Με μια ανάρτησή του στο facebook ο Φοίβος Δεληβοριάς παραθέτει την άποψή του για ένα από τα αναπάντητα ερωτήματα της τέχνης. Ο καλλιτέχνης κρίνεται μόνο από το έργο του ή και από την προσωπική του ζωή; Με αφορμή την κριτική που δέχτηκε ο Διονύσης Σαββόπουλος γαι τις παραστάσεις "Παράξενα και Ατόφια" των 8 και 9 Μαρτίου ο Δεληβοριάς γράφει το παρακάτω κείμενο:
Ακούω πως ο Σαββόπουλος έκανε δύο σπουδαίες συναυλίες στο Gagarin. Δεν μπόρεσα να πάω δυστυχώς, λόγω της περιοδείας. Φίλοι που ήταν εκεί, μου λένε πως δεν υπήρχε ίχνος της ανασφάλειας, της γλυκερότητας, ή του γνωστού φιλοσοφικού μανιχαϊσμού, που έχει απλωθεί για πολλά χρόνια τώρα πάνω στη δημόσια παρουσία και σκέψη του μεγάλου καλλιτέχνη-και τον έχει φυλακίσει και στη γνωστή, πικρά ομολογημένη απ’τον ίδιο, δημιουργική αδράνεια. Στενοχωρήθηκα που το έχασα.
Ακόμα, όμως, περισσότερο, στενοχωρήθηκα που το επίπεδο της αρνητικής κριτικής προς τη συναυλία έγινε με όρους κατηχητικού και ιδεολογικής καθαρότητας. Δεν είμαι υπέρ του απυρόβλητου, φυσικά. Η κριτική ενός έργου πρέπει να είναι αυστηρότατη, να γίνεται όμως μόνο με καλλιτεχνικά κριτήρια, ποτέ με ιδεολογικά. Έχουμε απόλυτη ελευθερία –και υποχρέωση, όσοι σκεφτόμαστε- να κρίνουμε ιδεολογικά τις πολιτικές που διαφημίζει αυτοκλήτως κάθε τόσο ο Σαββόπουλος, την υπουργοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη ή του Θάνου Μικρούτσικου, τον συναγελασμό των περισσοτέρων –φευ- επιφανών καλλιτεχνών μας (είτε δηλώνουν «αντισυστημικοί» είτε όχι) με φαιδρά και ασήμαντα μεγέθη της πολιτικής και επιχειρηματικής εξουσίας.
Το να μας επηρεάσουν, όμως, τα παραπάνω τις στιγμές της ακρόασης ενός τραγουδιού ή της ανάγνωσης ενός ποιήματος, είναι καθαρός βιασμός του πώς λειτουργεί το πνεύμα. Γινόμαστε ίδιοι μ’αυτούς που εμπόδισαν την παράσταση στο Χυτήριο γιατί ενόχλησε την πίστη τους και μ’αυτούς που έκοβαν τα πέη από τ’αγάλματα γιατί δεν το άντεχε η άμεμπτη ηθική τους.
Η Τέχνη –και τα καλά που κουβαλάει μαζί της- ανήκουν σε όλους, όχι μόνο στους ομοϊδεάτες των καλλιτεχνών. Αλλιώς κανένας αριστερός δεν θα έπρεπε να βλέπει ποτέ Χίτσκοκ ή να ακούει Βαμβακάρη και κανένας δεξιός ν’ακούει Clash ή Θεοδωράκη. Όλοι θα ήμασταν καλά παιδάκια μέσα στο κοπάδι μας, χωρίς κανένα περιθώριο να σηκωθούμε από την κοινή μας φτώχεια. Η εποχή είναι τραγική, η εγκληματική επιπολαιότητα –και η κατευθυνόμενη ανηθικότητα- των πολιτικών μας εξουσιών, διέλυσαν τους πιο αδύναμους από μας, εξουθένωσαν υλικά και πνευματικά την κοινωνία μας (κι αυτό πολύ πριν από την κρίση). Τα όσα δημιούργησε ο ελληνικός πολιτισμός απ’το ’45 και μετά είναι τα μόνα δώρα που μπορούν ακόμα να μας βοηθήσουν να σκεφτούμε καθαρά και να υψώσουμε ένα ανάστημα απέναντι στο απειλητικό αύριο. Το Σαββοπουλικό έργο είναι σημαντικότατος –και αναπόσπαστος- καθρέφτης του τι καταφέραμε όλοι μας να κρατήσουμε ζωντανό όλα αυτά τα χρόνια. Ας το δεχτούμε με ευγνωμοσύνη και ελεύθερο κριτήριο, όσο έχει τη δύναμη να μας χαρίζεται ζωντανό- κι ας διαφωνούμε όσο θέλουμε με τον ίδιο το δημιουργό του.
Αύριο-μεθαύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Το αν θα γίνει μέρα μισαλλόδοξων χριστιανοσταλινοφασιστών που θα λογοκρίνουν ο ένας τον άλλoν ή μέρα ελεύθερα σκεπτόμενων και –υγειώς αυτή τη φορά- δημοκρατικών ανθρώπων είναι στο δικό μας χέρι και μόνο.
Ακούω πως ο Σαββόπουλος έκανε δύο σπουδαίες συναυλίες στο Gagarin. Δεν μπόρεσα να πάω δυστυχώς, λόγω της περιοδείας. Φίλοι που ήταν εκεί, μου λένε πως δεν υπήρχε ίχνος της ανασφάλειας, της γλυκερότητας, ή του γνωστού φιλοσοφικού μανιχαϊσμού, που έχει απλωθεί για πολλά χρόνια τώρα πάνω στη δημόσια παρουσία και σκέψη του μεγάλου καλλιτέχνη-και τον έχει φυλακίσει και στη γνωστή, πικρά ομολογημένη απ’τον ίδιο, δημιουργική αδράνεια. Στενοχωρήθηκα που το έχασα.
Ακόμα, όμως, περισσότερο, στενοχωρήθηκα που το επίπεδο της αρνητικής κριτικής προς τη συναυλία έγινε με όρους κατηχητικού και ιδεολογικής καθαρότητας. Δεν είμαι υπέρ του απυρόβλητου, φυσικά. Η κριτική ενός έργου πρέπει να είναι αυστηρότατη, να γίνεται όμως μόνο με καλλιτεχνικά κριτήρια, ποτέ με ιδεολογικά. Έχουμε απόλυτη ελευθερία –και υποχρέωση, όσοι σκεφτόμαστε- να κρίνουμε ιδεολογικά τις πολιτικές που διαφημίζει αυτοκλήτως κάθε τόσο ο Σαββόπουλος, την υπουργοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη ή του Θάνου Μικρούτσικου, τον συναγελασμό των περισσοτέρων –φευ- επιφανών καλλιτεχνών μας (είτε δηλώνουν «αντισυστημικοί» είτε όχι) με φαιδρά και ασήμαντα μεγέθη της πολιτικής και επιχειρηματικής εξουσίας.
Το να μας επηρεάσουν, όμως, τα παραπάνω τις στιγμές της ακρόασης ενός τραγουδιού ή της ανάγνωσης ενός ποιήματος, είναι καθαρός βιασμός του πώς λειτουργεί το πνεύμα. Γινόμαστε ίδιοι μ’αυτούς που εμπόδισαν την παράσταση στο Χυτήριο γιατί ενόχλησε την πίστη τους και μ’αυτούς που έκοβαν τα πέη από τ’αγάλματα γιατί δεν το άντεχε η άμεμπτη ηθική τους.
Η Τέχνη –και τα καλά που κουβαλάει μαζί της- ανήκουν σε όλους, όχι μόνο στους ομοϊδεάτες των καλλιτεχνών. Αλλιώς κανένας αριστερός δεν θα έπρεπε να βλέπει ποτέ Χίτσκοκ ή να ακούει Βαμβακάρη και κανένας δεξιός ν’ακούει Clash ή Θεοδωράκη. Όλοι θα ήμασταν καλά παιδάκια μέσα στο κοπάδι μας, χωρίς κανένα περιθώριο να σηκωθούμε από την κοινή μας φτώχεια. Η εποχή είναι τραγική, η εγκληματική επιπολαιότητα –και η κατευθυνόμενη ανηθικότητα- των πολιτικών μας εξουσιών, διέλυσαν τους πιο αδύναμους από μας, εξουθένωσαν υλικά και πνευματικά την κοινωνία μας (κι αυτό πολύ πριν από την κρίση). Τα όσα δημιούργησε ο ελληνικός πολιτισμός απ’το ’45 και μετά είναι τα μόνα δώρα που μπορούν ακόμα να μας βοηθήσουν να σκεφτούμε καθαρά και να υψώσουμε ένα ανάστημα απέναντι στο απειλητικό αύριο. Το Σαββοπουλικό έργο είναι σημαντικότατος –και αναπόσπαστος- καθρέφτης του τι καταφέραμε όλοι μας να κρατήσουμε ζωντανό όλα αυτά τα χρόνια. Ας το δεχτούμε με ευγνωμοσύνη και ελεύθερο κριτήριο, όσο έχει τη δύναμη να μας χαρίζεται ζωντανό- κι ας διαφωνούμε όσο θέλουμε με τον ίδιο το δημιουργό του.
Αύριο-μεθαύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Το αν θα γίνει μέρα μισαλλόδοξων χριστιανοσταλινοφασιστών που θα λογοκρίνουν ο ένας τον άλλoν ή μέρα ελεύθερα σκεπτόμενων και –υγειώς αυτή τη φορά- δημοκρατικών ανθρώπων είναι στο δικό μας χέρι και μόνο.