Ο πρόσφατος θάνατος του Νέλσον Μαντέλα σε συνδυασμό με το οσκαρικό ντοκιμαντέρ για τον Sixto Rodriguez που είδα επίσης πρόσφατα και η διάλυση των Puressence με έβαλαν σε ένα περίεργο τριπ αλλόκοτων συνειρμών. Θα μου πείτε, ρε φίλε, πώς είναι δυνατόν να έχεις βάλει τον Rodriguez, τον Νέλσον Μαντέλα και τους Puressence στην ίδια πρόταση χωρίς να έχει πέσει φωτιά να σε κάψει; Θα σας απαντήσω ότι οι θεοί της μουσικής κοιμούνται τώρα τελευταία και τη γλίτωσα.
Το Searching for Sugar Man του Σουηδού σκηνοθέτη και φαν Malik Bendjelloul είναι πραγματικά ένα έργο αγάπης για έναν μουσικό που έβγαλε δύο απίστευτα άλμπουμ το ‘70 και το ’71, πούλησε έξι αντίτυπα από το καθένα στην Αμερική και ύστερα εξαφανίστηκε λες και τον απήγαγαν εξωγήινοι και βγήκαν να τον ψάχνουν ο Μόλντερ και η Σκάλι.
Η ροκ μυθολογία έχει κάμποσες παράξενες ιστορίες και ο μεξικανο-αμερικανός μουσικός από το Ντιτρόιτ είναι πρωταγωνιστής σε μια απ’ αυτές. Σύμφωνα με την έρευνα ενός συλλέκτη δίσκων και ενός μουσικού δημοσιογράφου από τη Νότια Αφρική, ένας από τους δίσκους του σπουδαίου τροβαδούρου έφτασε στη χώρα σε κασέτα και η μουσική του δημιούργησε τέτοιο σάλο που έκανε μια δισκογραφική να τυπώσει τους δυο δίσκους εκεί με αποτέλεσμα να πουληθούν εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Αλλά η μανία με τον χαμένο μουσικό δεν σταμάτησε εκεί: τα τραγούδια του έγιναν ύμνοι της πάλης των νέων ανθρώπων κατά του απαρτχάιντ. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου μια υπάλληλος του κρατικού ραδιοφώνου της εποχής δείχνει ένα δίσκο του Rodriguez με τα «απαγορευμένα τραγούδια» χαραγμένα με καρφί για να μην μπορούν να παιχτούν στον αέρα. Όμως τα τραγούδια μπήκαν σε κάθε προοδευτικό σπίτι, σε κάθε φοιτητικό δωμάτιο. Επίσης οι φήμες που κυκλοφορούσαν για τον «εξαφανισμένο» μουσικό στην αφρικανική χώρα τον ήθελαν να έχει τινάξει τα μυαλά του στον αέρα ή να αυτοπυρπολείται επί σκηνής.
Με δυο λόγια, ο Sixto Rodriguez ήταν για τη Νότια Αφρική ο Bob Dylan, o John Lennon, o Jim Morrison, ή και οι τρεις μαζί. Όλοι έχουν ανάγκη τους ήρωές τους. Όταν μάλιστα αποκαλύφθηκε ότι ο μυστηριώδης κύριος με τα μαύρα γυαλιά ήταν ολοζώντανος και δούλευε οικοδομή στη γενέτειρά του, τον κάλεσαν αμέσως για συναυλίες και τον υποδέχτηκαν σαν πραγματικό ήρωα. Οι σκηνές της πρώτης εμφάνισης του σπάνιου αυτού μουσικού μπροστά στο πολυπληθές κοινό του είναι τουλάχιστον συγκινητικές. Και το πρώτο πράγμα που μου έφερε στο μυαλό η είδηση του θανάτου του μεγάλου αφρικανού ηγέτη ήταν οι εικόνες των νέων που συγκρούονται με την αστυνομία υπό τους ήχους του Rodriguez στο Searching for Sugar Man. Πιστεύω επίσης ότι τα Cold Fact και Coming from Reality είναι δύο δίσκοι που θα κάνουν καλό σε κάθε δισκοθήκη.
Με δυο λόγια, ο Rodriguez ήταν παντελώς άγνωστος στην πατρίδα του αλλά ήρωας στη Νότια Αφρική. Κάτι αντίστοιχο συνέβη κι εδώ με τους Puressence. Εντελώς σε άλλη κλίμακα βέβαια. «Pure who?» ρωτάγανε οι Άγγλοι, κι εμείς εδώ τους είχαμε κάνει Joy Division. Μετά την πρώτη εμφάνισή τους (στο Ρόδον νομίζω) είχαν δηλώσει ότι τρόμαξαν όταν βγήκαν στη σκηνή γιατί δεν είχαν ξαναδεί τόσο κόσμο μπροστά τους. Στη συνέχεια έρχονταν στην Ελλάδα με τη συχνότητα που έρχεται σήμερα η τρόικα, έπαιξαν σε κάθε πόλη που έχει χώρο με σκηνή και ηχητικό σύστημα, έπαιξαν σε κομματικό φεστιβάλ, ύστερα ήρθαν και έπαιξαν unplugged, και μόνο υποψήφιοι για το Δήμο Αθηναίων δεν κατέβηκαν.
Για μένα, οι Puressence που επιτέλους αποφάσισαν να ταλαιπωρούν τον κόσμο με τη μετριότητά τους, είχαν μεγάλη συμβολική σημασία. Οι λόγοι που αγαπήθηκαν τόσο πολύ στη χώρα μας δεν ήταν μεγάλο μυστήριο. Ο ήχος τους ήταν αυτό το άγευστο, άοσμο, ακίνδυνο πράγμα που είναι ό,τι πρέπει για το άγευστο, άοσμο, ακίνδυνο «ροκ» ραδιόφωνο στην Ελλάδα. Είναι εύπεπτο και δεν ενοχλεί κανέναν. Δε θα ξεχάσω τη φοβερή ατάκα χαζογκόμενας πρωινής εκπομπής στον κατ’ εξοχήν «ροκ» σταθμό να λέει όταν κυκλοφόρησε το St. Anger των Metallica: «Κυκλοφόρησε το καινούργιο άλμπουμ των Metallica και πήγε κατευθείαν στο νούμερο ένα στην Αμερική. Κρίμα που δεν μπορούμε να παίξουμε Metallica σ’ αυτή την εκπομπή». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που νομίζουν ότι ο Moby και οι Hooverphonic είναι ροκ.
Οι Puressence ήταν λίγο James, λίγο Joy Division, λίγο Coldplay, λίγο Travis, το «βασανισμένο» φαλσέτο του τραγουδιστή, ένας στίχος αόριστα μελαγχολικός που κλαψούριζε χωρίς να λέει κάτι σπουδαίο και μια σεμνότητα που στην ουσία έκρυβε την έλλειψη προσωπικότητας. Κι επειδή ως λαός αρεσκόμαστε ιδιαίτερα στην κλαψομουνία - την έχουμε μάλιστα ονομάσει και «έντεχνο» - τους δώσαμε στέγη, τους αγκαλιάσαμε και τους λατρέψαμε για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα που δεν αρμόζει σε ποπ συγκρότημα του σωρού.
Ανυπομονώ για το reunion που θα κάνουν σε μερικά χρόνια και μαζεύω στοιχήματα για το πού θα παίξουν πρώτα.
Σχετικό θέμα