[Γράφει η Παναγιώτα Κλεάνθους:]
Η λογοτεχνική παραγωγή αυτού του τόπου είναι τεράστια και πολλά έργα βρίσκονται κρυμμένα στο βάθος του χρόνου μέχρι να τα ανακαλύψουμε. Ένα τέτοιο κείμενο-διαμάντι είναι και το θεατρικό έργο του Αργύρη Εφταλιώτη με τίτλο «Ο Βουρκόλακας» το οποίο, έχοντας τις ρίζες του στο 1894, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε την ομώνυμη παράσταση στο Θέατρο Αποθήκη την προηγούμενη βδομάδα.
Ήδη από τις πρώτες λέξεις που ακούγονται στη σκηνή γίνεται αισθητή η αγάπη του Αργύρη Εφταλιώτη για τη λαϊκή παράδοση. Πιστός στη δημοτική γλώσσα και φανερά ταγμένος στη γενικότερη δημοτική παράδοση, συνδιαλέγεται με την πνευματική παρακαταθήκη και δίνει υπόσταση στη συνοχή και τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού, μέσα από ένα λόγο αυθεντικό γεμάτο δύναμη και λυρισμό.
Έχοντας ως βάση το περίφημο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», χτίζει γύρω από αυτό ένα έργο ολοζώντανο διατηρώντας το λαϊκό μύθο μα διανθίζοντάς το παράλληλα με δικά του στοιχεία, δίνοντας έτσι το προσωπικό του στίγμα. Η Μάνα, γυναίκα περήφανη μα συμβιβασμένη με την πραγματικότητα, αναγκάζεται να αποχωριστεί την μονάκριβη κόρη της Αρετή, κατά το θέλημα του γιου της Κωνσταντή και αντίθετα με τη δική της επιθυμία. Η Αρετούλα αφήνει πίσω τον ταπεινής καταγωγής και πολύ ερωτευμένο μαζί της Στεφανή και ακολουθεί στα ξένα τον πλούσιο γαμπρό Κράλλη, αλλά ο αποχωρισμός αυτός θα αποβεί μοιραίος καθώς ο καημός της μάνας φέρνει τον Κωνσταντή αντιμέτωπο με έναν ισχυρό όρκο: σε περίπτωση που κάτι κακό συνέβαινε, ο ίδιος θα έφερνε την Αρετή κοντά της. Ωστόσο, η μοίρα θα παίξει άγριο παιχνίδι και θα σκορπίσει το θάνατο στους γιους, αλλά η δύναμη κι η δέσμευση του όρκου, ο θρήνος της μάνας πάνω απ’ το μνήμα και η κατάρα της θα οδηγήσουν στην νεκρανάσταση του Κωνσταντή ώστε να εκπληρωθεί η υπόσχεση και να επέλθει η κάθαρση.
Η τραγική ιστορία της οικογένειας αναβιώνει μέσα από τις ερμηνείες της Νένας Μεντή, του Δημήτρη Σαμόλη και της Αμαλίας Νίνου αντίστοιχα. Η Νένα Μεντή δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις αφού αποτελεί ήδη μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς. Ο ρόλος της ως μάνα-σύμβολο εμπεριέχει σθένος, πόνο και σπαραγμό, στοιχεία τα οποία απέδωσε με την εξαιρετική της ερμηνεία και τη χαρακτηριστική φωνή της. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε ο Δημήτρης Σαμόλης με την επιβλητικότητα, την αυστηρότητα και τη δυναμική με την οποία ενσάρκωσε το ρόλο του Κωνσταντή. Πρόκειται, βέβαια, για ένα τραγικό πρόσωπο του έργου και η τραγικότητα αυτή «ζωγραφίστηκε» εύστοχα στο σημείο της νεκρανάστασης με την εναλλαγή του από ισχυρό σε δραματικό χαρακτήρα. Κοιτάζοντάς τον καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης σκεφτόμουν πως ήταν ο κατάλληλος γι’ αυτόν το ρόλο, γιατί αφενός η ερμηνεία του ταίριαζε απόλυτα στη ψυχοσύνθεση του ήρωα και αφετέρου το παρουσιαστικό του και ειδικά το διαπεραστικό του βλέμμα σε έκαναν να νιώθεις πως είναι όντως ο Κωνσταντής. Η νεαρή Αμαλία Νίνου, χαριτωμένη και αέρινη ως παρουσία, ταίριαξε στο ρόλο με τον ενθουσιασμό και την ανεμελιά της μικρής κόρης αρχικά, αλλά και με τη στεναχώρια και το βαρύ φορτίο της ξενιτιάς στη συνέχεια. Ισχυρή στιγμή στην ερμηνεία της υπήρξε η έντονη σκηνή του αποχωρισμού μάνας και κόρης.
Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης ως Στεφανής και ο Ηλίας Λάτσης ως Κράλλης είχαν αξιοπρεπείς ερμηνείες, φέροντας ο καθένας με τον τρόπο του τα χαρακτηριστικά του κάθε ήρωα: την ταπεινότητα και τον αλύτρωτο έρωτα ο πρώτος, τον κομπασμό και την αριστοκρατία ο δεύτερος. Μια δόση δροσιάς και εύθυμης νότας έδωσε στην παράσταση το δίδυμο Ηλιάνα Γαϊτάνη-Γιώτα Καλλίνη, που λειτούργησε σαν ένα είδος αφηγητή ή Χορού. Με τους κωμικά διαποτισμένους σχολιασμούς τους ήταν απολαυστικότατες και πρόσφεραν μια ανάταση μέσα στην υποβλητικό κλίμα του έργου.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Λύρα ήταν λιτή και -λαμβάνοντας υπόψιν ότι ήταν η πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια- κατάφερε να βάλει σε μια σειρά το δύσκολο τούτο έργο, με αρκετές έντονες στιγμές όπου έπρεπε. Κράτησε τους βασικούς άξονες της παράδοσης και έδωσε συγχρόνως ένα νέο αέρα. Τα σκηνικά ήταν απλά και σκουρόχρωμα , με περιορισμένα και εύστοχα αντικείμενα, στοιχείο θετικό καθώς το κείμενο είναι τόσο πλούσιο που δεν χρειάζεται να βαρυφορτωθεί με πολλά. Η σκηνή της νεκρανάστασης -αν και πιο μοντέρνα- έδεσε συμβολικά με το κλίμα της παράστασης, όπως και οι φωτισμοί. Βρήκα, όμως, τη μουσική άστοχη σε μερικές σκηνές, όπως για παράδειγμα την επιλογή του άσματος «Τα ξένα χέρια» που θεωρώ ότι δεν ταίριαζε με το πνεύμα της παράστασης. Η γενικότερη ατμόσφαιρα ήταν σκοτεινή και υποβλητική όπως αρμόζει στη θεματική, αν και θα την ήθελα ακόμα πιο μυσταγωγική.
Ήταν μία πολύ καλή παράσταση και η επιλογή του συγκεκριμένου έργου μία αρκετά τολμηρή κίνηση, αφού πρόκειται για ένα θεατρικό που παίχθηκε πριν από πολλά χρόνια στη Βάρνα ενώ ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
[Γράφει ο Αντώνης Κατσαμάς:]
Το έργο του Αργύρη Εφταλιώτη που γράφτηκε έναν χρόνο μετά τους "Βρυκόλακες" του Ίψεν και αφού είχε παρασταθεί στην Ελλάδα, σε άψογη δημοτική διάλεκτο συμπιέζει το μύθο, τις παραλογές , το λαϊκό τραγούδι μέσα από τον αρραβώνα του θανάτου με την ζωή. Το τραγούδι του Νεκρού αδελφού στα υποκριτικά χέρια της Νένας Μεντή συγκινεί και ανατριχιάζει στα σημεία που κρύβουμε μύχιες σκέψεις και έρωτες και ψυχές αρρωστημένες και αρχοντικές. Σκηνοθεσία λιτή και χωρίς περιττά πράγματα να γίνονται ψεγάδι στο πρόσωπο του λόγου, αφήνει το περιθώριο να αφουγκραστείς τον εαυτό σου στο ίδιο του το παρασκήνιο επιτρέποντας του να πει αλήθεια στο ψέμα του και να συμφιλιωθεί με την ρηχότητα που μένει να κοιτάζει ζαλισμένη την αναξιότητα της ελάχιστης συνείδησής του. Στο κάτω κάτω τούτης της γραφής, οι λέξεις είναι τόσο ζωντανές όσο και η γλώσσα που τις υγραίνει!