Το να αποφασίσεις να γράψεις ένα κείμενο για μια από τις πιο επιδραστικες μπάντες που έβγαλε ποτέ η Αμερική, ειδικά για μια μπάντα που παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή σου, σίγουρα δεν είναι ένα τόσο απλό και εύκολο εγχείρημα. Όταν έχει, μάλιστα, αυτή η μπάντα έναν leader όπως η περσονα του σπουδαίου Jeffrey Lee Pierce, τότε η κατάσταση είναι ακόμη πιο ιδιαίτερη.
Ο κύβος, όμως, ερρίφθη και θα το επιχειρήσουμε, όχι ως προσπάθεια μιας νοσταλγικής ρετροσπεκτίβας ή ακόμη και «μνημόσυνου», αν προτιμάτε, αλλά σαν μια απόπειρα να φέρουμε την μπάντα σε επαφή με ένα νεότερο κοινό. Ένα νεότερο κοινό που πιθανώς θα ενδιαφερθεί να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για μια μπάντα που προσωπικά θεωρώ ότι θα τις άξιζε ευρύτερη αναγνώριση και επιτυχία. Αλλά ποιος είπε ότι ζούμε σε έναν δίκαιο κόσμο;!
Τώρα, αν οι λίγο μεγαλύτεροι σε ηλικία νιώσετε και μια νοσταλγία, ε, αυτό δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητα και κακό.
Όλα, εξάλλου, έχουν κάποιο λόγο που συμβαίνουν με τον τρόπο που συμβαίνουν...
Πρώτα βήματα, πρώτες αποχωρήσεις
Οι Gun Club δημιουργήθηκαν από τον Jeffrey Lee Pierce, τραγουδιστή, κιθαρίστα και δημιουργό των τραγουδιών τους στο Los Angeles. Υπήρξαν ενεργοί από το 1979 έως το 1996 και θεωρήθηκαν από τους πρώτους στην punk rock υποκουλτούρα, χάρη σε ένα εξαίσιο μπαστάρδεμα στον ήχο τους, που πάντρεψε το αμερικάνικο punk με το blues, το rockabilly όσο και την country.
Ειδικά το πώς πέρασαν τον ήχο των blues μέσα στις δικές τους μουσικές θεωρώ ότι δεν είναι εύκολα εξηγήσιμο, ακόμα και σήμερα που πέρασαν τόσες δεκαετίες. Δεν είναι καθόλου περίεργο ότι οι ίδιοι θεωρούσαν πως «κήρυτταν τα νοήματα της blues» (“preaching the blues”). Πραγματικά, για κήρυγμα πρόκειται, μιας και πολλά από τα αξεπέραστα τραγούδια τους τα ακούς με μια θρησκευτική ευλάβεια!
Ίσως, λοιπόν, ένας κάλος ορισμός για τον ήχο τους να είναι punk blues, αν και πολλοί τούς είχαν χαρακτηρίσει και ως ένα psychobilly συγκρότημα.
Σπουδαίο ρόλο έπαιξε, βέβαια, και η παρουσία άλλης μιας θρυλικής μορφής στα τεκταινόμενα του συγκροτήματος, η οποία παρέμεινε από τα πρώτα βήματα μέχρι και αρκετό καιρό αργότερα. Ο λόγος, βεβαία, για τον ένα και μοναδικό Brian Tristan, γνωστότερο βεβαία στα κυκλώματα ως Kid Congo Powers, επικεφαλής του fan club των Ramones. Σε αυτό το σημείο, βεβαία, να αναφέρουμε ότι ο J. L. Pierce υπήρξε πρόεδρος του fan club των Blondie στη Δυτική Ακτή και η Debbie Harry κατέληξε μεγάλο αντικείμενο θαυμασμού για τον ίδιο.
To συγκρότημα δημιουργήθηκε αρχικά το 1979 με το όνομα Creeping Ritual και τον Απρίλιο του 1980 το άλλαξαν σε Gun Club, μετά από προτροπή του τότε συγκατοίκου του Jeffrey και τραγουδιστή των Circle Jerks, του Keith Morris.
Τον Ιούνιο του 1980 υπήρξαν αλλαγές στη σύνθεση, μιας και αποχώρησαν οι Don Snowden και ο Brad Dunning, σε μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα, και αντικαταστάθηκαν από τους Rob Ritter και Terry Graham των Bags.
Το Νοέμβρη του 1980 αποχώρησε, όχι με τις καλύτερες των συνθηκών, και ο Kid Congo Powers, για να προσχωρήσει στους τιτανοτεράστιους Cramps. Αντικαταστάθηκε από τον lead και slide κιθαρίστα Ward Dotson (πρώην μέλος στους Der Stab).
Τα δύο πρώτα άλμπουμ και η «μούσα» Debbie Harry
Στις 31 Αυγούστου του 1981, οι Gun Club κυκλοφόρησαν για τη Ruby Records (κάτι σαν παράρτημα της Slash Records) τον πρώτο τους δίσκο με τον τίτλο “Fire Of Love”. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές, μιας και για πρώτη φορά υπήρξε, με έναν ιδιάζοντα τρόπο, η μίξη του punk με το blues. Τα τραγούδια του δίσκου αποτελούν κομψοτεχνήματα και ορόσημα για το rock ‘n roll όπως δεν το είχαμε ακούσει ποτέ ως τότε και ίσως ούτε και μέχρι τις μέρες μας. Όλη η θεματολογία ή —γιατί όχι;— ακόμα και η παραφιλολογία της αγαπημένης μας μουσικής παρελαύνει μέσα από τραγούδια πνιγμένα στο αλκοόλ, τον καπνό, το σεξ και τα ναρκωτικά, με τον J. L. Pierce να ξεγυμνώνει μπροστά μας την άβυσσο που είχε στην ψυχή του και να ψάχνει τη λύτρωση με όποιον τρόπο υπήρχε —ακόμα και τα βουντού!
Οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί του κλίματος του δίσκου: “Sex Beat”, “Preaching The Blues”, “She's Like Heroin To Me”, “Fire Spirit”, “Jack On Fire”. Όλα μια απόπειρα να κατευνάσει τους δαίμονές του και μαζί και τους δικούς μας.
Οι σχέσεις που αποκτήσαμε ως ακροατές και πιστοί fans των Gun Club έμελλε να μην διαρραγούν ποτέ, ακόμα και στα χρόνια μετά τη διάλυσή τους. Έρωτας, λοιπόν, με την πρώτη ματιά, όμως παράφορος και σχιζοφρενικός...
Τον Απρίλιο του 1982 το σχήμα υπέγραψε για την Αnimals Records του κιθαρίστα των Blondie Chris Stein. Ουσιαστικά, ήταν κάτι σαν παράρτημα της Chrysalis Records για να ηχογραφήσουν το δεύτερο δίσκο τους, “Miami”, κάτι που οδήγησε το συγκρότημα να παραμείνει για κάποιο διάστημα στην Νέα Υόρκη.
O Stein ανέλαβε και χρέη παραγωγού, με την Debbie Harry να κάνει πολλά από τα backing vocals. Όμως, και πάλι προέκυψαν ανακατατάξεις στην σύνθεσή τους, μιας και ο Rob Ritter αποχώρησε και παρέδωσε το μπάσο στην Patricia Morrison (από τους Legal Weapon). Επίσης, και πάλι μετά από διαπληκτισμούς, ο J. L. Pierce έδειξε την πόρτα της εξόδου στους Graham και Dotson. Για τη φυγή του Rob Ritter, να πούμε ότι βασική αιτία ήταν η ενασχόλησή του με το άλλο του γκρουπ, τους 45 Grave.
Επίσης, και αυτή η νέα κυκλοφορία συνοδεύτηκε από πολλές και καλές κριτικές. Περιέχει μερικά τραγούδια που συνέβαλαν ακόμα περισσότερο στο μύθο που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομα των Gun Club. “Carry Home”, “Watermelon Man”, “Bad Indian”, η καταπληκτική διασκευή στο “Run Through The Jungle” και το σπουδαίο “Mother Of Earth” μερικά από τα διαμάντια του δίσκου.
Οι ασταμάτητες αλλαγές στο lineup και το μικρό «στρογγύλεμα» του ήχου τους
Τον Ιανουάριο του 1983 οι Graham και Dotson αντικαταστάθηκαν από τον Jim Duckworth (των Tav Falco's Panther Burns) και τον Dee Pop (των Bush Tetras). Παράλληλα, ηχογράφησαν το EP “Death Party”, μια ηχογράφηση που έγινε με εντελώς πρόχειρο σχεδιασμό και σε ένα κενό που υπήρχε στο στούντιο από ένα άλλο συγκρότημα. Εδώ στην σύνθεση βρίσκουμε τον μπασιστα Jimmy Joe Uliand στη θέση της Morrison και την Linda "Texacala" Jones στα backing vocals.
Μετά από ένα διάστημα οκτώ μηνών, επιστρέφει στα τύμπανα ο Graham στη θέση του Pop και ο ήχος μπορεί να θεωρηθεί ως μια συνέχεια των προηγούμενων δίσκων τους.
Τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, όμως, και ενώ θα μετέβαιναν στην Αυστραλία για τουρ, παραιτούνται και αρνούνται να ανέβουν στο αεροπλάνο τόσο ο Duckworth όσο και ο Graham, κάτι που αναγκάζει να πάρουν την θέση τους ο drummer Billy Pommer Jr. και ο Spencer P. Jones από την support μπάντα της περιοδείας, από ένα όνομα πραγματικά θρύλο της αυστραλέζικης σκηνής: τους υπέροχους The Johnnys. Επίσης, έχουμε την επιστροφή του Powers στις κιθάρες. Mε την επιστροφή τους στην Αμερική, ο Terry Graham ξαναπαίρνει την θέση του πίσω από τα τύμπανα.
Οι συνεχείς εναλλαγές μελών είναι κάτι που δείχνει ότι γενικώς κάθε άλλο παρά ηρεμία και σταθερότητα υπήρχε στις τάξεις του συγκροτήματος. Προσωπικά, πιστεύω ότι αυτό είχε να κάνει με τον τόσο ιδιαίτερο, πολύπλοκο χαρακτήρα και ψυχισμό του ίδιου του Pierce. Όπως θα δούμε και παρακάτω, αυτό συνεχίστηκε μέχρι και την οριστική διάλυση του συγκροτήματος.
Aν και είπαμε ότι η ηχογράφηση του “Death Party” έγινε κάπως στο πόδι, έχει πολύ αξιόλογα κομμάτια. Προσωπικά, ξεχωρίζω τα “The Light Of The World” και το “Gone Back Jim”.
Στις 25 Ιουνίου του 1984 ήρθε ο καιρός για την ηχογράφηση του τρίτου τους ολοκληρωμένου δίσκου, του “The Las Vegas Story”, με την επιστροφή του Kid Congo Powers στις κιθάρες και με έναν πιο διαφοροποιημένο ήχο σε σχέση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους, ίσως σε μια απόπειρα να κάνουν ένα άνοιγμα και σε ένα πιο ευρύ ακροατήριο. Για μια ακόμη φορά ο Graham παραιτείται ξανά μετά από ένα live στο Παρίσι το Σεπτέμβρη του 1984. Με τόσες αποχωρήσεις και comebacks, μάλλον έσπασε ένα ρεκόρ που κανείς άλλος μουσικός δεν μπόρεσε να καταρρίψει!
Το άλμπουμ, πάντως, είναι πολύ ενδιαφέρον στην ολότητά του και δύσκολα ξεχωρίζεις κάποιο τραγούδι. Αν και με πιο «στρωτό» ήχο στην παραγωγή, έχει τις ιδιόμορφες στιγμές του, με τραγούδια όπως τα “Walkin' With The Beast” και “The Stranger In Our Town”.
Τον Ιανουάριο του 1985 το συγκρότημα διαλύθηκε, με τον J. L. Pierce να βρίσκεται στο Λονδίνο με τη μετέπειτα φιλενάδα του Romi Mori. Μετά τη διάλυση του συγκροτήματος, ο Pierce ακολουθεί solo καριέρα ως Jeffrey Lee Pierce Quartet με πρώην μέλη από τους The Cure και τους Roxy Music. Το 1985 κυκλοφόρησε το δίσκο με τον τίτλο “Wildwood” και δημιούργησε ένα νέο σχήμα για να προωθήσει τον δίσκο, με τη Mori πλέον στην κιθάρα και τον Nick Sanderson των Clock DVA στα τύμπανα.
Τον Οκτώβρη του 1986 δημιουργήθηκε ξανά το γκρουπ, με τον Powers στις κιθάρες, τη Mori στο μπάσο και τον Sanderson στα τύμπανα. Έτσι, στις 19 του Οκτώβρη 1987 ηχογράφησαν μια καταπληκτική νέα δουλειά με τον τίτλο “Mother Juno”, που βρήκε τον Robin Guthrie των Cocteau Twins στην παραγωγή ενός δίσκου και δέχτηκε πολύ καλές κριτικές. Νομίζω ότι αυτό το άλμπουμ αποτελεί μια σύνδεση με το παρελθόν των The Gun Club, σε τραγούδια όπως τα “Bill Bailey”, “Lupita Screams”. Ακόμα, υπενθυμίζει την αγάπη του J. L. Pierce για τα blues, με το μοναδικό “Yellow Eyes”.
Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε το “Breaking Hands”, ένα τραγούδι στο οποίο φαίνεται έντονα η επιρροή του Robin Guthrie, μιας και θυμίζει πολύ τους Cocteau Twins. Πρόκειται ίσως για το πιο ιδιαίτερο τραγούδι του δίσκου.
Τα προβλήματα υγείας και η αρχή του τέλους
Ακολουθεί ο κατά σειρά πέμπτος δίσκος τους, “Pastoral Hide And Seek”, ο οποίος κυκλοφορεί την πρώτη του Οκτώβρη 1990. σε παραγωγή του ίδιου του J. L. Pierce. Στην παραγωγή και αυτού του δίσκου επιλέχθηκε ένας πιο στρωτός κιθαριστικός ήχος, ίσως σε μια ακόμη προσπάθεια της μπάντας να προσεγγίσει ένα μεγαλύτερο κοινό. Πάντως, και αυτός ο δίσκος περιέχει μερικά πολύ ενδιαφέροντα στην ανάπτυξή τους τραγούδια, όπως τα “The Straits Of Love & Hate” και “St. John’s Divine”.
Ακόμα μία αποχώρηση του Sanderson το Δεκέμβρη του ίδιου έτους, ο οποίος όμως θα επιστρέψει τον Αύγουστο του 1991 για την ηχογράφηση του δίσκου “Divinity”, που κυκλοφόρησε για το label της Νew Rose Records. Ένας δίσκος που αξίζει και με το παραπάνω, απλά και μόνο που περιέχει μέσα του ένα τραγούδι το οποίο δεν βρίσκω λέξεις να περιγράψω: το ανυπέρβλητο “Sorrow Knows”.
Για την υπόλοιπη χρονιά το συγκρότημα παρέμεινε ανενεργό λόγω της επιδεινούμενης υγείας του Pierce ο οποίος χρειάστηκε να νοσηλευθεί κατά την διάρκεια των ταξιδιών του στην Ινδία και το Βιετνάμ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1991 είχε κυκλοφορήσει και δουλειές με το Βρετανό μουσικό Cypress Grove.
Το κύκνειο άσμα και η μεγάλη μουσική κληρονομιά
Το Φλεβάρη του 1993, ως τρίο πλέον, με τον ίδιο στις κιθάρες και τα φωνητικά, τη Mori στο μπάσο και το Sanderson στα τύμπανα, θα κυκλοφορήσουν τον τελευταίο δίσκο των Gun Club στις 20 του Σεπτέμβρη, με την προσχώρηση του Robert Marche (πρώην μέλος των Subway Sect και Jo Boxers) στις κιθάρες. Ο τίτλος του: "Lucky Jim".
Επρόκειτο για το κύκνειο άσμα μιας από τις πιο επιδραστικές μπάντες που γνώρισε ποτέ ο κόσμος του rock ‘n roll και όχι μόνο. Έμελλε να έχει μερικά πολύ καλά και εμπνευσμένα τραγούδια, που έκλιναν περισσότερο προς το μεταγενέστερο ήχο του συγκροτήματος. Τι να πρωτοπεί κανείς για τα “Lucky Jim”, “Cry To Me” (άλλο ένα «διαστρεβλωμένο» blues), “Idiot Waltz”, “Desire”;
Το Μάη του 1994 ο Jeffrey χώρισε με τη Romi, η οποία αποχώρησε από το γκρουπ μαζί με το Sanderson, και το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς δημιουργήθηκε ένα νέο lineup με τον Marche, τον Efe στο μπάσο και τον Simon Fish στα τύμπανα. Το οποίο line up διήρκησε μέχρι και τον Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς.
Η προτελευταία σύνθεση των Gun Club, η οποία έδωσε δυο live στο Los Angeles τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, αποτελούνταν από τον J. L. Pierce, τον Kid Congo Powers, τον Mike Martt (από τους Tex And The Horseheads) και στη rhythm section της μπάντας του τον κιθαρίστα Wayne Kramer (MC5), τον μπασίστα Randy Bradbury και τον drummer Brock Avery.
Το οριστικό line up με την Elizabeth Montague έδωσε το τελευταίο show στην ιστορία των Gun Club στο συναυλιακό χώρο του Palace στο Hollywood, στις 18 Δεκέμβρη του 1995.
Στις 25 του Μάρτη του 1996 o J. L. Pierce βρέθηκε αναίσθητος στο σπίτι του πατέρα του στο Salt Lake City στην Utah και νοσηλεύθηκε, παραμένοντας σε κώμα, μέχρι το θάνατό του από εγκεφαλική αιμορραγία στις 31, βάζοντας οριστικά τέλος σε μια από τις πιο επιδραστικές και ιδιαίτερες μπάντες που γνώρισε όχι μόνο η rock ‘n roll σκηνή αλλά η μουσική γενικότερα.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι Gun Club μνημονεύονται από χιλιάδες κόσμου, ότι πάρα πολλά μεταγενέστερα συγκροτήματα διασκευάζουν τραγούδια τους και ότι πολλές εκδηλώσεις διοργανώνονται προς τιμήν τους.
Προσωπικά μιλώντας, αποτελούν μια μπάντα πραγματικό καταφύγιο ή κιβωτό, αν προτιμάτε. Καταφεύγω στους δίσκους τους σε χαρούμενες αλλά, ακόμα περισσότερο, σε δύσκολες στιγμές. Νομίζω ότι όσοι έχουμε γνωρίσει και αγαπήσει τους Gun Club έχουμε μια υπερφυσική σύνδεση τόσο με τα τραγούδια τους όσο και με τον ίδιο τον J. L. Pierce, έναν χαρισματικό καλλιτέχνη που έμελλε να βρει μπροστά του την ίδια του την ιδιοσυγκρασία και τους δαίμονές του. Αυτό ήταν τροχοπέδη στο να γνωρίσει την καταξίωση που του άξιζε. Ίσως, πάλι, να μην τον ένοιαζε και ποτέ κάτι τέτοιο. Ίσως να του έφταναν και με το παραπάνω αυτοί οι λίγοι πιστοί, που τόλμησαν να μοιραστούν τις ζωές τους με τον δικό του τόσο ιδιαίτερο και παράδοξο ίσως κόσμο.