"Κανείς δεν μπορεί να είναι καλός για πολύ, αν δεν υπάρχει ζήτηση για καλοσύνη"[Μ.Μ]
Τη Παρασκευή, 17/4/15, βρεθήκαμε στο Παλλάς και παρακολουθήσαμε το αριστούργημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ "Ο κύκλος με τη κιμωλία", σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη, μουσική Μάνου Χατζιδάκι και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.
Υπόθεση: Η Γρούσα, υπηρέτρια στο αρχοντικό του πρίγκηπα Καζμπέκι αναγκάζεται να σώσει το μικρό διάδοχο του θρόνου, που τον παρατάει η μητέρα του στη βιασύνη της να φύγει, για να γλιτώσει από τους επαναστάτες που σκότωσαν τον άντρα της. Καταφεύγει στα βουνά για να σώσει τη ζωή του μικρού πρίγκιπα. Στην αρχή της είναι βάρος, αλλά σιγά σιγά μαθαίνει να τον αγαπάει σαν πραγματική μητέρα του. Ο κύκλος με την κιμωλία είναι παράλληλα η ιστορία του Αζντάκ του κλεφτοκοτά που έγινε δικαστής, επειδή στην επανάσταση έκρυψε στο σπίτι του τον Μεγάλο Δούκα και του έσωσε τη ζωή. Το έργο αφηγείται πώς ο Αζντάκ με τη βοήθεια του κύκλου με την κιμωλία έκρινε, αν ο μικρός πρίγκηπας ανήκε στην πραγματική ή στη θετή του μητέρα, την Γρούσα.
Ο χρόνος του έργου τοποθετείται στο διάστημα περίπου του 1945 (Β' Π.Π). Τότε τα πάντα έχουν γκρεμιστεί και κανένα πράγμα δεν είναι κανενός. Οι ελπίδες των καιρών ξεσπάνε και παντού τα βλέμματα είναι εχθρικά. Ο αρχικός δε τίτλος του έργου ήταν, "Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία". Με τον τίτλο αυτό, το έργο του Μπρεχτ έκανε την παρθενική του εμφάνιση στην Ελλάδα το 1957, υπό τη σκηνοθετική ματιά του Καρόλου Κουν. Αυτό το ιερό τέρας του ελληνικού πολιτισμικού εικοστού αιώνα, ο Κάρολος Κουν, απέσπασε πολύ καλές κριτικές και όλοι μιλούσαν για μία από τις καλές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου-πολιτισμού.
Ο Μαρκουλάκης άραγε κατάφερε να αποδώσει μέσω της σκηνοθεσίας του τα τόσο βαθιά, συγκινητικά, γοητευτικά και πάντα επίκαιρα νοήματα του Μπρεχτ και να τον συστήσει εκ νέου στο ελληνικό κοινό;
Η απάντηση μου είναι, πως ο Μαρκουλάκης υποστήριξε με αξιοπρέπεια το βαρύ φορτίο της σκηνοθεσίας. Προσπάθησε αρκετά, αλλά όχι τόσο ώστε να ενθουσιάσει. Το έργο του Μπρεχτ "Ο κύκλος με την κιμωλία", συνδυάζει τη σκληρή κριτική στην εξουσία με την ελπίδα του για τον άνθρωπο. Η σκηνοθεσία, ευτυχώς δεν άφησε να χαθεί η ουσία και το νόημα των μηνυμάτων, όμως αποδείχθηκε υπερβολική σε αρκετά σημεία της παράστασης. Όπως για παράδειγμα με το σκηνικό που αν και μοντέρνο, ήταν αρκετά φορτωμένο. Με τις σκαλωσιές που θύμιζαν εργοτάξιο και τη λυόμενη εξέδρα θέατρο, ο θεατής προσλάμβανε ταυτόχρονα περισσότερες εικόνες απ' αυτές που μπορεί να αντέξει το μάτι και ο νους. Σε αρκετά σημεία δε, αισθάνθηκα πως αν απουσίαζε ο λόγος του αφηγητή, θα υπήρχε πρόβλημα ως προς την κατανόηση κάποιων μηνυμάτων.
Οι χαρακτήρες επίσης, ήταν πολλοί και γι' αυτό το λόγο ορισμένες φορές, το βάρος έπεφτε πιο πολύ στο συντονισμό τους, παρά στο λόγο τους και στην αποτύπωση του χαρακτήρα του ρόλου τους. Όμως θα πρέπει να αναγνωρίσω, ότι η χρήση του Θεάτρου Σκιών στη σκηνή της σύλληψης της Γρούσας, ήταν ευφυέστατη. Άλλο ένα θετικό στοιχείο για μένα, ήταν οι κωμικές σκηνές. Η παράσταση έβγαζε χιούμορ, χωρίς να υπερβάλλει και να χάνει τη γοητεία της. Γενικά στη σκηνοθεσία υπήρχαν τόσο θετικά όσο και αρνητικά στοιχεία, χωρίς όμως στο σύνολό της, να μου αφήνει άσχημη εντύπωση ως παράσταση. Τα σκηνικά της Λιλής Πεζανού αν και μοντέρνα και εντυπωσιακά στο μάτι, κάλυπταν ολόκληρη τη σκηνή του Παλλάς, με αποτέλεσμα να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που από μόνη της αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, ήταν αδιαμφισβήτητα το ατού της παράστασης. Ξύπνησε έντονα συναισθήματα, έδωσε πνοή, χαρακτήρα και εξέλιξη στη παράσταση.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν ικανοποιητικές. Οι ρόλοι στο Μπρεχτικό θέατρο, είναι ρόλοι κατάστασης μυαλού και ψυχής. Ο Μπρεχτ που αποτελεί τομή στη θεατρική πράξη, έπλασε τους ρόλους του αποστασιοποιημένος από την αριστοτελική μίμηση και κάθαρση που ήταν η βάση του Θεάτρου για αιώνες. Ο μύθος χαρακτηρίζεται από μία ροή γεγονότων που οδηγούν στην κορύφωση. Ίσως λοιπόν αυτό που μου έλειψε να ήταν η κορύφωση. Η Μαρία Πρωτόπαππα στο ρόλο της Γρούσας (μιας λαϊκής κοπέλας, που σε μια στιγμή αδυναμίας υπέκυψε σε έναν τεράστιο πειρασμό, αυτόν της καλοσύνης), κατάφερε με την αισθαντικότητα της φωνής και του βλέμματός της να πείσει το θεατή. Ο Δημήτρης Λιγνάδης στο ρόλο του αφηγητή ήταν καθηλωτικός. Η λυρικότητα της φωνής του σε γοήτευε και η έκφρασή του σε έκανε να μην μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Πιστεύω πως ήταν το ατού της παράστασης και βοήθησε στην κατανόηση του έργου. Ο Αιμίλιος Χειλάκης, ως ο δικαστής Αζντάκ, εκπροσωπεί ένα Δίκαιο υπέρ των ανθρώπων και όχι υπέρ των κανόνων. Έντονα σαρκαστικός, αλαζόνας, κουτοπόνηρος, μέθυσος, ο Αζντάκ κρίνει με βάση το ένστικτο και χρησιμοποιεί μεθόδους παράλογες προκειμένου να αναδείξει έννοιες μπρεχτικές. Αν και θαυμάζω τον Χειλάκη, θεωρώ πως τη συγκεκριμένη μέρα δεν απέδωσε το εκατό τοις εκατό του (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε μου άρεσε, αλλά έχει πολλές δυνατότητες ακόμη). Η Ελισάβετ Μουτάφη παίζει τη Ναταλία Αμπασβίλι. Αν και στην αρχή μου άρεσε, στη συνέχεια την βρήκα λίγο μονότονη, μονοδιάστατη, με έντονες λυρικές εξάρσεις που έφταναν στα όρια της υπερβολής.
Ο Αποστόλης Τότσικας στο ρόλο του Σίμωνα, αν και προσπάθησε έμοιαζε στατικός, επιφανειακός και αποσπασματικός ως προς την ερμηνεία του. Ο Άγγελος Μπούρας ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Τόσο σαν ξενοδόχος όσο και σαν δικαστής της Αμπασβίλι στη τελική σκηνή, είχε έντονο ρυθμό και σκηνική παρουσία. Ο Κώστας Κορωναίος ήταν απολαυστικός, ειδικά στις κωμικές σκηνές του. Ο Γρηγόρης Ποιμενίδης ήταν λίγο αδιάφορος, ειδικά στη τελική σκηνή του δικαστηρίου. Δέσποινα Γιαννοπούλου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Σταύρος Καραγιάννης, Ελένη Κούστα, Χριστιάννα Ματζουράνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Γιώργος Παπανδρέου, Σπύρος Τσεκούρας και Βαγγέλης Ψωμάς συμπλήρωσαν την ομάδα με μικρούς ρόλους και έδωσαν ένα εύηχο αποτέλεσμα στο μουσικό κομμάτι της παράστασης.
Συμπερασματικά, παρακολούθησα μία παράσταση που ναι μεν ήταν καλή, αλλά είχε αρκετές αδυναμίες. Το έργο που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή «για τον πειρασμό της καλοσύνης», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ. Είναι μια τρυφερή ιστορία μητρότητας, μια σαρκαστική κωμωδία πάνω στη δικαιοσύνη και την εξουσία, που ασκεί κριτική στους λειτουργούς των θεσμών. Στο τέλος με το πείραμα του κύκλου με την κιμωλία, περνάει το μήνυμα (με το οποίο και θα κλείσω): "Κανένα πράγμα δεν είναι κανενός, αλλά σ' αυτόν που το 'χει μεράκι και η γη σ' αυτούς που τη πονούν και τη δουλεύουν". Αυτό κρατήστε το!
Τη Παρασκευή, 17/4/15, βρεθήκαμε στο Παλλάς και παρακολουθήσαμε το αριστούργημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ "Ο κύκλος με τη κιμωλία", σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη, μουσική Μάνου Χατζιδάκι και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.
Υπόθεση: Η Γρούσα, υπηρέτρια στο αρχοντικό του πρίγκηπα Καζμπέκι αναγκάζεται να σώσει το μικρό διάδοχο του θρόνου, που τον παρατάει η μητέρα του στη βιασύνη της να φύγει, για να γλιτώσει από τους επαναστάτες που σκότωσαν τον άντρα της. Καταφεύγει στα βουνά για να σώσει τη ζωή του μικρού πρίγκιπα. Στην αρχή της είναι βάρος, αλλά σιγά σιγά μαθαίνει να τον αγαπάει σαν πραγματική μητέρα του. Ο κύκλος με την κιμωλία είναι παράλληλα η ιστορία του Αζντάκ του κλεφτοκοτά που έγινε δικαστής, επειδή στην επανάσταση έκρυψε στο σπίτι του τον Μεγάλο Δούκα και του έσωσε τη ζωή. Το έργο αφηγείται πώς ο Αζντάκ με τη βοήθεια του κύκλου με την κιμωλία έκρινε, αν ο μικρός πρίγκηπας ανήκε στην πραγματική ή στη θετή του μητέρα, την Γρούσα.
Ο χρόνος του έργου τοποθετείται στο διάστημα περίπου του 1945 (Β' Π.Π). Τότε τα πάντα έχουν γκρεμιστεί και κανένα πράγμα δεν είναι κανενός. Οι ελπίδες των καιρών ξεσπάνε και παντού τα βλέμματα είναι εχθρικά. Ο αρχικός δε τίτλος του έργου ήταν, "Ο Καυκασιανός κύκλος με την κιμωλία". Με τον τίτλο αυτό, το έργο του Μπρεχτ έκανε την παρθενική του εμφάνιση στην Ελλάδα το 1957, υπό τη σκηνοθετική ματιά του Καρόλου Κουν. Αυτό το ιερό τέρας του ελληνικού πολιτισμικού εικοστού αιώνα, ο Κάρολος Κουν, απέσπασε πολύ καλές κριτικές και όλοι μιλούσαν για μία από τις καλές στιγμές του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου-πολιτισμού.
Ο Μαρκουλάκης άραγε κατάφερε να αποδώσει μέσω της σκηνοθεσίας του τα τόσο βαθιά, συγκινητικά, γοητευτικά και πάντα επίκαιρα νοήματα του Μπρεχτ και να τον συστήσει εκ νέου στο ελληνικό κοινό;
Η απάντηση μου είναι, πως ο Μαρκουλάκης υποστήριξε με αξιοπρέπεια το βαρύ φορτίο της σκηνοθεσίας. Προσπάθησε αρκετά, αλλά όχι τόσο ώστε να ενθουσιάσει. Το έργο του Μπρεχτ "Ο κύκλος με την κιμωλία", συνδυάζει τη σκληρή κριτική στην εξουσία με την ελπίδα του για τον άνθρωπο. Η σκηνοθεσία, ευτυχώς δεν άφησε να χαθεί η ουσία και το νόημα των μηνυμάτων, όμως αποδείχθηκε υπερβολική σε αρκετά σημεία της παράστασης. Όπως για παράδειγμα με το σκηνικό που αν και μοντέρνο, ήταν αρκετά φορτωμένο. Με τις σκαλωσιές που θύμιζαν εργοτάξιο και τη λυόμενη εξέδρα θέατρο, ο θεατής προσλάμβανε ταυτόχρονα περισσότερες εικόνες απ' αυτές που μπορεί να αντέξει το μάτι και ο νους. Σε αρκετά σημεία δε, αισθάνθηκα πως αν απουσίαζε ο λόγος του αφηγητή, θα υπήρχε πρόβλημα ως προς την κατανόηση κάποιων μηνυμάτων.
Οι χαρακτήρες επίσης, ήταν πολλοί και γι' αυτό το λόγο ορισμένες φορές, το βάρος έπεφτε πιο πολύ στο συντονισμό τους, παρά στο λόγο τους και στην αποτύπωση του χαρακτήρα του ρόλου τους. Όμως θα πρέπει να αναγνωρίσω, ότι η χρήση του Θεάτρου Σκιών στη σκηνή της σύλληψης της Γρούσας, ήταν ευφυέστατη. Άλλο ένα θετικό στοιχείο για μένα, ήταν οι κωμικές σκηνές. Η παράσταση έβγαζε χιούμορ, χωρίς να υπερβάλλει και να χάνει τη γοητεία της. Γενικά στη σκηνοθεσία υπήρχαν τόσο θετικά όσο και αρνητικά στοιχεία, χωρίς όμως στο σύνολό της, να μου αφήνει άσχημη εντύπωση ως παράσταση. Τα σκηνικά της Λιλής Πεζανού αν και μοντέρνα και εντυπωσιακά στο μάτι, κάλυπταν ολόκληρη τη σκηνή του Παλλάς, με αποτέλεσμα να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος. Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, που από μόνη της αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, ήταν αδιαμφισβήτητα το ατού της παράστασης. Ξύπνησε έντονα συναισθήματα, έδωσε πνοή, χαρακτήρα και εξέλιξη στη παράσταση.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν ικανοποιητικές. Οι ρόλοι στο Μπρεχτικό θέατρο, είναι ρόλοι κατάστασης μυαλού και ψυχής. Ο Μπρεχτ που αποτελεί τομή στη θεατρική πράξη, έπλασε τους ρόλους του αποστασιοποιημένος από την αριστοτελική μίμηση και κάθαρση που ήταν η βάση του Θεάτρου για αιώνες. Ο μύθος χαρακτηρίζεται από μία ροή γεγονότων που οδηγούν στην κορύφωση. Ίσως λοιπόν αυτό που μου έλειψε να ήταν η κορύφωση. Η Μαρία Πρωτόπαππα στο ρόλο της Γρούσας (μιας λαϊκής κοπέλας, που σε μια στιγμή αδυναμίας υπέκυψε σε έναν τεράστιο πειρασμό, αυτόν της καλοσύνης), κατάφερε με την αισθαντικότητα της φωνής και του βλέμματός της να πείσει το θεατή. Ο Δημήτρης Λιγνάδης στο ρόλο του αφηγητή ήταν καθηλωτικός. Η λυρικότητα της φωνής του σε γοήτευε και η έκφρασή του σε έκανε να μην μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Πιστεύω πως ήταν το ατού της παράστασης και βοήθησε στην κατανόηση του έργου. Ο Αιμίλιος Χειλάκης, ως ο δικαστής Αζντάκ, εκπροσωπεί ένα Δίκαιο υπέρ των ανθρώπων και όχι υπέρ των κανόνων. Έντονα σαρκαστικός, αλαζόνας, κουτοπόνηρος, μέθυσος, ο Αζντάκ κρίνει με βάση το ένστικτο και χρησιμοποιεί μεθόδους παράλογες προκειμένου να αναδείξει έννοιες μπρεχτικές. Αν και θαυμάζω τον Χειλάκη, θεωρώ πως τη συγκεκριμένη μέρα δεν απέδωσε το εκατό τοις εκατό του (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δε μου άρεσε, αλλά έχει πολλές δυνατότητες ακόμη). Η Ελισάβετ Μουτάφη παίζει τη Ναταλία Αμπασβίλι. Αν και στην αρχή μου άρεσε, στη συνέχεια την βρήκα λίγο μονότονη, μονοδιάστατη, με έντονες λυρικές εξάρσεις που έφταναν στα όρια της υπερβολής.
Ο Αποστόλης Τότσικας στο ρόλο του Σίμωνα, αν και προσπάθησε έμοιαζε στατικός, επιφανειακός και αποσπασματικός ως προς την ερμηνεία του. Ο Άγγελος Μπούρας ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Τόσο σαν ξενοδόχος όσο και σαν δικαστής της Αμπασβίλι στη τελική σκηνή, είχε έντονο ρυθμό και σκηνική παρουσία. Ο Κώστας Κορωναίος ήταν απολαυστικός, ειδικά στις κωμικές σκηνές του. Ο Γρηγόρης Ποιμενίδης ήταν λίγο αδιάφορος, ειδικά στη τελική σκηνή του δικαστηρίου. Δέσποινα Γιαννοπούλου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Σταύρος Καραγιάννης, Ελένη Κούστα, Χριστιάννα Ματζουράνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Γιώργος Παπανδρέου, Σπύρος Τσεκούρας και Βαγγέλης Ψωμάς συμπλήρωσαν την ομάδα με μικρούς ρόλους και έδωσαν ένα εύηχο αποτέλεσμα στο μουσικό κομμάτι της παράστασης.
Συμπερασματικά, παρακολούθησα μία παράσταση που ναι μεν ήταν καλή, αλλά είχε αρκετές αδυναμίες. Το έργο που κυριαρχείται από το αντιπολεμικό πνεύμα του συγγραφέα, είναι μια αλληγορία, μια παραβολή «για τον πειρασμό της καλοσύνης», σύμφωνα με τα λόγια του Μπρεχτ. Είναι μια τρυφερή ιστορία μητρότητας, μια σαρκαστική κωμωδία πάνω στη δικαιοσύνη και την εξουσία, που ασκεί κριτική στους λειτουργούς των θεσμών. Στο τέλος με το πείραμα του κύκλου με την κιμωλία, περνάει το μήνυμα (με το οποίο και θα κλείσω): "Κανένα πράγμα δεν είναι κανενός, αλλά σ' αυτόν που το 'χει μεράκι και η γη σ' αυτούς που τη πονούν και τη δουλεύουν". Αυτό κρατήστε το!