Δύο νέες κυκλοφορίες με βάλανε σε κάποιες σκέψεις για τους λόγους που ακούω ή δεν ακούω κάποιους απ’ τους πολλούς μουσικούς μεσίες της μιας εβδομάδας. Όχι ότι χάνω πολλή φαιά ουσία επί του θέματος (δε μου έχει μείνει και πολλή άλλωστε) αλλά, να, κουβέντα να γίνεται.
Μ’ έφαγε τις προάλλες ένας φίλος ν’ ακούσω τις Savages. OK, δε χαλάω χατίρια όταν έχω τις καλές μου και έβαλα κι άκουσα. Ρολαριστά ντραμς, κιθάρες που σκούζουν σαν ασθενοφόρο που τρέχει στα επείγοντα, βαριές κι ασήκωτες μπασογραμμές και μια φωνή γεμάτη αγωνία, ανησυχία, άγχος και πολλή αγανάκτηση. Χμ, ενδιαφέρον. Αλλά μου θυμίζει τόσα πολλά που αντί να κάθομαι και ν’ ακούω τα κομμάτια ξύνω το κεφάλι προσπαθώντας να θυμηθώ πού το έχω ξανακούσει αυτό, το άλλο, το παράλλο. Καταλαβαίνω ότι κάποιος με πιο παρθένα αυτιά εντυπωσιάζεται με κάτι τέτοια. Ποια είναι αυτά τα τέτοια; Αυτά που έκανε επί δυο δεκαετίες περίπου η μαντάμ Siouxsie Sioux. Και τα έκανε πολύ καλύτερα, πιο εντυπωσιακά και με μεγαλύτερη πειθώ. Και με λίγο μαύρο χιούμορ. Και μιλάω για χιούμορ γιατί έβαλα κάτι βίντεο των κοριτσιών στο youtube και δείχνουνε πιο σοβαροφανείς κι από τον Πλιάτσικα. (Εντάξει, υπερβάλλω, το ξέρω ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, αλλά επιτρέψτε μου την ποιητική άδεια).
Το έψαξα λίγο παραπάνω το θέμα και ξενέρωσα περισσότερο. Διάβασα κάτι συνεντεύξεις όπου έπαιζαν πολύ κάτι τσιτάτα του τύπου «οι στίχοι μας λένε την αλήθεια» και «θέλουμε να συνειδητοποιηθούν αυτοί που μας ακούνε». Στοπ. Αρκετά.
Οι Savages είναι κάτι σαν τα τετράδυμα μπάσταρδα του Ian Curtis με τη Siouxsie που τα ξεγέννησε παράνομα σε κάποιο σοκάκι του Μάντσεστερ ο Martin Hannett (αιωνία του η μνήμη). Πριν από τριάντα χρόνια θα μπορούσαν να ανήκουν στο ρόστερ της 4AD και τα εξώφυλλά τους να τα φιλοτεχνούσε ο Vaughan Oliver και να γουστάραμε όλοι. Οι στίχοι και η επιθετικότητα θυμίζουν τις Au Pairs για τους παλιότερους. Θα ανοίγανε για τους Bauhaus στην αρχή, ύστερα θα βγάζανε πέντε άλμπουμ και μετά μια ή δυο απ’ αυτές θα έφευγαν και θα έφτιαχναν άλλο γκρουπ που θα έμοιαζε αρκετά με το original ώστε να το ακούνε οι παλιοί fans και ταυτόχρονα θα ήταν αρκετά διαφορετικό ώστε να αντιμετωπιστεί σαν κάτι φρέσκο και «τώρα». Σήμερα, το 2013, το «Silence Yourself» (ελληνιστί «βούλωσ’ το) είναι ένα άλμπουμ γαντζωμένο σφιχτά στα 80ς, τόσο πολύ που πνίγεται από το βάρος της υποτιθέμενης σπουδαιότητάς.τους.
Έπειτα είναι το καινούριο Daft Punk. Αν οι Savages «ζουν» στη χρυσή εποχή του post punk, οι δύο Γάλλοι με τα κράνη ταξιδεύουν στα 70ς. Πρώτα το «Get Lucky» μας πάει κατευθείαν πίσω στο ’77, όταν η disco είχε «ασπρίσει» και γκρουπ όπως οι Space (βλέπε παρακάτω) ήταν χαμένοι στο disco διάστημα. Μάλιστα οι δυο Γάλλοι για να κάνουν την ολική επαναφορά χρησιμοποίησαν και τους γκουρού Giorgio Moroder και Nile Rodgers για να βγάλουν ένα Β’ διαλογής disco κομμάτι που θα περνούσε στα ψιλά αν δεν υπήρχε το φοβερό hype πίσω του.
Και το υπόλοιπο «Random Access Memories» είναι επίσης τόσο πολύ βασισμένο στα 70ς που θα μπορούσες να πεις ότι είναι tribute στην εποχή της χλίδας, των concept albums και της μεγαλομανίας, και όχι απαραίτητα με την κακή έννοια. Είναι μεγαλοπρεπές, μελετημένο, «σπουδαγμένο» και γεμάτο αναφορές στη χρυσή εποχή του AOR και του glitter. Εδώ οι δυο Γάλλοι μουσικοί δείχνουν μια φιλοδοξία ασυνήθιστη για σύγχρονα σχήματα. Είναι σαν να προσπαθούν να κάνουν ένα κλασικό άλμπουμ, έναν ευρύτερα αποδεκτό δίσκο που θα μείνει και θα σημαδέψει την εποχή του, όπως είχε συμβεί με πολλούς δίσκους των 70ς που στρογγυλοκάθονται στις δισκοθήκες σαν ιερές αγελάδες. Κάτι που έχουμε να δούμε πολλά χρόνια δηλαδή.
Δεν ξέρω όμως αν το κοινό που απευθύνονται οι Daft Punk έχει την προσοχή και την υπομονή να το κάνει δικό του, να το δει σαν ένα πολύτιμο προϊόν της εποχής του, σαν κάτι που θα βάλει στα ακουστικά να ακούσει ύστερα από μερικούς μήνες. Aλλά προς το παρόν βγάζω το κράνος μου στα δυο Γαλλόπουλα για τη φιλοδοξία και το θράσος τους.