Παρακολουθούμε, μαθαίνουμε, ψάχνουμε, ανακαλύπτουμε τον κόσμο των λέξεων. Λέξεις που χωρίς αυτές δεν μπορούμε να εκφράσουμε και να κατανοήσουμε τον κόσμο μας, γύρω μας και μέσα μας. Λέξεις με τις οποίες θα ονοματίσουμε, πέρα από τα αντικείμενα, τις σκέψεις μας και τα συναισθήματά μας. Λέξεις που μαζί με τη μουσική θα φτιάξουν ένα όμορφο τραγούδι.
Είμαστε από καιρό πολύ μέλη της Άσπρης Λέξης. Η άσπρη λέξη είναι ένα site, ή μάλλον καλύτερα, είναι οι άνθρωποι, κρυμμένοι πίσω από μια άσπρη λέξη, που με γνώσεις και πολύ μεράκι έφτιαξαν για μας έναν όμορφο ιστότοπο όπου μπορούμε να ταξιδέψουμε στον κόσμο των λέξεων, αυτών που χρησιμοποιούμε καθημερινή ή άλλων που μπορεί να ξεχνάμε ή να προσπερνάμε. Ο επισκέπτης μπορεί εδώ να βρει ερμηνείες για διάφορες κατηγορίες λέξεων, παιχνίδια, ηλεκτρονικές κάρτες και προτεινόμενα βιβλία. Μπορεί επίσης να εγγραφεί, ή να κάνει δώρο σε κάποιον την άσπρη λέξη, εδώ, κι έτσι κάθε μέρα μια νέα λέξη θα φτάνει στο ηλεκτρονικό γραμματοκιβώτιό σου.
Με αφορμή τη θεματολογία της τρέχουσας εβδομάδας, που ήταν το ραδιόφωνο, σας παραθέτουμε τις πληροφορίες που λάβαμε από την Άσπρη Λέξη:
Η λέξη ερτζιανά είναι ουσιαστικό που έχει προκύψει από τη φράση ερτζιανά κύματα, δηλαδή από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου ερτζιανός, -ή, -ό. Τα ερτζιανά είναι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που χρησιμοποιούνται στις ραδιοεπικοινωνίες. Στην καθημερινή γλώσσα ερτζιανά σημαίνει ραδιοφωνία: Ποιητές, με τους τρόπους τους ο καθένας, δώρισαν τις φωνές τους στα ερτζιανά. Η λέξη προέρχεται από το όνομα του Γερμανού φυσικού Ηeinrich Rudolf Hertz, ο οποίος πρώτος δημιούργησε τεχνητά ηλεκτρομαγνητικά κύματα, γι' αυτό και η μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής συχνότητας, το Hertz (Hz), πήρε το όνομά του. To Hertz (χερτς/χερτζ) είναι μονάδα συχνότητας και δηλώνει πόσες φορές συμβαίνει ένα περιοδικό φαινόμενο στη μονάδα του χρόνου, π.χ. ένας κύκλος ανά δευτερόλεπτο.
Oυσιαστικό, θηλυκό. Η εκπομπή δηλώνει την ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκπέμπω. Όταν ακολουθείται από ουσιαστικό σε γενική πτώση, συνήθως σημαίνει ότι κάτι παράγεται από μια πηγή και απελευθερώνεται ή διασκορπίζεται προς τα έξω: εκπομπή καυσαερίων, εκπομπή σωματιδίων. Με αυτή τη σημασία σπανίως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό. Άλλη βασική σημασία της λέξης είναι «τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα»: Η εκπομπή του Τζίμη Πανούση «Δούρειος Ήχος» στο City 99,5. Η εκπομπή «Έρευνα» του MEGA. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται ευρέως και στον πληθυντικό.
Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη, με τη σύγχρονη έννοια «τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα», αποδίδει στα νέα ελληνικά τη γαλλική emission. Tο ρήμα εκπέμπω στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «απομακρύνω, διώχνω, στέλνω αλλού» κτλ. Διακρίνουμε εκπομπές επιμορφωτικές, πολιτικές, καλλιτεχνικές, ψυχαγωγικές, μουσικές, ενημερωτικές, ραδιοφωνικές, τηλεοπτικές, ψηφιακές, αναλογικές, ωριαίες, ημίωρες, καθημερινές, εβδομαδιαίες κτλ.
Ουσιαστικό, αρσενικό. Ανήκει στα επαγγελματικά ουσιαστικά και σχηματίζει το θηλυκό τύπο εκφωνήτρια. Εκφωνητής είναι αυτός διαβάζει μεγαλόφωνα ένα κείμενο, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση ή αλλού: Ο εκφωνητής είναι απαραίτητο να διαθέτει καλή χροιά φωνής, σωστή άρθρωση, ευαίσθητο αυτί, ερμηνευτική ικανότητα και φαντασία. Ο εκφωνητής του αποχαιρετιστήριου λόγου ήταν αριστούχος μαθητής.
Εκφωνητής έχει ονομαστεί το ηλεκτρονικό σύστημα αυτόματης μετατροπής ελληνικών κειμένων σε συνθετική φωνή του Ινστιτούτου Επεξεργασίας του Λόγου.Προέρχεται από το ρήμα εκφωνώ, που στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «φωνάζω δυνατά, κραυγάζω ή προφέρω». Λέξεις της ίδιας οικογένειας: εκφώνηση (π.χ. εκφώνηση ειδήσεων), εκφώνημα (όρος της γλωσσολογίας).
Ουσιαστικό, θηλυκό. Η ακροαματικότητα δηλώνει το ποσοστό των ακροατών εκπομπής ή σταθμού ραδιοφώνου. Κανονικά διακρίνεται από τις λέξεις θεαματικότητα και τηλεθέαση, που δηλώνουν το ποσοστό των τηλεθεατών μιας εκπομπής, ενός σταθμού κτλ. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η ακροαματικότητα αναφέρεται και με τη σημασία «θεαματικότητα και τηλεθέαση». Αρκετές φορές χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα, π.χ. τα πρώτα σε ακροαματικότητα περιφερειακά κανάλια ανά νομό.
Η λέξη παράγεται από το επίθετο ακροαματικός, -ή, -ό, που στα αρχαία ελληνικά σήμαινε «προορισμένος για ακρόαση». Από άποψη σημασίας συνδέεται με τη λέξη ακρόαση, που αποδίδει στα νέα ελληνικά τη γαλλική audience.
Λέξεις της ίδιας οικογένειας: ακροάζομαι, ακρόαμα, ακρόαση, ακροαστικά, ακροατήριο, ακροατής.
Ουσιαστικό, θηλυκό. Ως λέξη του γενικού λεξιλογίου, σημαίνει «το να είναι κάτι συχνό» ή «πόσο συχνό μπορεί να είναι κάτι», π.χ. η συχνότητα των διενεργούμενων αγορανομικών ελέγχων. Ως όρος της Φυσικής δηλώνει τον αριθμό των πλήρων ταλαντώσεων ή κύκλων ενός περιοδικού φαινομένου σε συγκεκριμένη μονάδα χρόνου, συνήθως ένα δευτερόλεπτο: ακουστική συχνότητα, ηλεκτρική συχνότητα. Στο ραδιόφωνο μιλάμε για εκπομπή σε συγκεκριμένη ραδιοφωνική συχνότητα: Ο ραδιοφωνικός σταθμός της Εκκλησίας της Ελλάδος εκπέμπει στη συχνότητα 89,5 MHz.
Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής η λέξη, με την έννοια που έχει στη Φυσική, αποδίδει στα νέα ελληνικά τη γαλλική frequence και την αγγλική frequency. Λέξεις της ίδιας οικογένειας: συχνάζω, συχνοκοιτάω, συχνουρία.
Συνήθως ειρωνικά χρησιμοποιείται το λόγιο επίρρημα συχνάκις (= συχνά): Το μόνο που θα μπορούσαμε να του καταλογίσουμε είναι ότι συχνάκις φέρεται ως αλαζών έναντι των συνομιλητών του.
Ευχαριστούμε πολύ την Άσπρη Λέξη για την έγκριση ανάρτησης αυτού του υλικού.