Τα λόγια είναι περιττά για την Marina Abramovic, την ιέρεια της performance art, η οποία στα 70 της - παρακαλώ – χρόνια εξακολουθεί να «παλεύει» με τη ψυχή, το σώμα, το χρόνο, τον τόπο. Απόρροια αυτών είναι οι καταπληκτικές παραστάσεις της. Μία από αυτές είναι η “As One” που παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη έως τις 24 Απριλίου. Πρόκειται για ένα μεγαλειώδες project που βασίζεται φυσικά στη διάδραση και την προσπάθεια του ατόμου να βρίσκεται σε ένα χώρο, μια χρονική στιγμή με το σώμα και το μυαλό του ταυτόχρονα ώστε να υπάρξει ενέργεια, πράγμα πολύ δύσκολο.
Λίγο πριν τη 1 το μεσημέρι έφτασα στην είσοδο του Μουσείου Μπενάκη και εκεί με καλωσόρισαν νεαρά άτομα για να με ενημερώσουν για την μέθοδο Abramovic. Βέβαια, είχα διαβάσει από την προηγούμενη τα πάντα για την performance λες και θα έδινα εξετάσεις. Αφού μπήκα στο εσωτερικό του μουσείου, έπρεπε να αφήσω όλα τα προσωπικά αντικείμενα σε ντουλαπάκι, ώστε να μην υπάρχει κάτι που μου αποσπάσει στην προσοχή και που θα με ενημερώνει για την ώρα. Στην αρχή πέρασα από τρία στάδια προθέρμανσης. Εισπνοές, εκπνοές, διατάσεις, χαλάρωμα των μυών είναι μερικές από τις ασκήσεις που έκανα στην αρχή ώστε να ξεκινήσω αργότερα τη μέθοδο. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω κατά πόσο αυτές οι ασκήσεις με χαλάρωσαν, ωστόσο, ξεπέρασα σχετικά γρήγορα την πρώτη αμηχανία του «βγάζω χαλαρωτικές εκπνοές μαζί με άλλα άτομα που δεν γνωρίζω». Σημειωτέον, είμαι από τους πιο αντικοινωνικούς ανθρώπους της Αθήνας, πράγμα που μου είχε προκαλέσει απίστευτο άγχος πριν την παράσταση.
Και κάπου εκεί, έφτασε η στιγμή να εξαφανιστείς από όλα. Φόρεσα ακουστικά τα οποία δεν άφηναν κανέναν απολύτως ήχο και θόρυβο να ερεθίσει το τύμπανο του αυτιού μου, αντιθέτως μόνο την καρδιά μου άκουγα να χτυπάει ολοένα και πιο γρήγορα καθώς έμπαινα στο χώρο. Προσπάθησα να καταλάβω τι συνέβη, αλλά δεν πρόλαβα καθώς μια από τις μαυροντυμένες καθοδηγήτριες που υπήρχαν, έπιασε το χέρι μου και με οδήγησε σε μια ξύλινη πλατφόρμα όπου με νόημα των χεριών της μου είπε να κλείσω τα μάτια και να μείνω όρθιος. Τη στιγμή που έκλεισα τα μάτια ένιωσα τα χέρια της να ακουμπούν την πλάτη και το στήθος μου. Και πριν το καταλάβω καλά καλά, συνειδητοποίησα ότι είχα μείνει όρθιος πολλή ώρα μοναχός μου. Στη συνέχεια, αποφάσισα να κατέβω και επί τόπου ήρθε μια άλλη καθοδηγήτρια να με πάρει πάλι από το χέρι για να περπατήσω με το δικό της τέμπο μια διαδρομή περίπου 5 μέτρων. Από τους υπολογισμούς που έκανα, πρέπει μετά από μια ώρα να είχα διανύσει 10 μέτρα με άπειρες σκέψεις που για κάποιο ανεξήγητο λόγο που έφεραν συγκίνηση.
Σειρά είχε ο διαχωρισμός και η καταμέτρηση ρυζιού και φακών. Έχοντας μια κόλλα χαρτί και ένα μολύβι έπρεπε να ξεχωρίσω τους ανακατεμένους κόκκους ρυζιού με τις φακές και να τα καταμετρήσω. Κάτι άκρως βαρετό και από ό,τι παρατήρησα πολλά άτομα δεν τερμάτισαν αυτή τη δραστηριότητα. Προσωπικά, εκείνη τη στιγμή, ενώ είχα βαρεθεί τρομερά από το μέτρημα των φακών, σκέφτηκα πως ένα από τα points του όλου εγχειρήματος είναι και η πίεση. Γι’ αυτό το λόγο, πίεσα τον εαυτό μου να ξεχωρίσει και να μετρήσει τις φακές γράφοντας το αποτέλεσμα στο χαρτί. Με το που σηκώθηκα από την καρέκλα, ο μαυροφορεμένος καθοδηγητής με οδήγησε σε ένα κρεβάτι, ξάπλωσα, με σκέπασε με ένα σεντόνι και κάπου εκεί χάθηκα. Δεν έχω καταλάβει αν τελικά κοιμήθηκα, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι όση ώρα ήμουν ξαπλωμένος βρισκόμουν κάπου πολύ μακριά. Αν και δεν ήθελα να σηκωθώ, το έκανα για να συνεχίσω σε άλλα μέρη της μεθόδου. Έκατσα σε μια καρέκλα και παρατηρούσα ένα κίτρινο χαρτί κολλημένο στον τοίχο. ΟΚ, το μόνο που μου άρεσε από αυτό ήταν τα χέρια μιας καθοδηγήτριας στους ώμους μου τα οποία με χαλάρωσαν απίστευτα.
Ξανά με το διακριτικό πιάσιμο του χεριού, μια καθοδηγήτρια με οδήγησε σε ένα δωμάτιο όπου σου κλείνουν τα μάτια και σε αφήνουν να περιπλανηθείς. Και κάπου εκεί συνειδητοποιώ πως η Marina Abramovic ξέρει πολύ καλά πώς να σου αποβάλλει τα κόμπλεξ. Βρέθηκα σε επαφή με άτομα που από την αφή καταλάβαινα αν πρόκειται για γυναίκες ή άνδρες. Στις πρώτες επαφές αισθάνθηκα αμήχανα, αλλά στη συνέχεια τόσο οικεία. Για 2 λεπτά περίπου εξερευνούσα με κλειστά τα μάτια το σώμα μια γυναίκας και εκείνη το δικό μου. Γυναίκας που δεν είδα και δεν με είδε ποτέ, αλλά τα αγγίγματά μας ήταν τόσο οικεία. Με μια ζεστή αγκαλιά αποχωριστήκαμε και σήκωσα το χέρι μου ψηλά ώστε ένας από τους ανθρώπους του χώρου να με οδηγήσει στην έξοδο. Για το τέλος είχα αφήσει ίσως το πιο δύσκολο πράγμα. Δύο καρέκλες, δύο άτομα, ματιές στα μάτια. Ένα από τα σπανιότερα πράγματα της σημερινής κοινωνίας. Να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια. Ωστόσο, η διαδικασία απέτυχε παταγωδώς διότι έτυχε να κάτσω απέναντι από τη φίλη μου με την οποία πήγαμε μαζί. Όχι ότι είναι εύκολο να κοιτάξεις στα μάτια έναν δικό σου άνθρωπο, αλλά όπως και να το κάνουμε μια τέτοια επικοινωνία με κάποιον άγνωστο θα ήταν εμπειρία.
Με νόημα των ματιών αποφασίσαμε με τη φίλη μου να αποχωρήσουμε. Περάσαμε από ένα στάδιο αποθεραπείας του σώματος και κατευθυνθήκαμε προς τα ντουλαπάκια για να πάρουμε τα πράγματά μας. Κοίταξα το κινητό μου, η ώρα έχει πάει 5. Ναι. Τέσσερις ώρες ήμουν στη μέθοδο. Τέσσερις ώρες σε ψυχική ισορροπία και συγκέντρωση. Αυτό είναι που πήρα από τη μέθοδο Abramovic, το ότι βγήκα ξανά στο θόρυβο της πόλης έχοντας μια ηρεμία. Το “As One” είναι μια διαδραστική εμπειρία που πρέπει να ζήσει ο καθένας.
Λίγο πριν τη 1 το μεσημέρι έφτασα στην είσοδο του Μουσείου Μπενάκη και εκεί με καλωσόρισαν νεαρά άτομα για να με ενημερώσουν για την μέθοδο Abramovic. Βέβαια, είχα διαβάσει από την προηγούμενη τα πάντα για την performance λες και θα έδινα εξετάσεις. Αφού μπήκα στο εσωτερικό του μουσείου, έπρεπε να αφήσω όλα τα προσωπικά αντικείμενα σε ντουλαπάκι, ώστε να μην υπάρχει κάτι που μου αποσπάσει στην προσοχή και που θα με ενημερώνει για την ώρα. Στην αρχή πέρασα από τρία στάδια προθέρμανσης. Εισπνοές, εκπνοές, διατάσεις, χαλάρωμα των μυών είναι μερικές από τις ασκήσεις που έκανα στην αρχή ώστε να ξεκινήσω αργότερα τη μέθοδο. Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω κατά πόσο αυτές οι ασκήσεις με χαλάρωσαν, ωστόσο, ξεπέρασα σχετικά γρήγορα την πρώτη αμηχανία του «βγάζω χαλαρωτικές εκπνοές μαζί με άλλα άτομα που δεν γνωρίζω». Σημειωτέον, είμαι από τους πιο αντικοινωνικούς ανθρώπους της Αθήνας, πράγμα που μου είχε προκαλέσει απίστευτο άγχος πριν την παράσταση.
Και κάπου εκεί, έφτασε η στιγμή να εξαφανιστείς από όλα. Φόρεσα ακουστικά τα οποία δεν άφηναν κανέναν απολύτως ήχο και θόρυβο να ερεθίσει το τύμπανο του αυτιού μου, αντιθέτως μόνο την καρδιά μου άκουγα να χτυπάει ολοένα και πιο γρήγορα καθώς έμπαινα στο χώρο. Προσπάθησα να καταλάβω τι συνέβη, αλλά δεν πρόλαβα καθώς μια από τις μαυροντυμένες καθοδηγήτριες που υπήρχαν, έπιασε το χέρι μου και με οδήγησε σε μια ξύλινη πλατφόρμα όπου με νόημα των χεριών της μου είπε να κλείσω τα μάτια και να μείνω όρθιος. Τη στιγμή που έκλεισα τα μάτια ένιωσα τα χέρια της να ακουμπούν την πλάτη και το στήθος μου. Και πριν το καταλάβω καλά καλά, συνειδητοποίησα ότι είχα μείνει όρθιος πολλή ώρα μοναχός μου. Στη συνέχεια, αποφάσισα να κατέβω και επί τόπου ήρθε μια άλλη καθοδηγήτρια να με πάρει πάλι από το χέρι για να περπατήσω με το δικό της τέμπο μια διαδρομή περίπου 5 μέτρων. Από τους υπολογισμούς που έκανα, πρέπει μετά από μια ώρα να είχα διανύσει 10 μέτρα με άπειρες σκέψεις που για κάποιο ανεξήγητο λόγο που έφεραν συγκίνηση.
Σειρά είχε ο διαχωρισμός και η καταμέτρηση ρυζιού και φακών. Έχοντας μια κόλλα χαρτί και ένα μολύβι έπρεπε να ξεχωρίσω τους ανακατεμένους κόκκους ρυζιού με τις φακές και να τα καταμετρήσω. Κάτι άκρως βαρετό και από ό,τι παρατήρησα πολλά άτομα δεν τερμάτισαν αυτή τη δραστηριότητα. Προσωπικά, εκείνη τη στιγμή, ενώ είχα βαρεθεί τρομερά από το μέτρημα των φακών, σκέφτηκα πως ένα από τα points του όλου εγχειρήματος είναι και η πίεση. Γι’ αυτό το λόγο, πίεσα τον εαυτό μου να ξεχωρίσει και να μετρήσει τις φακές γράφοντας το αποτέλεσμα στο χαρτί. Με το που σηκώθηκα από την καρέκλα, ο μαυροφορεμένος καθοδηγητής με οδήγησε σε ένα κρεβάτι, ξάπλωσα, με σκέπασε με ένα σεντόνι και κάπου εκεί χάθηκα. Δεν έχω καταλάβει αν τελικά κοιμήθηκα, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι όση ώρα ήμουν ξαπλωμένος βρισκόμουν κάπου πολύ μακριά. Αν και δεν ήθελα να σηκωθώ, το έκανα για να συνεχίσω σε άλλα μέρη της μεθόδου. Έκατσα σε μια καρέκλα και παρατηρούσα ένα κίτρινο χαρτί κολλημένο στον τοίχο. ΟΚ, το μόνο που μου άρεσε από αυτό ήταν τα χέρια μιας καθοδηγήτριας στους ώμους μου τα οποία με χαλάρωσαν απίστευτα.
Ξανά με το διακριτικό πιάσιμο του χεριού, μια καθοδηγήτρια με οδήγησε σε ένα δωμάτιο όπου σου κλείνουν τα μάτια και σε αφήνουν να περιπλανηθείς. Και κάπου εκεί συνειδητοποιώ πως η Marina Abramovic ξέρει πολύ καλά πώς να σου αποβάλλει τα κόμπλεξ. Βρέθηκα σε επαφή με άτομα που από την αφή καταλάβαινα αν πρόκειται για γυναίκες ή άνδρες. Στις πρώτες επαφές αισθάνθηκα αμήχανα, αλλά στη συνέχεια τόσο οικεία. Για 2 λεπτά περίπου εξερευνούσα με κλειστά τα μάτια το σώμα μια γυναίκας και εκείνη το δικό μου. Γυναίκας που δεν είδα και δεν με είδε ποτέ, αλλά τα αγγίγματά μας ήταν τόσο οικεία. Με μια ζεστή αγκαλιά αποχωριστήκαμε και σήκωσα το χέρι μου ψηλά ώστε ένας από τους ανθρώπους του χώρου να με οδηγήσει στην έξοδο. Για το τέλος είχα αφήσει ίσως το πιο δύσκολο πράγμα. Δύο καρέκλες, δύο άτομα, ματιές στα μάτια. Ένα από τα σπανιότερα πράγματα της σημερινής κοινωνίας. Να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια. Ωστόσο, η διαδικασία απέτυχε παταγωδώς διότι έτυχε να κάτσω απέναντι από τη φίλη μου με την οποία πήγαμε μαζί. Όχι ότι είναι εύκολο να κοιτάξεις στα μάτια έναν δικό σου άνθρωπο, αλλά όπως και να το κάνουμε μια τέτοια επικοινωνία με κάποιον άγνωστο θα ήταν εμπειρία.
Με νόημα των ματιών αποφασίσαμε με τη φίλη μου να αποχωρήσουμε. Περάσαμε από ένα στάδιο αποθεραπείας του σώματος και κατευθυνθήκαμε προς τα ντουλαπάκια για να πάρουμε τα πράγματά μας. Κοίταξα το κινητό μου, η ώρα έχει πάει 5. Ναι. Τέσσερις ώρες ήμουν στη μέθοδο. Τέσσερις ώρες σε ψυχική ισορροπία και συγκέντρωση. Αυτό είναι που πήρα από τη μέθοδο Abramovic, το ότι βγήκα ξανά στο θόρυβο της πόλης έχοντας μια ηρεμία. Το “As One” είναι μια διαδραστική εμπειρία που πρέπει να ζήσει ο καθένας.