(Καρεκλάδες εναντίον Ροκάδων Νο. 2)
Ήτανε 1975, πιτσιρικάς τότε εγώ, και στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης οι ροκ συναυλίες με ξένα ονόματα ήταν ακόμα ένα μακρινό όνειρο, κάτι που βλέπαμε σε φωτογραφίες και φαντασιωνόμασταν μέσα απ’ το γερμανικό περιοδικό Pop που είχε γαμάτες έγχρωμες φωτογραφίες αλλά δεν καταλαβαίναμε τι λέγανε οι λεζάντες. Κι εμείς απλώς τον παίζαμε με τις φωτογραφίες και τις αφίσες των Zeppelin, των Sabbath, των Floyd , ή των Who.
Για μουσική ενημέρωση ακούγαμε κυρίως την εκπομπή του Πετρίδη, το περιβόητο «ποπ κλαμπ» και διαβάζαμε τις μουσικές σελίδες των περιοδικών «ποικίλης ύλης». Οι ντισκοτέκ που παίζανε ροκ ήτανε μετρημένες στα δάχτυλα του Εξαδάκτυλου, και θυμάμαι στη γειτονιά μου τη Bedlam στη Μιχαλακοπούλου και την Debyssy πίσω απ’ το Χίλτον που την είχανε εξελληνίσει και τη λέγανε Ντέμπεσι, έτσι για ν’ ακούγεται ωραία και μάγκικα.
Εκείνη την εποχή οι λιγοστοί μουσικοί που πιάνανε ηλεκτρικές κιθάρες στα χέρια τους για να παίξουνε ροκ ήτανε πιο λίγοι κι απ’ την ποικιλία των απορρυπαντικών στα τότε σούπερ μάρκετ. Υποδομή για να παίξουνε live τα νέα γκρουπάκια δεν υπήρχε, οπότε ακολουθούσανε κι εκείνοι την κλασική συνταγή «συναυλία-Κυριακή-πρωί-σε-συνοικιακό-κινηματογράφο».
Έτσι λοιπόν μια μέρα έπεσε σύρμα στην παρέα ότι την Κυριακή είχε ροκ συναυλία στην Αλόμα, στο Χολαργό. Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό της Κυριακής, έβαλα κι εγώ τα καλά μου καθώς θα πήγαινα στην πρώτη μου «ροκ συναυλία». Είπαμε, οι απαιτήσεις ήτανε μικρές τότε.
Το σινεμά ήτανε γεμάτο και επικρατούσε μια πολύ γιορτινή ατμόσφαιρα με μπόλικη δόση μαγκιάς από τους λιγοστούς μακρυμάλληδες, ή φρικιά όπως αυτοαποκαλούνταν, ανάμεσα στο κοινό. Δεν γινότανε συχνά τέτοια δρώμενα, όπως θα λέγανε οι σημερινοί χιπστεραίοι, και ο κόσμος διψούσε για τη live αίσθηση που ήτανε τόσο απούσα τότε.
Ένα από τα κλου της ημέρας ήτανε ο παρουσιαστής της συναυλίας, ο πολύς, ο τρισμέγιστος, ο βασιλιάς του ερωτικού σινεμά, επιβήτορας των βαλκανίων και γαμέουρας της Γης όλης, Κώστας Γκουσγκούνης! Το γεγονός θα πρέπει να ήταν εντελώς συμπτωματικό καθώς η Αυτού Μεγαλειότης είχε ένα φωτογραφείο δίπλα στο σινεμά (το γαμήσι, γαμήσι, αλλά ο άνθρωπος ήτανε και μεροκαματιάρης). Και προφανώς οι διοργανωτές είχανε τη φαεινή ιδέα να προσθέσουνε λίγο αλατοπίπερο στην όλη υπόθεση προσκαλώντας τον να κάνει τον κονφερασιέ.
Είχε φοβερή πλάκα λοιπόν να βλέπεις αυτό τον τύπο που έχει ξεστομίσει μερικές από τις πιο θρυλικές ατάκες του ελληνικού σινεμά να δοκιμάζει το μικρόφωνο λέγοντας: «Ένα δύο, ένα δύο, σεξ σεξ. Ένα δύο, ένα δύο, σεξ.» Παρουσίασε λοιπόν με το γνωστό γκουσγκουνικό χιούμορ του το πρώτο συγκρότημα, κάτι τύπους με μακρύ μαλλί και καουμπόϊκη μπότα που παίζανε διασκευές φυσικά, κάτι Stones, κάτι Zeppelin, κάτι Chuck Berry, κάτι Bill Halley, κάτι blues. Μια χαρά οι τύποι. Αργότερα έμαθα, όταν έγινε γνωστός, ότι ο τύπος που τραγουδούσε κι έπαιζε κιθάρα ήτανε ο Τζόνι Βαβούρας.
Με το που βγήκε το δεύτερο γκρουπ στη σκηνή, υπήρξε μια ανεπαίσθητη αναταραχή στο κοινό. Κάτι ψίθυροι, κάτι συρσίματα ποδιών και κάτι τέτοια μόλις κοπάσανε τα χειροκροτήματα των φίλων και συγγενών των μουσικών. Διότι οι τύποι στη σκηνή βγήκανε με κάτι παντελόνια καμπάνες να, κάτι παπούτσια πλατφόρμες τρίπατες, κάτι πουκαμισάκια ανοιχτά μπροστά. Τα αυτιά των ροκάδων και των φρικιών σηκωθήκανε σαν αυτιά σκύλου. Και μόλις ηχήσανε οι πρώτες νότες του «Smoke on the Water», η ατμόσφαιρα άρχισε να βρομάει μπαρούτι κολοκοτρωνέϊκο.
Διότι το εν λόγω άσμα, για κάποιο λόγο, είχε αποκτήσει τη ρετσινιά του καρεκλάδικου επειδή παιζότανε νωρίς στις ντισκοτέκ πριν το disco πρόγραμμα και είχε τη στάμπα του «εμπορικού» καθώς το άκουγε και η κουτσή μαρία. Κάτι αυτό, κάτι τα ρούχα των τυπάδων που το παίζανε, δημιουργήσανε μια ατμόσφαιρα λιγουλάκι πολεμική. Εκ των υστέρων βέβαια, η φάση μύριζε πιο προμελετημένη κι απ’ τη ληστεία των Έντεκα.
Έτσι λοιπόν, κάπου μεταξύ κουπλέ και ρεφρέν, σηκώνεται ένας φρίκουλας και σκάει ένα γιαούρτι πρόβειο με πετσούλα (δεν είχανε βγει ακόμα τα τοτάλ, τα 2% κι αυτές οι μαλακίες) στη μάπα του τραγουδιστή και το βάζει στα πόδια. Βγαίνει τρέχοντας απ’ την αίθουσα, βγαίνουνε και οι φίλοι τού γιαουρτωμένου και πέφτει μια τρελή κλοτσοπατινάδα έξω απ’ το σινεμά. Οι καμπάνες εναντίον των παντελονιών σωλήνα, η τακούνα εναντίον της καμπόϊκης μπότας, η μαλλούρα εναντίον της αφάνας. Φυσικά δε νίκησε κανένας καθώς σκάσανε μύτη οι ψυχραιμότεροι (αυτοί οι κερατάδες που βρίσκονται παντού και χαλάνε ένα ωραίο μπουνίδι) και τους χωρίσανε.
Good Times, που λέει και το τραγούδι των Chic!
Ήτανε 1975, πιτσιρικάς τότε εγώ, και στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης οι ροκ συναυλίες με ξένα ονόματα ήταν ακόμα ένα μακρινό όνειρο, κάτι που βλέπαμε σε φωτογραφίες και φαντασιωνόμασταν μέσα απ’ το γερμανικό περιοδικό Pop που είχε γαμάτες έγχρωμες φωτογραφίες αλλά δεν καταλαβαίναμε τι λέγανε οι λεζάντες. Κι εμείς απλώς τον παίζαμε με τις φωτογραφίες και τις αφίσες των Zeppelin, των Sabbath, των Floyd , ή των Who.
Για μουσική ενημέρωση ακούγαμε κυρίως την εκπομπή του Πετρίδη, το περιβόητο «ποπ κλαμπ» και διαβάζαμε τις μουσικές σελίδες των περιοδικών «ποικίλης ύλης». Οι ντισκοτέκ που παίζανε ροκ ήτανε μετρημένες στα δάχτυλα του Εξαδάκτυλου, και θυμάμαι στη γειτονιά μου τη Bedlam στη Μιχαλακοπούλου και την Debyssy πίσω απ’ το Χίλτον που την είχανε εξελληνίσει και τη λέγανε Ντέμπεσι, έτσι για ν’ ακούγεται ωραία και μάγκικα.
Εκείνη την εποχή οι λιγοστοί μουσικοί που πιάνανε ηλεκτρικές κιθάρες στα χέρια τους για να παίξουνε ροκ ήτανε πιο λίγοι κι απ’ την ποικιλία των απορρυπαντικών στα τότε σούπερ μάρκετ. Υποδομή για να παίξουνε live τα νέα γκρουπάκια δεν υπήρχε, οπότε ακολουθούσανε κι εκείνοι την κλασική συνταγή «συναυλία-Κυριακή-πρωί-σε-συνοικιακό-κινηματογράφο».
Έτσι λοιπόν μια μέρα έπεσε σύρμα στην παρέα ότι την Κυριακή είχε ροκ συναυλία στην Αλόμα, στο Χολαργό. Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό της Κυριακής, έβαλα κι εγώ τα καλά μου καθώς θα πήγαινα στην πρώτη μου «ροκ συναυλία». Είπαμε, οι απαιτήσεις ήτανε μικρές τότε.
Το σινεμά ήτανε γεμάτο και επικρατούσε μια πολύ γιορτινή ατμόσφαιρα με μπόλικη δόση μαγκιάς από τους λιγοστούς μακρυμάλληδες, ή φρικιά όπως αυτοαποκαλούνταν, ανάμεσα στο κοινό. Δεν γινότανε συχνά τέτοια δρώμενα, όπως θα λέγανε οι σημερινοί χιπστεραίοι, και ο κόσμος διψούσε για τη live αίσθηση που ήτανε τόσο απούσα τότε.
Ένα από τα κλου της ημέρας ήτανε ο παρουσιαστής της συναυλίας, ο πολύς, ο τρισμέγιστος, ο βασιλιάς του ερωτικού σινεμά, επιβήτορας των βαλκανίων και γαμέουρας της Γης όλης, Κώστας Γκουσγκούνης! Το γεγονός θα πρέπει να ήταν εντελώς συμπτωματικό καθώς η Αυτού Μεγαλειότης είχε ένα φωτογραφείο δίπλα στο σινεμά (το γαμήσι, γαμήσι, αλλά ο άνθρωπος ήτανε και μεροκαματιάρης). Και προφανώς οι διοργανωτές είχανε τη φαεινή ιδέα να προσθέσουνε λίγο αλατοπίπερο στην όλη υπόθεση προσκαλώντας τον να κάνει τον κονφερασιέ.
Είχε φοβερή πλάκα λοιπόν να βλέπεις αυτό τον τύπο που έχει ξεστομίσει μερικές από τις πιο θρυλικές ατάκες του ελληνικού σινεμά να δοκιμάζει το μικρόφωνο λέγοντας: «Ένα δύο, ένα δύο, σεξ σεξ. Ένα δύο, ένα δύο, σεξ.» Παρουσίασε λοιπόν με το γνωστό γκουσγκουνικό χιούμορ του το πρώτο συγκρότημα, κάτι τύπους με μακρύ μαλλί και καουμπόϊκη μπότα που παίζανε διασκευές φυσικά, κάτι Stones, κάτι Zeppelin, κάτι Chuck Berry, κάτι Bill Halley, κάτι blues. Μια χαρά οι τύποι. Αργότερα έμαθα, όταν έγινε γνωστός, ότι ο τύπος που τραγουδούσε κι έπαιζε κιθάρα ήτανε ο Τζόνι Βαβούρας.
Με το που βγήκε το δεύτερο γκρουπ στη σκηνή, υπήρξε μια ανεπαίσθητη αναταραχή στο κοινό. Κάτι ψίθυροι, κάτι συρσίματα ποδιών και κάτι τέτοια μόλις κοπάσανε τα χειροκροτήματα των φίλων και συγγενών των μουσικών. Διότι οι τύποι στη σκηνή βγήκανε με κάτι παντελόνια καμπάνες να, κάτι παπούτσια πλατφόρμες τρίπατες, κάτι πουκαμισάκια ανοιχτά μπροστά. Τα αυτιά των ροκάδων και των φρικιών σηκωθήκανε σαν αυτιά σκύλου. Και μόλις ηχήσανε οι πρώτες νότες του «Smoke on the Water», η ατμόσφαιρα άρχισε να βρομάει μπαρούτι κολοκοτρωνέϊκο.
Διότι το εν λόγω άσμα, για κάποιο λόγο, είχε αποκτήσει τη ρετσινιά του καρεκλάδικου επειδή παιζότανε νωρίς στις ντισκοτέκ πριν το disco πρόγραμμα και είχε τη στάμπα του «εμπορικού» καθώς το άκουγε και η κουτσή μαρία. Κάτι αυτό, κάτι τα ρούχα των τυπάδων που το παίζανε, δημιουργήσανε μια ατμόσφαιρα λιγουλάκι πολεμική. Εκ των υστέρων βέβαια, η φάση μύριζε πιο προμελετημένη κι απ’ τη ληστεία των Έντεκα.
Έτσι λοιπόν, κάπου μεταξύ κουπλέ και ρεφρέν, σηκώνεται ένας φρίκουλας και σκάει ένα γιαούρτι πρόβειο με πετσούλα (δεν είχανε βγει ακόμα τα τοτάλ, τα 2% κι αυτές οι μαλακίες) στη μάπα του τραγουδιστή και το βάζει στα πόδια. Βγαίνει τρέχοντας απ’ την αίθουσα, βγαίνουνε και οι φίλοι τού γιαουρτωμένου και πέφτει μια τρελή κλοτσοπατινάδα έξω απ’ το σινεμά. Οι καμπάνες εναντίον των παντελονιών σωλήνα, η τακούνα εναντίον της καμπόϊκης μπότας, η μαλλούρα εναντίον της αφάνας. Φυσικά δε νίκησε κανένας καθώς σκάσανε μύτη οι ψυχραιμότεροι (αυτοί οι κερατάδες που βρίσκονται παντού και χαλάνε ένα ωραίο μπουνίδι) και τους χωρίσανε.
Good Times, που λέει και το τραγούδι των Chic!