Γεννημένη στην Αθήνα, η Εβίτα Παπασπύρου είχε την ευκαιρία ήδη από την παιδική της ηλικία να ανέβει στο θεατρικό σανίδι. Εκεί βρήκε το φυσικό της χώρο, που την εμπλούτισε καλλιτεχνικά, ψυχικά και υπαρξιακά.
Υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του Θεάτρου Της Άνοιξης και αργότερα του Θεάτρου Μοντέρνοι Καιροί. Το 2006 ίδρυσε μαζί με τον Κώστα Νταλιάνη την ομώνυμη Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης, όπου διδάσκει Υποκριτική, Αυτοσχεδιασμό και Αγωγή του Προφορικού Λόγου. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη, με σπουδές κλασικού και μοντέρνου χορού και σπουδές τραγουδιού.
Αυτήν την περίοδο, πρωταγωνιστεί στον κάτι παραπάνω από κλασικό «Ματωμένο Γάμο» του Φεδερικό Γκαρθία Λόρκα, που ανεβαίνει στο Θέατρο Μοντέρνοι Καιροί, σε σκηνοθεσία Κώστα Νταλιάνη. Συνομιλήσαμε μαζί της για το έργο, την εμπειρία της υποκριτικής αλλά και το νεο-συντηρητισμό που συχνά παρατηρούμε στη σημερινή κοινωνία.
M.G.: Καλησπέρα σας, κ. Παπασπύρου. Σας ευχαριστούμε πολύ για αυτήν τη συνέντευξη. Από πολύ μικρή ξεκινήσατε να παίζετε στο θέατρο επαγγελματικά. Πώς είναι η ζωή ενός παιδιού που ασχολείται επαγγελματικά με τον χώρο της τέχνης;
Ε.Π.: Εγώ ήμουνα ενθουσιασμένη. Περνούσα υπέροχα. Αυτό κράτησε δύο χρόνια. Μετά σταμάτησα, γιατί οι γονείς μου ήθελαν να με προφυλάξουν. Εκ των υστέρων, σκέφτομαι πως είχαν δίκιο κι εγώ το ίδιο θα έκανα στη θέση τους, αλλά τότε, όταν σταμάτησα να παίζω, ένιωσα μεγάλη δυστυχία.
M.G.: Μπορείτε να μας αναφέρετε, και για ποιους λόγους, κάποιους ανθρώπους που έχετε ξεχωρίσει όλα αυτά τα χρόνια της πορείας σας στο θέατρο;
Ε.Π.: Πρώτα-πρώτα τους δασκάλους μου: Τον Πέλο Κατσέλη, την Αλέκα Κατσέλη και τη Νίκη Τριανταφυλλίδη. Ο καθένας με τον τρόπο του συνέβαλε σε αυτό που είμαι σήμερα. Τους κουβαλάω πάντα μαζί μου. Μετά, ο Κώστας Νταλιάνης, ο σκηνοθέτης της παράστασης. Βαδίζουμε χρόνια στο ίδιο καλλιτεχνικό μονοπάτι, συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλον με δημιουργικό τρόπο. Ο Κώστας Νταλιάνης είναι ένας σκηνοθέτης που εστιάζει στο ουσιώδες. Δεν υποκλίνεται στα εντυπωσιακά εφέ. Αλλά οι σκηνοθεσίες του έχουν πάντα κάτι μαγικό. Και κάτι πολύ σημαντικό: Απαιτεί από κάθε ηθοποιό —και το καταφέρνει— να δώσει τον καλύτερο εαυτό του.
M.G.: Παράλληλα με την υποκριτική ασχολείστε και με τη διδασκαλία, σε σχέση με το θέατρο. Πόσο διαφέρει να παίζεις από το να διδάσκεις θέατρο;
Ε.Π.: Για να διδάξεις δε φτάνει να είσαι καλός ηθοποιός, πρέπει να είσαι και καλός δάσκαλος. Να αγαπάς τον άνθρωπο που θέλεις να εκπαιδεύσεις. Και να τον αγαπάς, σημαίνει να τον πιστεύεις. Να πιστεύεις πως είναι ο καλύτερος μαθητή που θα μπορούσες να έχεις και να απαιτείς τα πάντα από αυτόν.
M.G.: Έχετε εργαστεί στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο. Στην καρδιά σας ποια είναι η ιεραρχία αυτών;
Ε.Π.: Μου αρέσει πολύ το ραδιόφωνο. Απολαμβάνω τον κινηματογράφο και την τηλεόραση όταν οι συνθήκες είναι καλές, πράγμα αρκετά σπάνιο. Αλλά η μεγάλη μου αγάπη είναι το θέατρο. Τίποτα δε συγκρίνεται με τη ζωντανή επαφή που νιώθεις στο θέατρο. Νιώθεις την ανάσα των ανθρώπων και αντιλαμβάνεσαι αμέσως την ανταπόκρισή τους. Στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, την αντίδραση του κόσμου την πληροφορείσαι. Στο θέατρο τη νιώθεις την ίδια εκείνη ώρα. Κι όχι μόνο τη νιώθεις αλλά και σε τροφοδοτεί.
M.G.: Πείτε μας δυο λόγια για Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης «Μοντέρνοι Καιροί» που έχετε δημιουργήσει με τον Κώστα Νταλιάνη.
Ε.Π.: Ιδρύσαμε αυτή τη σχολή επειδή πιστεύουμε πως έχουμε κάτι ουσιαστικό να προσφέρουμε στην εκπαίδευση του ηθοποιού. Αυτό που ορίζει τη φιλοσοφία της σχολής μας είναι: Παθιασμένη αφοσίωση στην τέχνη του θεάτρου —δασκάλων και μαθητών— διδασκαλία με μέθοδο και ομαδικό πνεύμα. Θέλουμε να εμπνεύσουμε τους μαθητές μας να είναι δημιουργικοί και αυτενεργοί. Εξάλλου ο τελικός στόχος κάθε δασκάλου —όπως και κάθε γονιού— είναι να κάνει τον εαυτό του περιττό.
M.G.: Τι σας έκανε να πείτε το «Ναι» στο ανέβασμα της θεατρικής παράστασης «Ο Ματωμένος Γάμος» του Γκαρθία Λόρκα;
Ε.Π.: Ο Λόρκα είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Η ποίηση του Λόρκα είναι κοφτερή, φτάνει κατευθείαν στην καρδιά, «στη σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής», όπως λέει ο ίδιος. Ο «Ματωμένος Γάμος», εκτός από ποιητικό αριστούργημα, είναι ένα συγκλονιστικό έργο. Υμνεί τον έρωτα ως μια παντοτινή επαναστατική δύναμη της φύσης και αποκαλύπτει μπροστά στα μάτια μας τα δεσμά με τα οποία αλυσοδένει η πατριαρχία άντρες και γυναίκες. Θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου που επιτέλους παίζω αυτό το ρόλο, σε αυτό το έργο.
M.G.: Πείτε μας δυο λόγια για την τραγική φιγούρα που υποδύεστε.
Ε.Π.: Ο ρόλος μου είναι Η Μάνα. Δεν έχει συγκεκριμένο όνομα μέσα στο έργο. Γιατί ο Λόρκα ήθελε σ’ αυτόν το ρόλο να καθρεφτίζεται κάθε μάνα της Ισπανίας.
Το συγκλονιστικό, όμως, είναι, ότι ενώ η Μάνα είναι βυθισμένη στο πένθος για το θάνατο του άντρα της και του μεγάλου της γιού, δεν μπορεί να βγει έξω από την υπεράσπιση των αξιών της πατριαρχικής κοινωνίας, που θέλει τον άντρα να θυσιάζει ακόμα και τη ζωή του για την τιμή του. Έτσι συμβάλλει κι αυτή στο θάνατο του μικρού της γιού. Του μοναδικού γιού που της έχει απομείνει.
M.G.: Το έργο αυτό περιγράφει την κοινωνία και τα ήθη και έθιμα της εποχής του. Ωστόσο και στην Ελλάδα του 2024 ακούμε για εγκλήματα τιμής ενώ όλοι μιλάνε για ισοπέδωση αξιών. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Ε.Π.: Ζούμε μέσα σε μια κοινωνία που είναι κατ’ επίφαση μόνο πιο προοδευτική και πιο ανεκτική. Μόλις ξύσεις το φλοιό, από κάτω ξεπηδάει μια πολύ συντηρητική κοινωνία, δεμένη στις αξίες της πατριαρχίας. Μέσα στην οικογένεια τα αγόρια μεγαλώνουν διαφορετικά από τα κορίτσια. Στο σχολείο η ανισότητα στην αντιμετώπιση συνεχίζεται. Ακόμα και στα παιχνιδάδικα, τα παιχνίδια για τα κορίτσια είναι ροζ και ανόητα. Τα πιο ενδιαφέροντα είναι για τ’ αγόρια. Και φυσικά, έχουν ευθύνη και οι ίδιες οι γυναίκες για το μεγάλωμα των παιδιών τους. Οι ίδιες οι γυναίκες είναι που υπερασπίζονται τις αξίες της πατριαρχίας.
M.G.: Κατά πόσον στην εποχή μας, και στην ελληνική κοινωνία, πιστεύετε πως είναι ριζωμένα ζητήματα τιμής και γιατί;
Ε.Π.: Πιστεύω πως τα ζητήματα τιμής, που φαντάζουν τόσο παλιά και ανούσια, τα συναντάς ακόμη και σε πολύ νέους ανθρώπους και εκπλήσσεσαι. Πιστεύω πως όλα ξεκινάνε από τη διαπαιδαγώγηση μέσα στο σπίτι. Θα έπρεπε βέβαια το σχολείο να συμβάλλει προς τη κατεύθυνση αλλαγής των τόσο παλαιωμένων αντιλήψεων. Αλλά δυστυχώς το σχολείο δεν ασχολείται με θέματα ουσίας. Πάρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως η ελληνική κοινωνία αλλάζει —πολύ αργά και βασανιστικά, αλλά αλλάζει. Είμαι αισιόδοξη. Ελπίζω πάντα στις νέες γενιές.
M.G.: Κατά πόσον, πιστεύετε, σήμερα στην ελληνική κοινωνία υπάρχει κοινωνική ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα και γιατί;
Ε.Π.: Όπως είπα και πριν, έχουμε πολύ δρόμο ακόμη για την κοινωνική ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα. Έχουν γίνει κάποια βήματα, αλλά δεν είναι αρκετά. Πρέπει όλοι να αγωνιζόμαστε γι’ αυτή την αλλαγή. Να μην αποδεχόμαστε ό,τι δε μας αρέσει. Να συζητάμε, να διαμαρτυρόμαστε και να διεκδικούμε αυτό που δικαιούμαστε.
M.G.: Στο συγκεκριμένο έργο ο έρωτας έρχεται σε αντίθεση με την κοινωνία. Αυτή είναι και μία πλευρά που ο Λόρκα στο έργο του εξυμνεί. Για ποιους λόγους θεωρείτε πως σήμερα θα άξιζε κάποιος να αψηφήσει τα πάντα;
Ε.Π.: Θα σας απαντήσω με μια φράση του έργου «Αίμα που το βλέπει το φως το πίνει η γη, αλλά καλύτερα να το πιει η γη παρά να το αφήνεις να σαπίζει μέσα σου» Πιστεύω ότι δεν πρέπει να ζούμε σαπίζοντας.
M.G.: Τι είναι αυτό που κάνει τον θεατή να αναζητά έργα κλασικών θεατρικών συγγραφέων να παρακολουθεί;
Ε.Π.: Είναι έργα καταξιωμένα, που αντέχουν στο χρόνο, που έχουν κάτι σπουδαίο να πουν σε κάθε καινούργια γενιά. Περιέχουν πανανθρώπινες αξίες, για τις οποίες όλοι μας διψάμε. « Ας μην το κρύβουμε, όλοι διψάμε για ουρανό» Όπως λέει ο Μίλτος Σαχτούρης
M.G.: Θεωρείτε πως το να μπαίνει ένας ερμηνευτής στο πετσί του ρόλου είναι θέμα ταλέντου ή εκμάθησης; Και πώς μπορεί ένας νέος άνθρωπος να πορευτεί σε αυτόν τον χώρο;
Ε.Π.: Ναι, πιστεύω πως είναι θέμα εκπαίδευσης του ηθοποιού. Ο ηθοποιός πρέπει να μάθει να παίζει με τα «σπλάχνα» του. Είναι θέμα εκπαίδευσης, αλλά πρέπει κι ο ηθοποιός να το θέλει να παίζει έτσι.
M.G.: Για ποιον λόγο, πιστεύετε πως υπάρχει διαχρονικότητα σε κάποια έργα παρόλο που αλλάζουν οι εποχές αλλά και οι τόποι;
Ε.Π.: Γιατί μπορεί να αλλάζουν οι εποχές και οι τόποι, αλλά κάποια προβλήματα παραμένουν. Όταν ένα έργο ασχολείται με ουσιαστικά θέματα, θέματα που δεν ανήκουν στην επικαιρότητα, αλλά αναφέρονται στη βαθύτερη ανθρώπινη ουσία, τότε παραμένουν διαχρονικά.
M.G.: Έχετε ενσαρκώσει στην επαγγελματική σας πορεία δύσκολους ρόλους, σε έργα όπως: «Όρια», «Ο Κύκλος Με Την Κιμωλία». Μετά από κάθε παράσταση τι ακριβώς κάνετε για να αποφορτιστείτε από δύσκολους ρόλους;
Ε.Π.: Τίποτα. Μετά την παράσταση είμαι αποφορτισμένη, ακριβώς επειδή έχω παίξει. Άλλωστε, γι’ αυτό δεν μπορώ να σταματήσω να παίζω. Επειδή νιώθω αυτή τη βαθιά υπαρξιακή ανακούφιση.
M.G.: Έχετε δηλώσει στο παρελθόν πως πιστεύετε στον «ανθρωπιστικό κοινωνικό ρόλο του Θεάτρου». Εσάς τι σας έχει δώσει πνευματικά η ενασχόληση αυτή;
Ε.Π.: Το θέατρο για μένα είναι μια διαρκής σπουδή πάνω στην ανθρώπινη φύση και στη ζωή. Το θέατρο με έμαθε να ζω καλύτερα.
M.G.: Κάποια από τα επόμενά σας σχέδια που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας;
Ε.Π.: Αυτή τη στιγμή είμαι βουτηγμένη μέσα στο «Ματωμένο Γάμο». Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο. Είμαι ερωτευμένη! Πώς να σας μιλήσω για μελλοντικές σχέσεις;!