράζεται ο Alex Petridis του Guardian αναφέρει πως στα δεκαεπτά του και ύστερα από ένα τροχαίο ατύχημα που είχε ο Albini, οι συμμαθητές του τον έπαιρναν τηλέφωνο όχι για περαστικά, αλλά για να του πουν πως χαίρονται που πόναγε).
Είναι αυτή ακριβώς η αντιφατική προσωπικότητα του που τον έκανε δύσκολο στη συνεργασία και άκαμπτο σε όσα πίστευε. Από τη μανία όλων των μουσικών να μοιάσουν στους Beatles (μάταιο), την κτηνώδη φύση της μουσικής βιομηχανίας, την επιμονή του να πληρώνεται μόνο για την παραγωγή ενός δίσκου (σαν υδραυλικός, όπως έλεγε) και όχι εσαεί από τα δικαιώματα, αλλά και το αγκάλιασμα τόσων και τόσων συγκροτημάτων που έβρισκαν μουσική στέγη στο Electric Audio, το στούντιο που διατηρούσε στο Chicago από το 1997. Είναι η τρομερή παρακαταθήκη των Big Black, των οποίων τα άλμπουμ "Atomiser" και "Songs About Fucking" οριοθέτησαν σε μεγάλο βαθμό το hardore, noise rock της δεκαετίας του '80 και όχι μόνο. Είναι όμως και το κακόγουστο αστείο των Rapeman (το χειρότερο όνομα μπάντας ever), που ξεπέρασε τα όρια ακόμα και για αυτόν τον εκ φύσεως συγκρουσιακό άνθρωπο.
Σε αρκετές συνεντεύξεις του αναμετρήθηκε με τα λάθη του παρελθόντος, που προέκυψαν, όπως τελικά συνειδητοποίησε, από τη μη παραδοχή από μέρους του πως όντας λευκός, άντρας και προνομιούχος Αμερικανός, δεν ήταν σε θέση να υποστηρίζει πολλά από αυτά που έλεγε. Αναπόφευκτα, στοιχεία μισογυνισμού, κεκαλυμμένου ρατσισμού και αδιαλλαξίας, τον συντρόφευσαν για πολλά χρόνια. Πάντα, όμως, οι προθέσεις του ήταν καλές, κάτι που τελικά τον επανάφερε σε μια ισορροπία. Μια ισορροπία που δεν έχασε ποτέ στην μουσική του διαδρομή. Και είναι για αυτή που θα τον θυμόμαστε.
Όταν τον είχαν ρωτήσει πώς θα ήθελε να φύγει από την ζωή, ο Steve Albini, που πέθανε στις 8 Μάϊου από ανακοπή καρδιάς στα εξήντα ένα του χρόνια, είχε απαντήσει πως θα ήθελε να αφήσει πίσω του «ένα βουνό από μισοτελειωμένα σκατά, κάποιον να περιμένει στην γραμμή του τηλεφώνου να του απαντήσει και την κονσόλα στο στούντιο ακόμα ζεστή».
Αποστολή εξετελέσθη Steve.