Διακοπές και Συγγραφείς
[Πρώτο Μέρος]
Σε αντίθεση με την πλειονότητα των άλλων εργαζόμενων, οι συγγραφείς είναι κατά κάποιον τρόπο καταδικασμένοι, καίτοι πρόκειται για μιαν ευφρόσυνη και μάλλον δημιουργική καταδίκη, να είναι διαρκώς, αενάως, διακαώς απασχολημένοι με τους δαίμονες και τους αγγέλους που χορεύουν μέσα τους. Οι συγγραφείς δεν εργάζονται μονάχα τις ώρες που μοχθούν πάνω από μια γραφομηχανή ή απέναντι από την οθόνη του υπολογιστή. Εργάζονται, κυρίως, όλες τις άλλες ώρες, και οι ώρες του κάματου στο γραφείο είναι, ας πούμε, η εκτελεστική εργασία, η περαίωση μιας προσπάθειας κι ενός αγώνα που διεξάγονται μέρα και νύχτα σε άλλους χώρους.
Ο Χένρι Μίλλερ έλεγε ότι το πιο πολύ γράψιμο γίνεται μακριά από τη γραφομηχανή, μακριά από το γραφείο, γίνεται κατά τις ήσυχες και σιωπηλές στιγμές, ενώ περπατάς ή ξυρίζεσαι ή παίζεις κάποιο παιχνίδι, ή ακόμα κι όταν μιλάς με κάποιον που μπορεί και να σου είναι αδιάφορος. Ξέρουμε ότι ο Μίλλερ εγκατέλειψε τις Ηνωμένες Πολιτείες, περιπλανήθηκε στους δρόμους του Παρισιού, την πόλη που λάτρεψε όσο κανείς άλλος, την πόλη που ύμνησε και τραγούδησε στο αριστούργημά του, τον Τροπικό του Καρκίνου [μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο]. Ξέρουμε, βέβαια, ότι λίγο πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κατάφερε να έρθει στην Ελλάδα, για ένα είδος παρατεταμένης ανάπαυλας από τη συγγραφή, για ένα είδος διακοπών από τους πυρετικούς ρυθμούς με τους οποίους συνέθετε τα αυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του.
Θα ζήσει έντονες στιγμές στην Ελλάδα ο Μίλλερ. Και θα προκαλέσει έντονες συγκινήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Γιώργος Σεφέρης εντυπωσιάζεται τόσο ώστε γράφει ένα ποίημα και το αφιερώνει στον Αμερικανό συγγραφέα. Ο Μίλλερ, πάντα σαν σφουγγάρι, ρουφάει τα πάντα με το βλέμμα, με τα μάτια, με τα ρουθούνια, με τα αυτιά, και εν συνεχεία συνθέτει τον Κολοσσό του Μαρουσιού [μτφρ. Ιωάννα Καρατζαφέρη, εκδ. Μεταίχμιο] που ο ίδιος το θεωρούσε το πιο αγαπημένο του βιβλίο, καθώς και το πυκνό λυρικό κείμενο «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα».
Γράφει ο Χένρι Μίλλερ, ύστερα από την ανάπαυλά του, από τις σύντομες διακοπές του στα Χανιά: «Η παλιά πόλη, πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Μια εικόνα της Βενετίας σε κουρέλια». Όμορφες είναι και οι αράδες που γράφει για την Ύδρα. Ακούστε: «Έμεινα στην Ύδρα μερικές ημέρες κατά τις οποίες ανεβοκατέβηκα χιλιάδες σκαλιά, επισκέφθηκα τα σπίτια αρκετών ναυάρχων, έκανα αφιερώματα στους αγίους που προστατεύουν το νησί, προσευχήθηκα για τους πεθαμένους, τους χωλούς και τους τυφλούς στο ξωκλήσι που ακουμπάει στο σπίτι του Γκίκα, έπαιξα πινγκ πονγκ, ήπια σαμπάνια, κονιάκ, ούζο και ρετσίνα, ξενύχτησα μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι μιλώντας στον Γκίκα για τους μοναχούς του Θιβέτ, άρχισα το Συναξάρι της Άσπιλης Σύλληψης που το τελείωσα για τον Σεφεριάδη στους Δελφούς, και άκουσα τον Κατσίμπαλη, στην Ενάτη Συμφωνία των ταξιδιών του και των παραβάσεών του».
[Τα υπόλοιπα μέρη, Φίλες & Φίλοι, θα δημοσιευτούν ΜΕΤΑ τις διακοπές μας!!!]