Φοίβος Δεληβοριάς: Συνέντευξη + αποσπάσματα από την πρεμιέρα του "καλοριφέρ"

Την περασμένη Πέμπτη, λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα του "καλοριφέρ".
Διαβάστηκε φορες


Την περασμένη Πέμπτη, λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα του "καλοριφέρ" του Φοίβου Δεληβοριά, βρεθήκαμε στο Passport για να μιλήσουμε με τον αγαπημένο μας Φοίβο. Ο ίδιος ήταν το μεσημέρι στον Sport FM για μια συνέντευξη του και αμέσως μετά στο Public για μια κουβέντα με τα παιδιά του Street Radio και μια μικρή unplugged εμφάνιση του.

Δύσκολη μέρα λοιπόν και ακολουθούσε η γενική πρόβα για την πρεμιέρα του Σαββάτου. Παρ' όλα αυτά, ο Φοίβος μας έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα, ζεστή και ειλικρινή συνέντευξη. Στο παραπάνω βίντεο μπορείτε να παρακολουθήσετε την κουβέντα μας και να δείτε αποσπάσματα από την εμφάνιση του Φοίβου δύο μέρες μετά στο Passport (εδώ διαβάζετε τις εντυπώσεις μας από αυτή τη συναυλία). Το video είναι δημιουργία του συνεργάτη μας Κώστα Μπρουμά - www.costasbroumas.gr.

Το κείμενο της συνέντευξης το διαβάζετε παρακάτω:


Γιώργος Μπαλιώτης: Κάθε χρόνο περίπου παρουσιάζεις μια διαφορετική μουσική παράσταση και θα έλεγα ότι είσαι από τους λίγους που το κάνει αυτό… Το 2010 ήταν η μπάντα των 30 οργάνων με τους μόλις 3 μουσικούς, η οποία προσέφερε μια άλλη αισθητική στα τραγούδια σου. Πέρσι ήταν η συνεργασία με τη Μάρθα Φριντζήλα, στην οποία παρουσιάσατε τις «ένοχες απολαύσεις» σας. Κάθε χρόνο θυμόμαστε την παράσταση για το κάτι διαφορετικό που είχε. Τη φετινή παράσταση για τι θα τη θυμόμαστε;

Φοίβος Δεληβοριάς: Νομίζω ότι φέτος η παράσταση έχει κάτι από αυτή την εποχή που ζούμε, δηλαδή είναι σαν μια ταινία. Αν παίζαμε το Κινέζικο πορτραίτο και λέγαμε «Τι ταινία θα ήταν», θα λέγαμε ότι θα ήταν μια ταινία με twist στο τέλος, δηλαδή μια ταινία η οποία διήρκεσε 30 χρόνια, ο ήρωας – το υποκείμενο που μιλούσε ξανοίχτηκε, γλέντησε, αισθάνθηκε για μια στιγμή άλλος, έκρυψε τον παλιό του εαυτό στο συρτάρι και ξαφνικά μέσα σε τρία χρόνια, όλο το σκηνικό της ταινίας πέφτει και αλλάζει.

Αναγκαστικά λοιπόν κι ο τρόπος που βλέπω τα δικά μου τραγούδια και στη ζωντανή τους παρουσίαση και στο γράψιμο, αλλάζει. Άλλα πράγματα ειρωνευόμουν όταν τραγουδούσα το «Αυτή που περνάει» το 2003 που ήταν η εποχή της φούσκας και της ανοικοδόμησης ενόψει Ολυμπιάδας κλπ κι άλλα πράγματα σκέφτομαι τώρα για το τραγούδι αυτό. Δεν μπορεί η σημειολογία του να ‘ναι ίδια. Ούτε ο «Σκύλος ο Βαγγέλης», ο οποίος γράφτηκε στην εποχή της ακμής του life style, μπορεί τώρα «δρυός πεσούσης» να λέει τα ίδια πράγματα.  Άλλα πράγματα λέγαμε τότε κι άλλα εννοούμε σήμερα. Αυτό λοιπόν θέλαμε να το προσεγγίσουμε και μουσικά, σαν ξαφνικά να πρωτακούω τα τραγούδια μου και να τα φέρνω στα παιδιά, να τα ενορχηστρώσουμε σα να είναι η πρώτη τους παρουσίαση.

Γ.Μ.: Άρα μιλάμε για διαφορετικές εκτελέσεις των αγαπημένων σου τραγουδιών από το ’89 και σήμερα.

Φ.Β.: Ναι καθώς και κάποιων σημαινόντων τραγουδιών, από διάφορες περιόδους, που αισθάνομαι ότι ταιριάζουν σε αυτό το twist που λέγαμε πριν, δηλαδή από το Ζε σουϊ μποσσού (Je suis bossu) των Ημισκούμπρια, το οποίο παίζω για πρώτη φορά ζωντανά, μέχρι το «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν» ή το «Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες», που λέγαμε στο σχολείο. Είναι τραγούδια τα οποία για κάποιο λόγο κάτι μου λένε αυτή τη στιγμή, κάτι άλλο από τη σημειολογία τους την πρώτη.

Γ.Μ.: Νομίζω ότι κάθε χρόνο αλλάζεις τα τραγούδια σου.

Φ.Β.: Είμαι ευγενικός άνθρωπος, δηλαδή θεωρώ αγένεια να βρεθούμε χθες, να περάσουμε μια ωραία μουσική βραδιά και σήμερα που θα ξαναβρεθούμε, να ξαναπεράσουμε την ίδια μουσική βραδιά. Πρέπει να ‘ναι διαφορετικά.

Γ.Μ.: Θα έχει ενδιαφέρον μετά από χρόνια να δεις πόσες διασκευές έχεις κάνει στα ίδια σου τα τραγούδια.

Φ.Β.: Ναι, αυτό θα μ’ άρεσε και μένα.



Γ.Μ.: Μιας και αναφέρθηκα στις παραστάσεις σου, τις οποίες θεωρώ πολύ εμπνευσμένες, τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι γνωστοί Έλληνες μουσικοί επιλέγουν να μη ρισκάρουν και παρουσιάζουν τα τραγούδια τους, χωρίς να ετοιμάζουν κάτι καινούργιο, κάτι «φρέσκο», κάτι στο οποίο μπορεί να εκτίθενται και να ρισκάρουν. Παράλληλα, έχουν δημιουργηθεί αρκετά έξυπνα και νεωτεριστικά έργα από νέους καλλιτέχνες, που δεν είναι τόσο γνωστοί ακόμη. Πιστεύεις ότι λείπει η έμπνευση από τους Έλληνες μουσικούς, όσον αφορά την παρουσίαση των μουσικών τους; Ή μήπως είναι ένα κομμάτι της κρίσης και αυτό, δηλαδή κάνουμε στην άκρη την έμπνευση, για να μην υπάρχει μια αποτυχία.

Φ.Β.: Δεν έχει να κάνει με την κρίση σίγουρα, γιατί αν ήσουν θαμμώνας στα περισσότερα προγράμματα της δεκαετίας το ’90, θα έβλεπες ότι εξαντλούνταν λιγο ή πολύ τα περισσότερα, στα ίδια 40 τραγούδια. Δηλαδή σε αυτά που περίμενες να ακούσεις από τον καλλιτέχνη, αλλά και σε άλλα τραγούδια που τα άκουγες και στο ραδιόφωνο μόνο αυτά, λες και υπήρχε μόνο αυτό στο ελληνικό τραγούδι. Δηλαδή άκουγες σε όλα τα προγράμματα το «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» ή το «Σ’ ακολουθώ»μόνο από το Λοϊζο ή μόνο τη «Θαλασσογραφεία» από το Σαββόπουλο, ή μόνο το «Σαν παλιό σινεμά», την «Μπαλάντα των Αισθήσεων και των Παραισθήσεων» από το Χατζηδάκη ή μόνο το «Του δρόμου οι παλιοί» του Θοδωράκη. Υπήρχε λοιπόν μια συρρίκνωση και είναι πολύ κρίμα αυτό.

Δεν ξέρω ποιές είναι οι αιτίες, αν είχε να κάνει με έναν εφησυχασμό που ζούσε η κοινωνία σε όλα τα επίπεδα. Αλλά είναι βέβαιο ότι κανένας άνθρωπος από αυτούς που λες φτασμένους  και καταξιωμένους, δεν έφτασε και δεν καταξιώθηκε με τον εφησυχασμό. Όλοι αυτόι οι άνθρωποι υπήρξαν εξαιρετικά τολμηροί. Βλέπεις ας πούμε, 3ετίες και 4ετίες των μεγάλων συνθετών, που δοκίμαζαν το ένα ακραίο πράγμα πίσω από το άλλο.

 Ίσως η έμπνεση να μην είναι κάτι που το έχουμε στο τσεπάκι μας, κάτι που μας επισκέφτεται όποτε το θέλουμε εμείς. Αλλά για μένα, ο μύθος ο οποίος με προέτρεψε να γίνω μουσικός, σίγουρα δεν ήταν ένας μύθος που έλεγε «θα πηγαίνεις κάθε βράδυ θα χτυπάς κάρτα και θα κάνεις το ίδιο πράγμα». Δεν ήταν αυτό. Ήταν ότι κάθε χρονιά ναυλώνεται ένα καινούριο καράβι και προχωράει. Αυτό θα ήθελα να το διατηρήσω. Και αισθάνομαι ακόμα κοντά σε αυτή την πηγή που μου το προσφέρει αυτό . Δεν ξέρω πως θα είμαι στα πενήντα μου, ελπίζω να μην έχω εφησυχάσει.



Γ.Μ.: Στην περσινή παράσταση με τη Μάρθα Φριντζήλα παρουσιάσατε κατά κάποιο τρόπο τις «Ένοχες Απολαύσεις» σας. Κάτι παρόμοιοι είχατε κάνει και σε 2 άρθρα στο Mixgrill και είχαν πολύ ενδιαφέρον. Όταν εκτίθεται ένας μουσικός και ουσιαστικά ξεγυμνωνεται μπροστά στο κοινό του είναι κάτι το δύσκολο. Και είναι κάτι που το κάνεις εσύ από το ’89 και ύστερα και δε φοβάσαι, δεν ντρέπεσαι να το κάνεις. Το ξέρεις ότι υπάρχουν πολλοί μουσικόφιλοι με κολλήματα και προκαταλήψεις. Πιστεύεις ότι έχει μυηθεί σε τέτοιο βαθμό το κοινό του Φοίβου, ώστε να έχει ανοιχτούς ορίζοντες; Θα φοβόσουν για το κοινό σου αυτή την περίοδο της fast food μουσικής, να έγραφες ένα χιτάκι, το οποίο να έπαιζε παντού;

Φ.Β.:  Πάντα όταν γράφω ένα τραγούδι απευθύνομαι σε κάποιον. Έτσι λειτουργεί  η έμπνευση σε μένα. Ένα τραγούδι που μπορώ να χρησιμοποιήσω για παράδειγμα είναι αυτό που έγραψα για τον πατέρα μου, μίλαγα σ’ αυτόν, σε δεύτερο πρόσωπο και δεν εμπόδιζα τον εαυτό μου να του πει, όλα όσα θα ήθελα να του πω και δυσκολεύομαι να το κάνω στη ζωή. Αυτό το ακολουθώ συνεχώς στα τραγούδια. Θέλω να μιλάω όπως θα μιλούσα στον πατέρα μου. Δε θέλω να κρύψω καμία πτυχή από αυτές που με απασχολούν.

Το «Εκείνη», που είναι το πιο γνωστό τραγούδι μου, για πράδειγμα, είναι ένα τραγούδι με τρεις σελίδες στίχους. Εγώ αισθανόμουν ότι θα είναι ένα τραγούδι που θα μιλήσει σε αυτούς που θέλουν πραγματικά να τους μιλήσει , ενώ στους υπόλοιπους μπορεί να μιλήσει το «Θέλω να σε ξεπεράσω» που και αυτό από έμπνευση μου βγήκε, αλλά μια πολύ πιο περιορισμένου τύπου έμπνευση. Το ότι έγινε μεγάλη επιτυχία το «Εκείνη» χωρίς να προπαρασκευαστεί, ήταν για μένα ένα παράδειγμα ότι μπορεί να γίνει. Δε βλέπω το κοινό σαν μια τάξη σχολείου. Ότι «θα σε μάθω να ακούς έτσι». Του απευθύνομαι κάθε φορά χωρίς να κρύβω κάτι από τον εαυτό μου. Αν αυτό το αντέξει, αν του αρέσει να έχουμε αυτή τη σχέση, τότε είμαι πανευτυχής. Αν δεν το αντέχει, κάπου θα έχει αποτύχει αυτό που του απηυθυνα. Δεν το έκανα τόσο ξεκάθαρα και τόσο ειλικρινώς.

Γ.Μ.: Τα τελευταία χρόνια λόγω του ότι έχουμε λιγότερες συναυλίες με ξένα ονόματα έχουν δημιουργηθεί ευκαιρίες σε νέους Έλληνες μουσικούς. Χαρακτηριστικά θυμάμαι πέρισυ στην Τεχνόπολη ότι εμφανίστηκαν headliners ή μονοι τους σε μια βραδιά, ονόματα που υπό άλλες συνθήκες θα έπαιζαν σε μικρότερους χώρους ή σκηνές. Δημιουργούνται νέες ευκαιρίες για νέα παιδιά, για γνωστά ή λιγότερα γνωστά ονόματα της ελληνικής μουσικής και έχουν τη δυνατότητα να μυήσουν τον κόσμο στη δικιά τους μουσική. Πιστεύεις ότι γεννιέται κάτι καινούργιο στο Ελληνικό τραγούδι; Μπορεί να μην υπάρχει έμπνευση στις μουσικής σκηνές αλλά υπάρχει στους νέους δημιουργούς;

Φ.Β.:  Απόλυτα το πιστεύω. Και πιστεύω ότι επιτέλους ήρθε ο καιρός. Και είναι τραγικό που η κρίση το έφερε αυτό το καλό. Δεν είναι ότι θα ενθουσιαστώ με οτιδήποτε καινούριο βγαίνει, αλλά παρατηρώ ορισμένα πράγματα που δεν τα παρατηρούσα.

Πριν από 15 χρόνια στα live θα έβλεπες όλους τους τραγουδιστές σκυφτούς, ενοχικά να λένε ένα τραγούδι σα να ντρέπονται που βγήκαν στη σκηνή. Σαν ένας αληθινός ποιητής, σαν ένας καλλιτέχνης να μην πρέπει να έχει επαφή με αυτόν στον οποίο απευθύνεται. Τώρα, μπορεί να κατηγορήσεις κάποιον για ελαφρότητα ή ότι το performance του είναι πολύ καλύτερο από τα ίδια τα τραγούδια του. Τουλάχστον απευθύνεται σε κάποιον. Του λέει την πρώτη του κουβέντα και ας είναι σαχλή ή άτεχνη, τη λέει απευθυνόμενος, βασιζόμενος σε ένα.. τελετουργικό. Αυτό εμένα με συγκινεί πάρα πολύ. Είναι ένδειξη ότι κάτω από αυτά, υπάρχει μια έκθεση που θα φέρει και έμπνευση σιγά σιγά.



Γ.Μ.: Η αλυσίδα του μουσικού, της μπάντας, του συνθέτη, του στιχουργού, του παραγωγού, της δισκογραφικής εταιρείας και των δισκοπωλείων έχει κοπεί στα δύο με την αποδυνάμωση των 2 τελευταίων πυλώνων της. Ένας νέος μουσικός μπορεί να γράψει το δίσκο του, να κάνει παραγωγή και η διάθεση του δίσκου να γίνει μέσω Internet. Η τεχνολογία βοηθάει, αλλά το budget είναι μικρότερο από πριν.  Η ποιότητα της μουσικής είναι σε κάποιες περιπτώσεις κακή, αλλά σίγουρα η ποσότητα των δίσκων είναι πολλαπλάσια από παλιά. Έχεις ζήσει και τις 2 εποχές. Ποια είναι η καλύτερη;

Φ.Β.: Η μουσική έχει ηλικία.. χιλιετηρίδων. Η πρώτη γνωστή μελωδία από ένα Συριακό κομμάτι που βρέθηκε σε μια πλάκα, είναι πόσες χιλιάδεις χρόνια πίσω. Ο τρόπος που διαδιδόταν ή παιζόταν η μουσική άλλαξε χιλιάδες τρόπους. Υπήρχαν αιώνες που η μουσική παιζόταν μόνο σε εκκλησίες, ή σε γάμους, ή μόνο σε αίθουσες κονσέρτων. Αυτή η ιστορία των 50-60 χρόνων που η μουσική συνοδεύεται από το λαϊκό είδωλο και τέλειες συνθήκες ηχογράφησης, είναι ένα πάρα πολύ μικρό κομμάτι της μουσικής. Πιθανότατα και όχι το οριστικό.

Επομένως, θα νοσταλγήσω βέβαια την τέλεια εποχή, την αρχική του LP, που μπαίναν οι Beatles, οι Pink Floyd, ή ο Dylan και μέσα σε 10 χρόνια έκαναν το ένα αριστούργημα μετά το άλλο και τον ένα πειραματικό και τολμηρό δίσκο μετά τον άλλο. Δε θα νοσταλγήσω όμως ιδιαίτερα τα χρόνια του Justin Timberlake ή της Britney Spears. Όπου αυτή η βιομηχανία είχε εξελιχθεί και είχε βιώσει το απόγειό της, στο επίπεδο των πωλήσεων.

Πιθανότατα η εποχή που έρχεται τώρα, μέσα από άλλα μέσα, να έχει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη μουσική. Ένα πράγμα θα νοσταλγήσουμε μόνο. Ο καλλιτέχνης για πάρα πολλά χρόνια ήταν ο αποσυνάγωγος, ο πλάνης, ο περιπλανόμενος. Γι αυτά τα 50-60 χρόνια, δεν ήταν μόνο αυτό. Μπορούσε να ζήσει, να αμοίβεται και πάλι ψίχουλα σε σχέση με αυτά που έβγαζε η βιομηχανία. Οπότε είναι από που θα το δεις.

Ένα άλλο παράδειγμα, στην Ελλάδα στη δεκαετία του ’50 αν ήθελες να ακούσεις τα καινούρια τραγούδια πήγαινες στις επιθεωρήσεις και άκουγες εκεί για πρώτη φορά το «Τραμ το τελευταίο» και μετά το μάθαινε όλη η πόλη. Μετά από 10 χρόνια πήγαινες σινεμά για να ακούσεις. Ή πήγαινες σε ένα μπιλιαρδάδικο και έβαζες στο juke box να ακούσεις το τραγούδι. Όλα αυτά αλλάξανε δεκάδες φορές από τότε, γιατί να με φοβίσει ότι τώρα θα το δω στο YouTube ή στο bandcamp το νέο τραγούδι.

Γ.Μ.: Αν ρωτήσεις τους περισσότερους που αγαπάνε τη μουσική σου, θα σου πουν ότι το αγαπημένο τους τραγούδι είναι ο «Καθρέφτης» ή το «Εκείνη» ή το «Θέλω να σε ξεπεράσω». Σε μένα υπάρχει ένα τραγούδι σου, που με συγκινεί, ιδίως στο τελευταίο στιχάκι. Με ανατριχιάζει βασικά… Είναι ο «Φώτης». Ποια είναι η σχέση σου και ποιος ο ρόλος της οικογένειας για σένα;

Φ.Β.: Οικογένεια για μένα σημαίνει.. οι γονείς μου. Είναι αυτοί οι άνθρωποι στους οποίους ήμουν τυχερός να βρεθώ ανάμεσα. Έτυχε να είναι άνθρωποι που αγαπάνε πολλά πράγματα που αγαπάω και εγώ. Αγαπάνε τη μουσική, αγαπάνε το σινεμά, αγαπάνε έναν άνθρωπο που σκέφτεται και που δρα. Και αυτό μου το πέρασαν. Επομένως είναι ένα ωραίο, υψηλό και χαρούμενο στάνταρ μες στο κεφάλι μου. Είναι κάτι που θα μιμούμουν ευχαρίστως μπαίνοντας σε αυτό το ρόλο.

Γ.Μ.: Το ερχόμενο Σάββατο ξεκινάτε τις εμφανίσεις σας στο Passport. Επειδή όλα σου τα τραγούδια θα τα παίξεις διαφορετικά, θες να μας πεις ένα τραγούδι που θα μας παραξενέψει αρκετά αλλα αξίζει να το περιμένουμε;

Φ.Β.: Το «Ένας Σκύλος στο Κολωνάκι» είναι πολύ αλλιώτικο.
 
Από το Σάββατο 19 Ιανουαρίου στη σκηνή του Passport θα λάβουν χώρα οι μοναδικές γι' αυτή τη χρονιά εμφανίσεις του ξεπαγιασμένου  τραγουδοποιού, για 6 μόνο Σάββατα. 

Κιθάρες: Κώστας Παντέλης
Πλήκτρα: Κωστής Χριστοδούλου
Μπάσο: Σταμάτης Σταματάκης
Τύμπανα: Σωτήρης Ντούβας

Σχεδιασμός ήχου: Γιάννης Πετρόλιας

Οι πόρτες ανοίγουν στις 21.00
Τιμή εισιτηρίου: 12 eur (στο bar, με μπύρα ή κρασί) – 20 eur (σε τραπέζι, με ποτό)
Προπώληση εισιτηρίων: PUBLIC – Flocafe (Καραϊσκου 117, πλ. Κοραή, Πειραιάς) & on line: www.viva.gr

Αξιολόγηση
Βαθμός άρθρου
10,0 / 10 (σε 2 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα