Αυτό το κυριακάτικο πρωινό με ιδιαίτερη υπερηφάνεια δημοσιεύουμε το διήγημα "Λήθη" του συντάκτη μας Χρήστου Χριστόπουλου. Ως είθισται για τη στήλη μας, η ιστορία συνοδεύεται από μια λίστα τραγουδιών. Σας προτρέπουμε να πατήσετε από τώρα το play και υπό τους ήχους των μουσικών που επέλεξε ο Χρήστος να αφεθείτε στα χέρια της Ανλίθ και του Ζένιλοβ.
Λ Η Θ Η - Χρήστος Χριστόπουλος
Η Ανλίθ στεκόταν στην όχθη του ποταμού και παρατηρούσε. Παρατηρούσε με την άκρη του ματιού της, μία την κρυστάλλινη ομίχλη που κάλυπτε σαν πέπλο τα νερά, και μία το συγκεντρωμένο πλήθος κατά μήκος της όχθης. Τόσος κόσμος, και όμως επικρατούσε γαλήνη. Ούτε φωνές, ούτε φασαρία, τίποτα. Στέκονταν όλοι υπομονετικά και περίμεναν τη σειρά τους. Από το ομιχλώδες ποτάμι, έβλεπε να ξεπροβάλλουν βάρκες, που φτάνοντας στην όχθη επιβίβαζαν τον κόσμο που περίμενε, ένας σε κάθε βάρκα. Της άρεσε αυτή η γαλήνη. Δεν είχε συνηθίσει κάτι τέτοιο. Όπως της άρεσε και το μυστήριο που ξετυλιγόταν μπροστά της. Από πού έρχονταν όλες αυτές οι βάρκες; Και κυρίως, πού πήγαιναν; Η απέναντι πλευρά του ποταμού δε φαινόταν, εξαιτίας της ομίχλης, όμως ήταν σίγουρη πως κάτι πολύ ενδιαφέρον βρισκόταν εκεί. Για να υπάρχει τόσος κόσμος που θέλει να διασχίσει τον ποταμό, κάτι ωραίο θα συνέβαινε, και ήθελε πολύ να μάθει τι.
Ξάφνου, μία βάρκα σταμάτησε μπροστά της. Ο βαρκάρης της, ένας νέος στην ηλικία της περίπου, φορούσε ένα μακρύ ως τους αστραγάλους του λευκό χιτώνα, και τα μαύρα μαλλιά του ανέμιζαν γύρω από το πρόσωπό του, αν και αέρας δε φυσούσε. Της έκανε ένα νεύμα να μπει στη βάρκα, και η Ανλίθ, κρατώντας το κόκκινο σαν αίμα φόρεμα της, κάθισε αντίκρυ του. Τότε ήταν που τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του, και η καρδιά της ένα ρίγος πρωτόγνωρο. Το βλέμμα του ήταν τόσο αλλόκοτο! Τα μάτια του ήταν ολόλευκα, μα φλόγες ξεχύθηκαν από μέσα τους μόλις την κοίταξε. Ένα αδιόρατο χαμόγελο χαλάρωσε λίγο τα σφιγμένα χείλη του, και ξεκινώντας να κωπηλατεί, άφησαν πίσω την όχθη με τον κόσμο που ολοένα πλήθαινε. Αυτή η βόλτα θα της έμενε αξέχαστη, σκέφτηκε.
Όσο διέσχιζαν τον ποταμό, η ομίχλη αραίωνε, και η Ανλίθ μπορούσε να δει τα καθάρια, γαλανά νερά να καθρεφτίζουν το είδωλό της. Ένιωθε μια απροσδιόριστη δύναμη να την πλημμυρίζει με ευτυχία. Δεν ήξερε γιατί, δεν είχε άλλωστε ποτέ μέχρι τότε ερωτευτεί. Όμως τώρα, κι ας μην το είχε καταλάβει, είχε ερωτευτεί εκείνο το παράξενο αγόρι με τα φλογισμένα μάτια, που την ταξίδευε στην πιο ωραία βόλτα της ζωής της. Δε μιλούσαν, μόνο κοιτάζονταν, όμως ήταν σα να επικοινωνούσαν οι ψυχές τους. Γιατί και για τον Ζένιλοβ ήταν κάτι καινούριο όλο αυτό. Οι εντολές του ήταν ξεκάθαρες - η δουλειά του δεν επέτρεπε να εκφράζει κανενός είδους συναίσθημα σε όσους ανέβαιναν για βόλτα στη βάρκα του. Κι όμως, η εικόνα της Ανλίθ, η γλυκιά μελαγχολία του προσώπου της, τον παρέσυρε στην ανυπακοή. Το βλέμμα της έκανε την καρδιά του να σφυροκοπά στο στήθος του, λες και ήταν η πρώτη φορά που χτυπούσε αληθινά. Και τα μαύρα του μαλλιά, που ανέμιζαν στο πρόσωπό του σα να ήθελαν να το κρύψουν, τώρα χόρευαν γύρω από το κεφάλι του σαν παιδιά που χοροπηδούν για να πάρουν το γλυκό που τους δίνει η μητέρα τους.
Η Ανλίθ έβλεπε κατευθείαν μέσα στην ψυχή του, σαν οι αισθήσεις της να είχαν οξυνθεί απότομα, και άρχισε να γελάει. Πρώτη φορά ένοιωθε τόσο χαρούμενη, ανέμελη. Ήθελε μόνο να κοιτάζει τον Ζένιλοβ. Κι εκείνος, ανίκανος να αντισταθεί σε αυτήν την εικόνα που τον αγαλλίαζε, της χαμογέλασε, και αμέσως το πρόσωπό του έλαμψε. Εκείνη τη στιγμή, δύο δελφίνια ξεπήδησαν από τα νερά του ποταμού και, περνώντας πάνω από τη βάρκα, τους έκαναν μούσκεμα. Αμέσως και οι δύο έβαλαν τα γέλια, απολαμβάνοντας το αναπάντεχο αυτό συναπάντημα, ενώ τα δελφίνια πλέον είχαν γίνει ολόκληρο κοπάδι που τους συνόδευε στη βόλτα τους. Η Ανλίθ νόμιζε πως ζούσε σε όνειρο, μα όλα ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Η μαγεία που τους περιέβαλλε, ήταν σίγουρη πως οφειλόταν στον Ζένιλοβ, μα ήταν πραγματική. Γιατί είδε κι άλλα. Είδε, όπως η βάρκα έσχιζε τα νερά του ποταμού, να ξεπροβάλλουν κάθε λογής πολύχρωμα άνθη αριστερά και δεξιά τους, και παραμυθένια αρώματα να ξεχύνονται στον αέρα από ολόφρεσκα μπουμπούκια. Η ομίχλη πλέον είχε παραμερίσει, και είχε δώσει τη θέση της σε έναν ολόλαμπρο ουρανό, τον οποίο έκοβε στα δύο ένα ουράνιο τόξο, που η ομορφιά του της έφερε δάκρυα στα μάτια. Τι περίεργο μέρος ήταν αυτό. Δε θυμόταν καν πως βρέθηκε στην όχθη αυτού του αλλόκοτου ποταμού. Σημασία έχει ότι ζούσε τις πιο μαγικές της στιγμές, κι ακόμη και όνειρο να ήταν, δεν ήθελε να ξυπνήσει ποτέ από αυτό. Ήθελε αυτή η βόλτα να κρατήσει για πάντα, και τα θαύματα που της χάριζε απλόχερα ο μαγικός της πρίγκιπας να τα ζήσει μαζί του απολαμβάνοντας την κάθε λεπτομέρεια.
Ο Ζένιλοβ ένιωθε κι εκείνος τη μαγεία που είχε πλημμυρίσει τα πάντα και πίστευε ότι όσα ζούσε οφείλονταν στην Ανλίθ. Την κοιτούσε, μέσα στο κατακόκκινο φόρεμά της, να του γελάει, και τα χαρακτηριστικά της να του προκαλούν ανατριχίλα. Ό,τι θυμόταν από τον εαυτό του ήταν να επιβιβάζει διαρκώς ανθρώπους στη βάρκα του - άντρες, γυναίκες, νέους, γέρους, παιδιά - και σαν υπνωτισμένος να τους οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού, προτού επιστρέψει για να πάρει τον επόμενο. Δε μιλούσε ποτέ με κανέναν, δεν ένιωθε ποτέ τίποτα. Ήταν η δουλειά του αυτή. Ο μοναδικός ήχος που έφτανε στ’ αυτιά του ήταν από τα νερά του ποταμού που έσχιζε με τα κουπιά. Μα τώρα τα αυτιά του μάγευε με τη μελιστάλαχτη φωνή της η πεντάμορφη πριγκίπισσά του, που καθόταν αντίκρυ του και του τραγουδούσε. Τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της ανέμιζαν με το ανάλαφρο αεράκι και το τραγούδι της προσέλκυε σπάνια πουλιά γύρω τους, τα οποία, μες στην ομορφιά των χρωμάτων τους, μιμούνταν το τραγούδι της Ανλίθ, σχηματίζοντας μια χορωδία που έκανε τις αισθήσεις του να χοροπηδούν σαν τρελές. Έτσι ήθελε να είναι η ζωή του από εδώ και στο εξής. Να πηγαίνει βόλτες την καλή του νεράιδα, κι εκείνη να του τραγουδά, δίχως να τους νοιάζει τίποτα.
Η Ανλίθ ένιωθε μια ακατανίκητη ανάγκη να χωθεί στην αγκαλιά του Ζένιλοβ και να μείνει εκεί, ασφαλής και ερωτευμένη. Σα να άκουσε εκείνος τη σκέψη της, άφησε από τα χέρια του τα κουπιά και έβαλε τα χέρια της Ανλίθ μέσα στα δικά του μεταδίδοντάς της τη ζεστασιά του, την τράβηξε απαλά προς το μέρος του, και γέρνοντας πίσω, την ξάπλωσε μέσα στην αγκαλιά του, αφήνοντας τα νερά του ποταμού να οδηγήσουν τη βάρκα όπου εκείνα ήθελαν. Δεν είχε σημασία το που θα τους πήγαινε ο ποταμός. Εκείνοι είχαν όσα χρειάζονταν, τα είχαν βρει ο ένας στον άλλο.
Όμως, ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Ο ουρανός συννέφιασε μέσα σε μια στιγμή και μαύρη ομίχλη κάλυψε τα πάντα, κάνοντας τα πουλιά που μαγεμένα τραγουδούσαν μέχρι τότε να πέσουν νεκρά στην επιφάνεια του ποταμού. Τα λουλούδια που είχαν πλημμυρίσει με την ευωδιά τους την ατμόσφαιρα μέσα σε δευτερόλεπτα έχασαν τους ανθούς και τα πέταλά τους και βρέθηκαν να κείτονται μαραμένα πάνω στα παγωμένα νερά. Τα δελφίνια που τους συνόδευαν στη βόλτα τους, σαν κάποια δύναμη να μίσησε την ομορφιά τους, εκσφενδονίστηκαν με δύναμη προς τον ουρανό, κι έμειναν εκεί, ακινητοποιημένα, να κλαίνε που δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο νερό. Τότε ο ουρανός άστραψε και τα σύννεφα άφησαν το υγρό φορτίο τους με ορμή. Η Ανλίθ τυλίχτηκε γύρω από τον Ζένιλοβ κι εκείνος τη σφιχταγκάλιασε για να την προστατεύσει από τη βροχή. ‘Δε με νοιάζει τίποτα. Αυτό που έζησα μαζί σου τίποτα δεν μπορεί να μου το χαλάσει’ του είπε. ‘Τίποτα’ συμφώνησε κι εκείνος, και την κράτησε πιο σφιχτά, φέρνοντας τα χείλη του στα δικά της. Το φιλί τους ήταν η άμυνα που είχαν απέναντι στο κακό που είχε ζώσει τα πάντα με την καταχνιά του.
Τότε, μέσα από τον ομιχλώδη ουρανό ξεπρόβαλαν δύο παράξενα, φτερωτά πλάσματα, που με μία εκτυφλωτική λάμψη τράβηξαν την προσοχή πάνω τους. ‘Εσύ προκάλεσες αυτή την αναστάτωση;’ απευθύνθηκε στην Ανλίθ το μεγαλύτερο από τα δύο πλάσματα, που η όψη τους άλλαζε συνεχώς μορφή, σα να αποτελούνταν από κάποιο υγρό στοιχείο, που κυλούσε αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά τους. ‘Ποια αναστάτωση, δεν καταλαβαίνω’ απάντησε με άγνοια κινδύνου η Ανλίθ, που δεν είχε κατανοήσει το ρόλο αυτών των πλασμάτων. Όμως η απάντηση του παράξενου άγγελου φρόντισε να της το κάνει σαφές. ‘Το νήμα της ζωής σου τελείωσε τη στιγμή που βρέθηκες στην όχθη αυτού του ποταμού. Η θέση σου είναι απέναντι, στο Μετά. Και ο ρόλος του Ζένιλοβ είναι απλά να σε μεταφέρει, δίχως συναισθηματική φόρτιση. Όμως παράκουσε τις εντολές’ είπε, ενώ περιτριγύριζαν τη βάρκα με μεγάλη ταχύτητα, ζαλίζοντας την Ανλίθ και τον Ζένιλοβ με τη λάμψη και τις εναλλασσόμενες μορφές τους. Πριν προλάβει η Ανλίθ να εκφράσει την αντίθεσή της, ο μικρότερος άγγελος την ανύψωσε από τη βάρκα με μία κίνηση του χεριού του και την άφησε να αιωρείται, με το φόρεμα και τα μαλλιά της να ανεμίζουν μέσα στην ομίχλη. ‘Όσο για σένα Ζένιλοβ, η τιμωρία σου θα είναι πολύ σκληρή’ του είπαν με μια φωνή, και εξαφανίστηκαν το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθαν, παίρνοντας μαζί τους και την καταιγίδα με την ομίχλη. Η Ανλίθ, αιωρούμενη πάνω από τη βάρκα, ένιωσε μια δύναμη να την τραβάει μακριά, και άπλωσε το χέρι της προς τον Ζένιλοβ που της φώναξε ‘Σ’αγαπώ!’ κρατώντας το χέρι της. Όμως ήταν πάνω από τις δυνάμεις του, δεν μπορούσε να την συγκρατήσει, κι εκείνη αφέθηκε στο ρεύμα που την τράβηξε πέρα, στο άγνωστο του Μετά, και του ψιθύρισε με το πιο γλυκό της χαμόγελο, ‘Μην με ξεχάσεις…’ προτού χαθεί από τα μάτια του, εγκαταλείποντας αυτό το μεταβατικό μεταξύ ζωής και θανάτου αλλόκοτο μέρος, όπου έζησε όσα δεν είχε ζήσει στο υπόλοιπο της ζωής της.
Ο Ζένιλοβ, βλέποντάς την να χάνεται, ένιωσε δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια του - για μια στιγμή μόνο. Ξαφνικά τα μαλλιά του κάλυψαν πάλι το πρόσωπό του και τα χέρια του έπιασαν τα κουπιά. Η Ανλίθ πέρασε στη λήθη για εκείνον. Η τιμωρία που του είχαν επιδικάσει οι άγγελοι ήταν η πιο σκληρή απ’ όλες. Να ξεχάσει εκείνη που τον έκανε να νιώθει ζωντανός.
Έτσι, κίνησε με τη βάρκα πάλι προς την όχθη, έτοιμος να μεταφέρει τον επόμενο νεκρό στο Μετά.
Το MixGrill πηγαίνει και στο tape.ly. Ακούστε τη σημερινή λίστα Lethe (means Oblivion) @ tape.ly
Τα τραγούδια
01. Fever Ray - Keep The Streets Empty For Me
02. Austra - Darken Her Horse
03. Movement - Ivory
04. M/O/O/N/ - Dust
05. Caribou - Back Home
06. Junior Boys - Parallel Lines
07. Trust - Candy Walls
08. Matthew Dear - Slowdance
09. Tricky - Broken Homes
10. Björk - Isobel
11. Fiona Apple - Hot Knife
12. Cocorosie - The Moon Asked The Crow
13. Röyksopp & Robyn - Inside The Idle Hour Club
14. Vermont - Majestät
15. Symmetry - Over The Edge
16. Gold Zebra - Everything Beautiful Is Transient
17. Glass Candy - Digital Versicolor
18. Electrelane - The Valleys
19. Tiamat - Do You Dream Of Me?
20. The Knife - From Off To On
* Την ιστορία συνοδεύουν οι πίνακες "The Waters of Lethe" του Thomas Benjamin Kennington (1856–1916) και "The Waters of Lethe and the Plain of Elysium" του John Roddam Spencer Stanhope (1829–1908) και το χαρακτικό "Submersion in Lethe" του Gustave Dore (1832–1883).
Λ Η Θ Η - Χρήστος Χριστόπουλος
Η Ανλίθ στεκόταν στην όχθη του ποταμού και παρατηρούσε. Παρατηρούσε με την άκρη του ματιού της, μία την κρυστάλλινη ομίχλη που κάλυπτε σαν πέπλο τα νερά, και μία το συγκεντρωμένο πλήθος κατά μήκος της όχθης. Τόσος κόσμος, και όμως επικρατούσε γαλήνη. Ούτε φωνές, ούτε φασαρία, τίποτα. Στέκονταν όλοι υπομονετικά και περίμεναν τη σειρά τους. Από το ομιχλώδες ποτάμι, έβλεπε να ξεπροβάλλουν βάρκες, που φτάνοντας στην όχθη επιβίβαζαν τον κόσμο που περίμενε, ένας σε κάθε βάρκα. Της άρεσε αυτή η γαλήνη. Δεν είχε συνηθίσει κάτι τέτοιο. Όπως της άρεσε και το μυστήριο που ξετυλιγόταν μπροστά της. Από πού έρχονταν όλες αυτές οι βάρκες; Και κυρίως, πού πήγαιναν; Η απέναντι πλευρά του ποταμού δε φαινόταν, εξαιτίας της ομίχλης, όμως ήταν σίγουρη πως κάτι πολύ ενδιαφέρον βρισκόταν εκεί. Για να υπάρχει τόσος κόσμος που θέλει να διασχίσει τον ποταμό, κάτι ωραίο θα συνέβαινε, και ήθελε πολύ να μάθει τι.
Ξάφνου, μία βάρκα σταμάτησε μπροστά της. Ο βαρκάρης της, ένας νέος στην ηλικία της περίπου, φορούσε ένα μακρύ ως τους αστραγάλους του λευκό χιτώνα, και τα μαύρα μαλλιά του ανέμιζαν γύρω από το πρόσωπό του, αν και αέρας δε φυσούσε. Της έκανε ένα νεύμα να μπει στη βάρκα, και η Ανλίθ, κρατώντας το κόκκινο σαν αίμα φόρεμα της, κάθισε αντίκρυ του. Τότε ήταν που τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του, και η καρδιά της ένα ρίγος πρωτόγνωρο. Το βλέμμα του ήταν τόσο αλλόκοτο! Τα μάτια του ήταν ολόλευκα, μα φλόγες ξεχύθηκαν από μέσα τους μόλις την κοίταξε. Ένα αδιόρατο χαμόγελο χαλάρωσε λίγο τα σφιγμένα χείλη του, και ξεκινώντας να κωπηλατεί, άφησαν πίσω την όχθη με τον κόσμο που ολοένα πλήθαινε. Αυτή η βόλτα θα της έμενε αξέχαστη, σκέφτηκε.
Όσο διέσχιζαν τον ποταμό, η ομίχλη αραίωνε, και η Ανλίθ μπορούσε να δει τα καθάρια, γαλανά νερά να καθρεφτίζουν το είδωλό της. Ένιωθε μια απροσδιόριστη δύναμη να την πλημμυρίζει με ευτυχία. Δεν ήξερε γιατί, δεν είχε άλλωστε ποτέ μέχρι τότε ερωτευτεί. Όμως τώρα, κι ας μην το είχε καταλάβει, είχε ερωτευτεί εκείνο το παράξενο αγόρι με τα φλογισμένα μάτια, που την ταξίδευε στην πιο ωραία βόλτα της ζωής της. Δε μιλούσαν, μόνο κοιτάζονταν, όμως ήταν σα να επικοινωνούσαν οι ψυχές τους. Γιατί και για τον Ζένιλοβ ήταν κάτι καινούριο όλο αυτό. Οι εντολές του ήταν ξεκάθαρες - η δουλειά του δεν επέτρεπε να εκφράζει κανενός είδους συναίσθημα σε όσους ανέβαιναν για βόλτα στη βάρκα του. Κι όμως, η εικόνα της Ανλίθ, η γλυκιά μελαγχολία του προσώπου της, τον παρέσυρε στην ανυπακοή. Το βλέμμα της έκανε την καρδιά του να σφυροκοπά στο στήθος του, λες και ήταν η πρώτη φορά που χτυπούσε αληθινά. Και τα μαύρα του μαλλιά, που ανέμιζαν στο πρόσωπό του σα να ήθελαν να το κρύψουν, τώρα χόρευαν γύρω από το κεφάλι του σαν παιδιά που χοροπηδούν για να πάρουν το γλυκό που τους δίνει η μητέρα τους.
Η Ανλίθ έβλεπε κατευθείαν μέσα στην ψυχή του, σαν οι αισθήσεις της να είχαν οξυνθεί απότομα, και άρχισε να γελάει. Πρώτη φορά ένοιωθε τόσο χαρούμενη, ανέμελη. Ήθελε μόνο να κοιτάζει τον Ζένιλοβ. Κι εκείνος, ανίκανος να αντισταθεί σε αυτήν την εικόνα που τον αγαλλίαζε, της χαμογέλασε, και αμέσως το πρόσωπό του έλαμψε. Εκείνη τη στιγμή, δύο δελφίνια ξεπήδησαν από τα νερά του ποταμού και, περνώντας πάνω από τη βάρκα, τους έκαναν μούσκεμα. Αμέσως και οι δύο έβαλαν τα γέλια, απολαμβάνοντας το αναπάντεχο αυτό συναπάντημα, ενώ τα δελφίνια πλέον είχαν γίνει ολόκληρο κοπάδι που τους συνόδευε στη βόλτα τους. Η Ανλίθ νόμιζε πως ζούσε σε όνειρο, μα όλα ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Η μαγεία που τους περιέβαλλε, ήταν σίγουρη πως οφειλόταν στον Ζένιλοβ, μα ήταν πραγματική. Γιατί είδε κι άλλα. Είδε, όπως η βάρκα έσχιζε τα νερά του ποταμού, να ξεπροβάλλουν κάθε λογής πολύχρωμα άνθη αριστερά και δεξιά τους, και παραμυθένια αρώματα να ξεχύνονται στον αέρα από ολόφρεσκα μπουμπούκια. Η ομίχλη πλέον είχε παραμερίσει, και είχε δώσει τη θέση της σε έναν ολόλαμπρο ουρανό, τον οποίο έκοβε στα δύο ένα ουράνιο τόξο, που η ομορφιά του της έφερε δάκρυα στα μάτια. Τι περίεργο μέρος ήταν αυτό. Δε θυμόταν καν πως βρέθηκε στην όχθη αυτού του αλλόκοτου ποταμού. Σημασία έχει ότι ζούσε τις πιο μαγικές της στιγμές, κι ακόμη και όνειρο να ήταν, δεν ήθελε να ξυπνήσει ποτέ από αυτό. Ήθελε αυτή η βόλτα να κρατήσει για πάντα, και τα θαύματα που της χάριζε απλόχερα ο μαγικός της πρίγκιπας να τα ζήσει μαζί του απολαμβάνοντας την κάθε λεπτομέρεια.
Ο Ζένιλοβ ένιωθε κι εκείνος τη μαγεία που είχε πλημμυρίσει τα πάντα και πίστευε ότι όσα ζούσε οφείλονταν στην Ανλίθ. Την κοιτούσε, μέσα στο κατακόκκινο φόρεμά της, να του γελάει, και τα χαρακτηριστικά της να του προκαλούν ανατριχίλα. Ό,τι θυμόταν από τον εαυτό του ήταν να επιβιβάζει διαρκώς ανθρώπους στη βάρκα του - άντρες, γυναίκες, νέους, γέρους, παιδιά - και σαν υπνωτισμένος να τους οδηγεί στην απέναντι όχθη του ποταμού, προτού επιστρέψει για να πάρει τον επόμενο. Δε μιλούσε ποτέ με κανέναν, δεν ένιωθε ποτέ τίποτα. Ήταν η δουλειά του αυτή. Ο μοναδικός ήχος που έφτανε στ’ αυτιά του ήταν από τα νερά του ποταμού που έσχιζε με τα κουπιά. Μα τώρα τα αυτιά του μάγευε με τη μελιστάλαχτη φωνή της η πεντάμορφη πριγκίπισσά του, που καθόταν αντίκρυ του και του τραγουδούσε. Τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της ανέμιζαν με το ανάλαφρο αεράκι και το τραγούδι της προσέλκυε σπάνια πουλιά γύρω τους, τα οποία, μες στην ομορφιά των χρωμάτων τους, μιμούνταν το τραγούδι της Ανλίθ, σχηματίζοντας μια χορωδία που έκανε τις αισθήσεις του να χοροπηδούν σαν τρελές. Έτσι ήθελε να είναι η ζωή του από εδώ και στο εξής. Να πηγαίνει βόλτες την καλή του νεράιδα, κι εκείνη να του τραγουδά, δίχως να τους νοιάζει τίποτα.
Η Ανλίθ ένιωθε μια ακατανίκητη ανάγκη να χωθεί στην αγκαλιά του Ζένιλοβ και να μείνει εκεί, ασφαλής και ερωτευμένη. Σα να άκουσε εκείνος τη σκέψη της, άφησε από τα χέρια του τα κουπιά και έβαλε τα χέρια της Ανλίθ μέσα στα δικά του μεταδίδοντάς της τη ζεστασιά του, την τράβηξε απαλά προς το μέρος του, και γέρνοντας πίσω, την ξάπλωσε μέσα στην αγκαλιά του, αφήνοντας τα νερά του ποταμού να οδηγήσουν τη βάρκα όπου εκείνα ήθελαν. Δεν είχε σημασία το που θα τους πήγαινε ο ποταμός. Εκείνοι είχαν όσα χρειάζονταν, τα είχαν βρει ο ένας στον άλλο.
Όμως, ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Ο ουρανός συννέφιασε μέσα σε μια στιγμή και μαύρη ομίχλη κάλυψε τα πάντα, κάνοντας τα πουλιά που μαγεμένα τραγουδούσαν μέχρι τότε να πέσουν νεκρά στην επιφάνεια του ποταμού. Τα λουλούδια που είχαν πλημμυρίσει με την ευωδιά τους την ατμόσφαιρα μέσα σε δευτερόλεπτα έχασαν τους ανθούς και τα πέταλά τους και βρέθηκαν να κείτονται μαραμένα πάνω στα παγωμένα νερά. Τα δελφίνια που τους συνόδευαν στη βόλτα τους, σαν κάποια δύναμη να μίσησε την ομορφιά τους, εκσφενδονίστηκαν με δύναμη προς τον ουρανό, κι έμειναν εκεί, ακινητοποιημένα, να κλαίνε που δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο νερό. Τότε ο ουρανός άστραψε και τα σύννεφα άφησαν το υγρό φορτίο τους με ορμή. Η Ανλίθ τυλίχτηκε γύρω από τον Ζένιλοβ κι εκείνος τη σφιχταγκάλιασε για να την προστατεύσει από τη βροχή. ‘Δε με νοιάζει τίποτα. Αυτό που έζησα μαζί σου τίποτα δεν μπορεί να μου το χαλάσει’ του είπε. ‘Τίποτα’ συμφώνησε κι εκείνος, και την κράτησε πιο σφιχτά, φέρνοντας τα χείλη του στα δικά της. Το φιλί τους ήταν η άμυνα που είχαν απέναντι στο κακό που είχε ζώσει τα πάντα με την καταχνιά του.
Τότε, μέσα από τον ομιχλώδη ουρανό ξεπρόβαλαν δύο παράξενα, φτερωτά πλάσματα, που με μία εκτυφλωτική λάμψη τράβηξαν την προσοχή πάνω τους. ‘Εσύ προκάλεσες αυτή την αναστάτωση;’ απευθύνθηκε στην Ανλίθ το μεγαλύτερο από τα δύο πλάσματα, που η όψη τους άλλαζε συνεχώς μορφή, σα να αποτελούνταν από κάποιο υγρό στοιχείο, που κυλούσε αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά τους. ‘Ποια αναστάτωση, δεν καταλαβαίνω’ απάντησε με άγνοια κινδύνου η Ανλίθ, που δεν είχε κατανοήσει το ρόλο αυτών των πλασμάτων. Όμως η απάντηση του παράξενου άγγελου φρόντισε να της το κάνει σαφές. ‘Το νήμα της ζωής σου τελείωσε τη στιγμή που βρέθηκες στην όχθη αυτού του ποταμού. Η θέση σου είναι απέναντι, στο Μετά. Και ο ρόλος του Ζένιλοβ είναι απλά να σε μεταφέρει, δίχως συναισθηματική φόρτιση. Όμως παράκουσε τις εντολές’ είπε, ενώ περιτριγύριζαν τη βάρκα με μεγάλη ταχύτητα, ζαλίζοντας την Ανλίθ και τον Ζένιλοβ με τη λάμψη και τις εναλλασσόμενες μορφές τους. Πριν προλάβει η Ανλίθ να εκφράσει την αντίθεσή της, ο μικρότερος άγγελος την ανύψωσε από τη βάρκα με μία κίνηση του χεριού του και την άφησε να αιωρείται, με το φόρεμα και τα μαλλιά της να ανεμίζουν μέσα στην ομίχλη. ‘Όσο για σένα Ζένιλοβ, η τιμωρία σου θα είναι πολύ σκληρή’ του είπαν με μια φωνή, και εξαφανίστηκαν το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθαν, παίρνοντας μαζί τους και την καταιγίδα με την ομίχλη. Η Ανλίθ, αιωρούμενη πάνω από τη βάρκα, ένιωσε μια δύναμη να την τραβάει μακριά, και άπλωσε το χέρι της προς τον Ζένιλοβ που της φώναξε ‘Σ’αγαπώ!’ κρατώντας το χέρι της. Όμως ήταν πάνω από τις δυνάμεις του, δεν μπορούσε να την συγκρατήσει, κι εκείνη αφέθηκε στο ρεύμα που την τράβηξε πέρα, στο άγνωστο του Μετά, και του ψιθύρισε με το πιο γλυκό της χαμόγελο, ‘Μην με ξεχάσεις…’ προτού χαθεί από τα μάτια του, εγκαταλείποντας αυτό το μεταβατικό μεταξύ ζωής και θανάτου αλλόκοτο μέρος, όπου έζησε όσα δεν είχε ζήσει στο υπόλοιπο της ζωής της.
Ο Ζένιλοβ, βλέποντάς την να χάνεται, ένιωσε δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια του - για μια στιγμή μόνο. Ξαφνικά τα μαλλιά του κάλυψαν πάλι το πρόσωπό του και τα χέρια του έπιασαν τα κουπιά. Η Ανλίθ πέρασε στη λήθη για εκείνον. Η τιμωρία που του είχαν επιδικάσει οι άγγελοι ήταν η πιο σκληρή απ’ όλες. Να ξεχάσει εκείνη που τον έκανε να νιώθει ζωντανός.
Έτσι, κίνησε με τη βάρκα πάλι προς την όχθη, έτοιμος να μεταφέρει τον επόμενο νεκρό στο Μετά.
Το MixGrill πηγαίνει και στο tape.ly. Ακούστε τη σημερινή λίστα Lethe (means Oblivion) @ tape.ly
Τα τραγούδια
01. Fever Ray - Keep The Streets Empty For Me
02. Austra - Darken Her Horse
03. Movement - Ivory
04. M/O/O/N/ - Dust
05. Caribou - Back Home
06. Junior Boys - Parallel Lines
07. Trust - Candy Walls
08. Matthew Dear - Slowdance
09. Tricky - Broken Homes
10. Björk - Isobel
11. Fiona Apple - Hot Knife
12. Cocorosie - The Moon Asked The Crow
13. Röyksopp & Robyn - Inside The Idle Hour Club
14. Vermont - Majestät
15. Symmetry - Over The Edge
16. Gold Zebra - Everything Beautiful Is Transient
17. Glass Candy - Digital Versicolor
18. Electrelane - The Valleys
19. Tiamat - Do You Dream Of Me?
20. The Knife - From Off To On
* Την ιστορία συνοδεύουν οι πίνακες "The Waters of Lethe" του Thomas Benjamin Kennington (1856–1916) και "The Waters of Lethe and the Plain of Elysium" του John Roddam Spencer Stanhope (1829–1908) και το χαρακτικό "Submersion in Lethe" του Gustave Dore (1832–1883).