Κυριακή βράδυ στην αίθουσα τελετών του ΑΠΘ, μια ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα προσπαθούσε να χωρέσει στο πάλκο όπου άλλοτε συνωστίζονται οι απόφοιτοι της εκάστοτε ορκωμοσίας. Κοίταξα το κοινό από κάτω. Μιας κάποιας ηλικίας οι περισσότεροι, και αναρωτήθηκα τι έχουν να θυμούνται από την κυρία που αναμέναμε στο πάλκο: την pop αθωότητα των ‘80s, τη στροφή στο λαϊκό-έντεχνο τραγούδι των ‘90s ή τη στιβαρή jazz και κλασική σκευή που διατρέχει όλη της την πορεία;
Πάντως, η Αλέξια Βασιλείου ήταν εκεί για να μας προσφέρει αγαπημένες επιτυχίες από τη δεύτερη κατηγορία, βαθιά εμποτισμένες όμως με την τρίτη. Μετά τις 21:00, λοιπόν, διέσχισε την κατάμεστη αίθουσα και βρήκε το χώρο που της αναλογούσε στο πάλκο, πλάι στο μαέστρο Αναστάσιο Συμεωνίδη και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Ξεκίνημα με μία a capella εκδοχή του «Η Αγάπη Μας», από το δίσκο της «Τα Κλασικά» (1993), τον οποίο και θα ερμήνευε ολόκληρο στο πλαίσιο των Δημητρίων. Μετά από αυτήν την πρώτη εισαγωγή, εμφανώς συγκινημένη και με αρκετή συστολή, ευχαρίστησε όλους τους συνεργάτες που της συνέστησαν αυτό το κλασικό ελληνικό ρεπερτόριο με το οποίο στήθηκε ο δίσκος, από τον παραγωγό Μάκη Δελαπόρτα μέχρι τον ανυπέρβλητο Κώστα Καπνίση.
Και φυσικά, αφιερώθηκε ονομαστικά σε όλους και όλες τις μουσικούς που μας συντρόφευσαν εκείνο το βράδυ. Πρωτοστάτης ο Κύπριος Γιώργος Μορφίτης, που έγνεφε «ευχαριστώ» πίσω από το πιάνο, έχοντας αναλάβει τη μουσική προετοιμασία και τις διασκευές των κομματιών από τη συμφωνική. Στο πίσω μέρος, ο μπασίστας Λάκης Τζήμας μαζί με επίλεκτους μουσικούς από τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες και τη Βόρεια Ελλάδα, που αποτελούσαν το τζαζ ensmeble της βραδιάς με ντραμς, ακουστικό μπάσο και σαξόφωνα.
Στο πίσω μέρος της σκηνής, το γυναικείο φωνητικό σύνολο Voci Contra Tempo ανέλαβε να συνοδεύσει την ερμηνεύτρια σε πολλά από τα κομμάτια του δίσκου, όπως στο «Είσαι Παιδί Μου Πειρασμός» (Βλάση, λείπεις!), το «Μάμπο», το «Θέλω Κοντά Σου Να Μείνω» και το «Έχω Απόψε Ραντεβού» (αρχική συνεργασία με την επίσης αείμνηστη Ρένα Βλαχοπούλου).
Κατά τη διάρκεια της συναυλίας, η Αλέξια φρόντισε να εκφράσει σε όλους τους τόνους κάτι που λέει εδώ και τριάντα χρόνια σε συνεντεύξεις της: Είναι εδώ για να μπολιάσει και να υπηρετήσει το μεγαλείο της μουσικής, είτε αυτή είναι pop, είτε jazz, είτε soul, είτε λαϊκή. Η ίδια η αποψνή συναυλία, όπως και οι αντίστοιχες που έδωσε στην Κύπρο, είχε και έναν βαθιά προσωπικό χαρακτήρα για την ίδια, αφού απέτισε φόρο τιμής στη Θεσσαλονίκη που τη φιλοξένησε για κάποια χρόνια. Και η Θεσσαλονίκη τής ανταπέδωσε τις ευχαριστίες στο ακέραιο.
Σε μιάμιση ώρα και κάτι παραπάνω, είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε ολόκληρο το δίσκο, με εξαίρεση το «Χάλι Γκάλι» και το «Αν Θυμηθείς Τ’ Ονειρό Μου». Το τελικό αποτέλεσμα ήταν, φυσικά, αντάξιο του ταλέντου και της αρτιότητας όλων των μουσικών και της ερμηνεύτριας, με τα όποια μικροπροβλήματα να προέρχονται κυρίως από την ακουστική της αίθουσας, ειδικά για όσους καθόμασταν στους πλαϊνούς εξώστες.
Τα όσα έγιναν μετά τη συναυλία αξίζουν ειδικής αναφοράς. Πριν τη λήξη, η Αλέξια ευχαρίστησε μία οικογένεια από το Βόλο, που έρχεται, λέει, σε όλες τις ανεξαιρέτως τις συναυλίες στην Ελλάδα. Ήταν εκεί και εκείνο το βράδυ. «Σας ευχαριστώ πολύ, να προσέχετε στην επιστροφή και να γυρίσετε ασφαλείς». Αυτή ήταν μία μικρή πρόγευση της σχέσης που είχε η Αλέξια με τους θαυμαστές της και τους συνεργάτες της.
Το επόμενο 50λεπτο, ένα… φουσάτο όργωνε την αίθουσα πέρα-δώθε, ακολουθώντας την όπου πήγαινε! Μια ευχαριστία, μια φωτογραφία, ένα αυτόγραφο ζητούσαν και εκείνη έκανε ό,τι μπορούσε για να τους ικανοποιήσει όλους στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα κυπριακά. Την ίδια στιγμή, οι φύλακες προσπαθούσαν μάταια να αδειάσουν την αίθουσα για να την κλείσουν.
Τελικά, το «φουσάτο» κατέληξε έξω στο campus του ΑΠΘ, περιμένοντας την Αλέξια παρά το κρύο. «Μάλλον πρέπει να μετακομίσω πάλι Θεσσαλονίκη!», είπε γελώντας. Γνωρίζουμε ότι θα είναι δύσκολο να το κάνει αυτό, σε κάθε περίπτωση ελπίζουμε σύντομα να την ξανακούσουμε στα μέρη μας.
Οι φωτογραφίες ανήκουν στο Σάκη Γιούμπαση και το Φεστιβάλ Δημητρίων.