Περιμένοντας τον Curtis Harding και τους μουσικούς του να εμφανιστούν στη σκηνή του Floyd, το μυαλό διέσχιζε αυτόματα την απόσταση μεταξύ των ατελείωτων φορών που το "I Won’t Let You Down" έπαιξε στα ραδιόφωνα της χώρας και της πρώτης επαφής του αυτιού με τη μουσική του Αμερικανού καλλιτέχνη μέσα από τον πρώτο (εξαιρετικό) δίσκο του "Soul Power". Έτσι, η ανυπομονησία έμοιαζε διάχυτη στον χώρο —ο οποίος στην πάροδο του χρόνου θα γέμιζε όλο και περισσότερο, με τον κόσμο να φτάνει τελικά έως τα όρια της σκηνής.
Ο καλλιτέχνης από το Michigan, εντυπωσιακά πιστός στο ανακοινωμένο του ραντεβού, εμφανίστηκε στη σκηνή στις 22:00 ακριβώς, καταγράφοντας με το κινητό του το γεμάτο ενθουσιασμό κοινό. Αφού αποδόθηκαν οι αναμενόμενοι χαιρετισμοί, οι μουσικοί ξεκίνησαν το πρόγραμμά τους παίζοντας το "Keep On Shining" από το debut album του Harding. Ο τελευταίος, συνοδεύοντας με τη φωνή και το ταμπουρίνο του, φαινόταν έτοιμος να απολαύσει κάθε λεπτό της βραδιάς, επιστρέφοντάς το πίσω στους ακροατές με ευγνωμοσύνη και πηγαία soul/funk διάθεση.
Παρόλαυτά, οι προσδοκίες σύντομα ανατράπηκαν. Η οποιαδήποτε προσφιλής διάθεση που εξέπεμπε η μπάντα αλλά και η ξεσηκωτική περιέργεια με την οποία αντιμετώπιζε τη βραδιά καλύφθηκε άμεσα από τη σύγχυση του ήχου, η οποία πήγαζε από τα ηχεία της σκηνής. Μετά από ένα μικρό small talk μεταξύ του τραγουδιστή και του κοινού σχετικά με την ελληνική πραγματικότητα της διασκέδασης, του φαγητού και του καιρού, και κατά την εκκίνηση του "Need My Baby", ο Harding έπαψε να ακούγεται με τον τρόπο που η -κατά τ’ άλλα κρυστάλλινη και διαπεραστική- φωνή του μας έχει συνηθίσει μέσα από την ψηφιακή επαφή μαζί της. Ούτε, όμως, και οι φιλότιμες προσπάθειες των μουσικών της σκηνής, που φαίνονταν να το απολαμβάνουν, δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από την ηχητική ανισορροπία που επικράτησε.
Η ερμηνεία άλλοτε μπλεκόταν με τις μπασογραμμές, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η καθαρότητα και των δυο, και άλλοτε έμενε πιο πίσω από τα δυναμικά και παρόντα κρουστά, με αποτέλεσμα να χάνεται. Σε τραγούδια, μάλιστα, που η μελωδική τους γραμμή απαιτούσε πιο στρωτά και γλυκά ηχοχρώματα, όπως τα "Explore" και "On And On", η μίξη οργάνων και φωνής ακουγόταν περισσότερο ανταγωνιστική παρά επικουρική και συμπληρωματική η μια της άλλης. Σε στιγμές επίσης όπου οι ψιλές τονικότητες του Harding έπρεπε να βγουν μπροστά (για παράδειγμα στα "Dream Girl", "Freedom") αυτές «πνιγόντουσαν» μέσα στη γενικότερη ακουστική σύγχυση.
Δεν έλειψαν οι στιγμές όπου τα πράγματα έδειξαν να βελτιώνονται, αλλά αυτό ήταν μάλλον κάποιες συγκυριακές, στιγμιαίες εναρμονίσεις των συχνοτήτων παρά μια στοχευμένη προσπάθεια βελτίωσης της ηχητικής κάλυψης της συναυλίας. Οι πολλαπλές απόπειρες αλλαγής θέσης που θα εξασφάλιζαν μια ίσως καλύτερη εμπειρία δεν απέδωσαν καρπούς. Δυστυχώς, φάνηκε πως το εάν προσπάθησαν οι επι σκηνής παρευρισκόμενοι να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους, ή αν όχι, δε θα αποδειχθεί ποτέ. Το πέπλο των μπερδεμένων και θολωμένων μουσικών κυμάτων, που έμοιαζε να έρχεται από κάπου πολύ βαθύτερα και όχι από την —μόλις λίγα μέτρα μακριά— μουσική σκηνή του Floyd, δεν άφησε περιθώρια περαιτέρω εμβάθυνσης, μιας και κάλυψε τα πάντα.
Η τύχη των πιο εμπορικών μεταξύ της δισκογραφίας του Harding "Need Your Love" και "I Won’t Let You Down" δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Έμοιαζαν κι εκείνα χαμένα εντός μιας ευρύτερης μουσικής ασάφειας. Το κοινό βέβαια, φάνηκε να τα διασκεδάζει, χωρίς να επιμένει αρκετά (ή όσο θα περίμενε κανείς) στο ηχητικό αποτέλεσμα. Ίσως η γενικότερη, διαχυτική αισθητικά παρουσία του Αμερικανού μουσικού να μπόρεσε να συνεπάρει το πλήθος σε μια πιο χαλαρή-ξέγνοιαστη από αυστηρές απαιτήσεις βραδιά.
Κλείνοντας, θα ήταν άδικο να μην καταγραφεί ξεχωριστά η εξαιρετική σύνδεση του κιθαρίστα που συνόδευε απολαυστικά τον Harding (και του οποίου το όνομα -δυστυχώς- δεν αναγράφεται σε κανένα σημείο της προώθησης της εκδήλωσης, προκειμένου να το μεταφέρουμε) με την κιθάρα του, ο οποίος σε κάθε στιγμή της εμφάνισης ήταν μουσικά παρόν, αναβαθμίζοντας κάθε ένα εκ των τραγουδιών της setlist. Το σολάρισμά του κατά το κλείσιμο της μπάντας (στην κατά τ’ άλλα αρκετά περιορισμένη συνολική διάρκεια των 70 λεπτών) ήταν ίσως το κορυφαίο σημείο της βραδιάς, καταφέρνοντας να διαπεράσει ακόμα και τον κακό ήχο μέσα από τον οποίο φιλτραριζόταν. Και αυτό τελικά, ίσως να είναι μια κάποια μουσική νίκη, εντός μιας ευρύτερα απογοητευτικής βραδιάς.
Οι φωτογραφίες ανήκουν στο Νικόλα Νταούτη και στο mixgrill.gr.