Γύρω στο 1979 γράφτηκε ένα εξαιρετικό κείμενο που φέρει τον τίτλο "Δάφνες και Πικροδάφνες" από τον Δημήτρη Κεχαΐδη και την Ελένη Χαβιαρά. Στο Θέατρο Τέχνης είχε γίνει το παρθενικό του ανέβασμα υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Καρόλου Κουν και φέτος ανεβαίνει στο Θέατρο Μουσούρη, στην πλατεία Καρύτση, σε σκηνοθεσία του Πέτρου Φιλιππίδη. Έχουν περάσει σχεδόν 36 χρόνια και το θεατρικό αυτό παραμένει επίκαιρο, ενώ τείνει να γίνει διαχρονικό. Αυτό είναι ,σαφώς , θετικό για το ίδιο το κείμενο και τους συγγραφείς του οι οποίοι υπήρξαν αναμφισβήτητα διορατικοί , αλλά ίσως αρνητικό για εμάς -και την κοινωνία γενικότερα- εφόσον παρατηρούμε ότι από τότε μέχρι σήμερα η πολιτική πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει πολύ και φέρει ακόμα αρκετά μελανά στοιχεία που θα έπρεπε να έχουν αποτιναχθεί.
Το έργο είναι απολύτως ρεαλιστικό και αποτυπώνει γεγονότα και συμπεριφορές που συναντάμε καθημερινά. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στην Τρίπολη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Λίγο πριν τις επερχόμενες εκλογές τέσσερις λαϊκοί μεσήλικες άντρες -ο Κώστας, ο Βασίλης, ο Τάσος και ο Αλέκος- βρίσκονται στο σπίτι του ενός και συζητούν τόσο για την πολιτική όσο και για τους υποψηφίους που υποστηρίζουν. Τα "αίματα ανάβουν" και οι λογομαχίες κορυφώνονται, καθώς προσπαθούν να υπερασπιστούν τους "δικούς τους". Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του (παντο)γνώστη των εκλογικών θεμάτων, μεγάλο παράγοντα στα πολιτικά πράγματα της Τρίπολης, ικανό κομματάρχη και φυσικά άξιο ψηφοφόρο. Οι τέσσερις άντρες επιδίδονται σε ένα βρώμικο παιχνίδι επιχειρημάτων και σε μια κηλιδωμένη μάχη μυστικών, απ’ όπου τελικά νικητής δεν καταφέρνει να βγει κανείς. Πίσω από όλα αυτά, όμως, κρύβεται μια γυναικεία παρουσία ή αλλιώς σκιά, που ενώ δεν τη βλέπουμε καθόλου καταλαβαίνουμε ότι με τον τρόπο της έχει επηρεάσει και την πολιτική ζωή και τις συνειδήσεις. Οι κρυφές πληροφορίες, οι δολοπλοκίες, οι συνωμοσίες και οι άσσοι στο μανίκι αποκαλύπτονται σταδιακά, σε μια προσπάθεια να παγιδεύσει ο ένας τον άλλον και να δικαιωθεί για τις πολιτικές επιλογές του.
Το κουαρτέτο των πρωταγωνιστών αποτελείτο από τους: Πέτρο Φιλιππίδη, Γιώργο Κιμούλη (οι δυο τους συνεργάζονται για πρώτη φορά στη μακρά τους πορεία), Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη και Θανάση Παπαγεωργίου. Όλοι οι ηθοποιοί είχαν πολύ καλές ερμηνείες, ήταν μέσα στο πετσί του ρόλου τους και η χημεία του πάνω στη σκηνή ήταν εξαιρετική. Πρόκειται για τέσσερις ανδρικούς ρόλους που φαινομενικά μοιάζουν, αφού όλοι συζητάνε και ασχολούνται με πολιτικά θέματα, αλλά που στην ουσία είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο κάθε ηθοποιός ανέλαβε από έναν χαρακτήρα που φέρει κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα και κατάφερε να τα αποδώσει αξιοπρεπώς πάνω στη σκηνή με τον δικό του τρόπο και με το προσωπικό του στυλ "παιξίματος". Ο Βασίλης (Πέτρος Φιλιππίδης) αλαζόνας και με μια τάση επίδειξης, ο Τάσος (Γιώργος Κιμούλης) έτοιμος να αλλάξει ιδέες για χάρη του συμφέροντος, ο Κώστας (Θανάσης Παπαγεωργίου) πιο σοβαρός μα ταγμένος στο κόμμα του και ο Αλέκος (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης) στο πλευρό και υπό την προστασία του Κώστα.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον Γιώργο Κιμούλη σε κωμωδία και μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ερμηνεύει εξίσου καλά (και) τους κωμικούς ρόλους. Επίσης, μου άρεσε πάρα πολύ ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης με τη ζωντάνια του, ο οποίος αποτελεί έναν από τους καλύτερους εκπροσώπους της γενιάς του. Ο Πέτρος Φιλιππίδης και ο Θανάσης Παπαγεωργίου (βετεράνος της ελληνικής θεατρικής σκηνής) ήταν -όπως προαναφέραμε- πολύ καλοί και αξιοπρεπέστατοι. Οι ηθοποιοί απέδειξαν τις ικανότητές τους και σε κάποιο άλλο σημείο που είναι υπεράνω υποκριτικής. Μέσα στην αναταραχή μια σκηνής σημειώθηκαν μερικές αναπάντεχες ζημιές που φάνηκαν να είναι εκτός κειμένου αλλά με την εμπειρία, την ψυχραιμία και το αυτοσχεδιαστικό τους ταλέντο δεν άφησαν να εκτεθεί τίποτα και κανείς.
Η σκηνοθεσία του Πέτρου Φιλιππίδη ήταν σχετικά απλή κι αυτό μας έδινε τη δυνατότητα να εστιάσουμε στο κείμενο και στους χαρακτήρες. Έτσι κι αλλιώς, πρόκειται για ένα έργο του οποίου η δύναμη επικεντρώνεται στο θέμα του και δεν επιφυλάσσει κάποια συγκλονιστική δράση, ούτε έχει ανάγκη από αλλαγές σκηνικών αφού όλα διαδραματίζονται στο σπίτι του ενός από τους τέσσερις. Παρόλα αυτά, η παράσταση δεν είναι μονότονη γιατί η πλοκή είναι γεμάτη από ανατροπές. Με τις συνεχείς αποκαλύψεις που γίνονται ο θεατής αναμένει με αγωνία την κατάληξη της συζήτησης, τους νικητές των πονηρών παιχνιδιών ακόμα και τα αποτελέσματα των εκλογών(!) – τα οποία δεν εμπίπτουν στο σώμα του κειμένου. Ο Πέτρος Φιλιππίδης σκηνοθέτησε το έργο μέσα από το πρίσμα της δεκαετίας του ’70 (με την οποία ήταν εναρμονισμένο το σκηνικό) συνδέοντας, όμως, το τότε με το τώρα και κάνοντας έτσι τη διαχρονικότητα του ακόμη πιο έντονη.
Πολλές αλήθειες ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της παράστασης και άλλες τόσες υπονοήθηκαν έξυπνα πίσω από τις ατάκες και μέσα από τις ερμηνευτικές κινήσεις. Είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτες οι ομοιότητες που διέκρινε κανείς ανάμεσα στο κείμενο του 1979 και στο δικό μας παρόν, ενώ σε σκέψεις με έβαλε το πώς μπορεί ο άνθρωπος να ενστερνιστεί την οποιαδήποτε άποψη, ιδέα ή θέση εάν αυτή μπορεί να τον "βολέψει". Το προσωπικό συμφέρον, ο καιροσκοπισμός και οι πελατειακές σχέσεις "εξυμνήθηκαν δεόντως" σε όλο το έργο και θα μπορούσαμε να πούμε πως έμοιαζε με μια μικρογραφία της σημερινής μας πολιτικής ζωής.
Στην πάροδο των χρόνων άλλοι θα επιζητούν τις δάφνες και άλλοι θα κρύβονται πίσω από τις πικροδάφνες...
Το έργο είναι απολύτως ρεαλιστικό και αποτυπώνει γεγονότα και συμπεριφορές που συναντάμε καθημερινά. Η ιστορία λαμβάνει χώρα στην Τρίπολη κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Λίγο πριν τις επερχόμενες εκλογές τέσσερις λαϊκοί μεσήλικες άντρες -ο Κώστας, ο Βασίλης, ο Τάσος και ο Αλέκος- βρίσκονται στο σπίτι του ενός και συζητούν τόσο για την πολιτική όσο και για τους υποψηφίους που υποστηρίζουν. Τα "αίματα ανάβουν" και οι λογομαχίες κορυφώνονται, καθώς προσπαθούν να υπερασπιστούν τους "δικούς τους". Ο καθένας θεωρεί τον εαυτό του (παντο)γνώστη των εκλογικών θεμάτων, μεγάλο παράγοντα στα πολιτικά πράγματα της Τρίπολης, ικανό κομματάρχη και φυσικά άξιο ψηφοφόρο. Οι τέσσερις άντρες επιδίδονται σε ένα βρώμικο παιχνίδι επιχειρημάτων και σε μια κηλιδωμένη μάχη μυστικών, απ’ όπου τελικά νικητής δεν καταφέρνει να βγει κανείς. Πίσω από όλα αυτά, όμως, κρύβεται μια γυναικεία παρουσία ή αλλιώς σκιά, που ενώ δεν τη βλέπουμε καθόλου καταλαβαίνουμε ότι με τον τρόπο της έχει επηρεάσει και την πολιτική ζωή και τις συνειδήσεις. Οι κρυφές πληροφορίες, οι δολοπλοκίες, οι συνωμοσίες και οι άσσοι στο μανίκι αποκαλύπτονται σταδιακά, σε μια προσπάθεια να παγιδεύσει ο ένας τον άλλον και να δικαιωθεί για τις πολιτικές επιλογές του.
Το κουαρτέτο των πρωταγωνιστών αποτελείτο από τους: Πέτρο Φιλιππίδη, Γιώργο Κιμούλη (οι δυο τους συνεργάζονται για πρώτη φορά στη μακρά τους πορεία), Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη και Θανάση Παπαγεωργίου. Όλοι οι ηθοποιοί είχαν πολύ καλές ερμηνείες, ήταν μέσα στο πετσί του ρόλου τους και η χημεία του πάνω στη σκηνή ήταν εξαιρετική. Πρόκειται για τέσσερις ανδρικούς ρόλους που φαινομενικά μοιάζουν, αφού όλοι συζητάνε και ασχολούνται με πολιτικά θέματα, αλλά που στην ουσία είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο κάθε ηθοποιός ανέλαβε από έναν χαρακτήρα που φέρει κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα και κατάφερε να τα αποδώσει αξιοπρεπώς πάνω στη σκηνή με τον δικό του τρόπο και με το προσωπικό του στυλ "παιξίματος". Ο Βασίλης (Πέτρος Φιλιππίδης) αλαζόνας και με μια τάση επίδειξης, ο Τάσος (Γιώργος Κιμούλης) έτοιμος να αλλάξει ιδέες για χάρη του συμφέροντος, ο Κώστας (Θανάσης Παπαγεωργίου) πιο σοβαρός μα ταγμένος στο κόμμα του και ο Αλέκος (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης) στο πλευρό και υπό την προστασία του Κώστα.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον Γιώργο Κιμούλη σε κωμωδία και μου έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ερμηνεύει εξίσου καλά (και) τους κωμικούς ρόλους. Επίσης, μου άρεσε πάρα πολύ ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης με τη ζωντάνια του, ο οποίος αποτελεί έναν από τους καλύτερους εκπροσώπους της γενιάς του. Ο Πέτρος Φιλιππίδης και ο Θανάσης Παπαγεωργίου (βετεράνος της ελληνικής θεατρικής σκηνής) ήταν -όπως προαναφέραμε- πολύ καλοί και αξιοπρεπέστατοι. Οι ηθοποιοί απέδειξαν τις ικανότητές τους και σε κάποιο άλλο σημείο που είναι υπεράνω υποκριτικής. Μέσα στην αναταραχή μια σκηνής σημειώθηκαν μερικές αναπάντεχες ζημιές που φάνηκαν να είναι εκτός κειμένου αλλά με την εμπειρία, την ψυχραιμία και το αυτοσχεδιαστικό τους ταλέντο δεν άφησαν να εκτεθεί τίποτα και κανείς.
Η σκηνοθεσία του Πέτρου Φιλιππίδη ήταν σχετικά απλή κι αυτό μας έδινε τη δυνατότητα να εστιάσουμε στο κείμενο και στους χαρακτήρες. Έτσι κι αλλιώς, πρόκειται για ένα έργο του οποίου η δύναμη επικεντρώνεται στο θέμα του και δεν επιφυλάσσει κάποια συγκλονιστική δράση, ούτε έχει ανάγκη από αλλαγές σκηνικών αφού όλα διαδραματίζονται στο σπίτι του ενός από τους τέσσερις. Παρόλα αυτά, η παράσταση δεν είναι μονότονη γιατί η πλοκή είναι γεμάτη από ανατροπές. Με τις συνεχείς αποκαλύψεις που γίνονται ο θεατής αναμένει με αγωνία την κατάληξη της συζήτησης, τους νικητές των πονηρών παιχνιδιών ακόμα και τα αποτελέσματα των εκλογών(!) – τα οποία δεν εμπίπτουν στο σώμα του κειμένου. Ο Πέτρος Φιλιππίδης σκηνοθέτησε το έργο μέσα από το πρίσμα της δεκαετίας του ’70 (με την οποία ήταν εναρμονισμένο το σκηνικό) συνδέοντας, όμως, το τότε με το τώρα και κάνοντας έτσι τη διαχρονικότητα του ακόμη πιο έντονη.
Πολλές αλήθειες ακούστηκαν κατά τη διάρκεια της παράστασης και άλλες τόσες υπονοήθηκαν έξυπνα πίσω από τις ατάκες και μέσα από τις ερμηνευτικές κινήσεις. Είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτες οι ομοιότητες που διέκρινε κανείς ανάμεσα στο κείμενο του 1979 και στο δικό μας παρόν, ενώ σε σκέψεις με έβαλε το πώς μπορεί ο άνθρωπος να ενστερνιστεί την οποιαδήποτε άποψη, ιδέα ή θέση εάν αυτή μπορεί να τον "βολέψει". Το προσωπικό συμφέρον, ο καιροσκοπισμός και οι πελατειακές σχέσεις "εξυμνήθηκαν δεόντως" σε όλο το έργο και θα μπορούσαμε να πούμε πως έμοιαζε με μια μικρογραφία της σημερινής μας πολιτικής ζωής.
Στην πάροδο των χρόνων άλλοι θα επιζητούν τις δάφνες και άλλοι θα κρύβονται πίσω από τις πικροδάφνες...