Ο Moritz Johann Bleibtreu γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1971 στο Μόναχο. Είναι γιος των ηθοποιών Monica Bleibtreu και Hans Brenner. Από παιδί εμφανίζεται σε διάφορες τηλεοπτικές παραγωγές. Στα 17 παρατάει το σχολείο και εργάζεται στο Παρίσι ως au pair (σημ. διεθνής όρος που περιγράφει τη φιλοξενία νέων - κυρίως - κοριτσιών σε μια οικογένεια στο εξωτερικό με αντάλλαγμα να αναλάβουν μαζί με τους γονείς την ανατροφή του παιδιού τους). Σπουδάζει κινηματογράφο στη Ρώμη και τη Νέα Υόρκη, ενώ στα 21 πηγαίνει στο θέατρο του Αμβούργου. Συμμετέχει σε δεκάδες τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές. Το 1998 λαμβάνει το βραβείο Ernst-Lubitsch για την ταινία Knockin' on Heaven's Door (σημ. βραβείο που δίνεται για τον καλύτερο κωμικό ρόλο σε γερμανική ταινία. Καθιερώθηκε το 1957 προς τιμήν του γερμανού σκηνοθέτη Ernst Lubitsch, 1892-1947).
Επιλεγμένες ταινίες του: Τρέξε Λόλα, Τρέξε (1998), Το Πείραμα (2001), Soul Kitchen (2009), Το Σύμπλεγμα Baader Meinhof (2008), Μόναχο (2005).
Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας ταινίας του Dennis Gansel (πρβλ. το Κύμα, Die Welle, 2008), ο Bleibtreu έδωσε συνέντευξη στον Tom Wimmer και το περιοδικό Kino & Co.
Την αλιεύσαμε και σας την παραδίδουμε. Ενδιαφέρουσες απόψεις από έναν από τους πιο συμπαθείς ηθοποιούς του νέου ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Η “Τέταρτη Δύναμη” (Die vierte Macht, 2012) αποτελεί μιαν ασυνήθιστη γερμανική ταινία, ένα πολιτικό θρίλερ. Γιατί στα μέρη μας (Γερμανία) είναι τόσο δύσκολο αυτό το κινηματογραφικό είδος;
Αυτό οφείλεται στο ότι οι σκηνοθέτες μας φεύγουν στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, κάποιος σαν τον Robert Schwentke φτιάχνει δυο ταινίες που δε βρίσκουν σχεδόν καμία ανταπόκριση. Μέχρι την στιγμή που την ανακαλύπτει κάποιος Αμερικάνος και η επόμενη ταινία γυρίζεται στην απέναντι όχθη. Τούτη την στιγμή, ας πούμε, ετοιμάζει εγχείρημα με προϋπολογισμό που αγγίζει τα 120 εκατομμύρια δολάρια. Αυτό είναι το πρόβλημα που έχουμε στη Γερμανία και κανένα άλλο.
Ωστόσο οι σκηνοθέτες δεν περνούν ευχάριστα εδώ. Παραδείγματος χάριν, ο Dennis Gansel έπρεπε να αγωνιστεί οχτώ χρόνια για την Τέταρτη Δύναμη. Υπάρχει κάποιο δομικό πρόβλημα στις ταινίες δράσης μας;
Αμφιβάλλω ότι έχει να κάνει με κάποιο δομικό πρόβλημα. Ίσως είναι απλώς θέμα γούστου. Εκπλήσσομαι πώς γίνεται κάποιος να βλέπει το Eierdiebe (διεθνής τίτλος: The Family Jewels, 2003) και να μην αναγνωρίζει ότι ο τύπος είναι εκπληκτικός καλλιτέχνης.Το πράγμα φαινόταν από την εποχή του Tattoo (2002). Καθένας που ξέρει λίγο από κινηματογράφο θα έλεγε κατευθείαν: «Ωπ, αυτός ο τύπος είναι καλός». Το πρόβλημα στη Γερμανία είναι απλώς ότι ελάχιστα διαφοροποιούμαστε.
Πρέπει πάντα ο κινηματογράφος να αποτελεί έργο τέχνης;
Ακριβώς. Δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου γκρι στη Γερμανία, μόνο άσπρο ή μαύρο. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει κάποιος στον κινηματογράφο, γιατί ο κινηματογράφος χρειάζεται ομαδική δουλειά. Όταν κάποιος δεν καταφέρνει να διαχωρίζει τα μεμονωμένα συστατικά του, δεν πρόκειται να αναγνωρίσει ποτέ ένα πραγματικό ταλέντο. Αυτά βλέπουν οι ταλαντούχοι και έπειτα από έξι-εφτά χρόνια αναζητούν την ευκαιρία τους στο Χόλιγουντ. Οπότε δε μπορεί κανείς να τους κατακρίνει που δεν επιστρέφουν. Ούτε εγώ θα το έκανα.
Αυτό το πρόβλημα δεν εμφανίζεται στην κινηματογραφική βιομηχανία άλλων ευρωπαϊκών χωρών;
Όχι στην ίδια έκταση. ... Για παράδειγμα η ταινία Άθικτοι (διεθνής τίτλος: Intouchables, 2011) σχεδόν μυρίζει Γαλλία. Και το ίδιο ισχύει για όλες τις καλες ιταλικές, δανέζικες ταινίες κτλ. Η Γερμανία απλώς απουσιάζει, γιατί η δική μας πολιτιστική ταυτότητα έχει καταστραφεί. Δεν υπάρχει πια.
Τώρα μιλάς για ψυχαγωγία μόνο.
Εννοείται. Το γερμανικό σινεμά δημιουργών (Autorenfilm) είναι πρώτης τάξεως. Υπάρχουν ο Oskar Röhler, ο Christian Petzold, ο Tom Tykwer, ο Andrea Dresen, ο Fatih Akin. Έχουμε καταπληκτικούς δημιουργούς. Αλλά επίσης το σινεμά διασκέδασης, ας το ονομάσουμε έτσι, θα μπορούσε να πετύχει πολλά περισσότερα. Το θέμα είναι ότι ήμασταν μια χώρα υπό κατοχή, κάτι που συχνά ξεχνάμε.
...αυτό ωστόσο συνέβη για μικρό χρονικό διάστημα.
Στα νιάτα μου δεν υπήρχε καμιά γερμανική κουλτούρα ή ταυτότητα. Προσδιόριζα μονάχα ό,τι δεν ήταν γερμανικό και δεν είχε σημασία από πού προερχόταν, αν ήταν από τις ΗΠΑ ή τη Γαλλία. Το σημαντικό ήταν ότι δεν ήταν γερμανικό. Ειδικά η γενιά μου το φέρει αυτό βαθιά μέσα της. Στην πραγματικότητα δεν μας επιτρέπεται καθόλου να θαυμάζουμε ό,τι είναι γερμανικό. Τα πάντα που προέρχονται από τη Γερμανία πρέπει να αντιμετωπίζονται με κριτική ματιά. Επομένως είναι δύσκολος ο θαυμασμός και πάλι ο θαυμασμός είναι ένα βασικό στοιχείο στον κινηματογράφο.
Το πρόβλημα των σταρ;
Αυτή είναι μόνο μια πλευρά. Όταν κάποιος δε χαίρει διασημότητας, υπάρχει η πιθανότητα να παραγκωνιστεί για κάποιον περισσότερο διάσημο. Και αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα που αντιμετωπίζουμε στη Γερμανία σε αντίθεση με τη Γαλλία. Εκεί δεν ξεκινούν να σπρώχνουν τον Ζαν Ρενό σε κάθε εκδήλωση που παρευρίσκεται όταν έρθει, για παράδειγμα, ο Τζορτζ Κλούνεϊ. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σε εμάς. Δημοσιογράφοι και κοινό θα με πάρουν σβάρνα αν βρίσκομαι στο κόκκινο χαλί και μετά από εμένα φτάνει ο Ντόλαλντ Σάδερλαντ.
Δεν υπάρχει σεβασμός;
Δεν είναι αυτό! Έχει και τα θετικά του. Δεν είναι μόνο αρνητικό. Έχουμε μάθει να κοιτάζουμε πρώτα κριτικά και να μην ξεφωνίζουμε τυφλά. Αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Όμως θα έκανε πολύ πολύ καλό από κάθε άποψη στη Γερμανία λίγο περισσότερο αίσθημα αλληλεγγύης και ενότητας.
Μέσω του Μονάχου του Στίβεν Σπίλμπεργκ είχες τη δυνατότητα να πας στο Χόλυγουντ. Γιατί είσαι ακόμα εδώ;
Δεν ήθελα να μεταναστεύσω. Είναι τόσο απλό. Δεν μπορείς να κάνεις διεθνή καριέρα από εδώ. Δεν μπορείς να παίρνεις ένα ταξί και να πετάγεσαι στο Λος Άντζελες όποτε σου τηλεφωνεί ο σκηνοθέτης. Πρέπει να ζεις εκεί. Αυτή δεν είναι επαγγελματική απόφαση αλλά απόφαση ζωής. Κι εγώ δεν θέλω να φύγω από τη Γερμανία.
Δεν νιώθεις ότι τελείωσες με τη Γερμανία;
Όχι βέβαια. Τώρα αρχίζω...
Από τον πρώτο σου ρόλο στη σειρά Neues aus Uhlenbusch (1977) ως τον Γκέμπελς στο ντοκιμαντέρ Jud Süß - Film ohne Gewissen (2010) δεν τα έχεις κάνει όλα;
Είμαι μόλις 40. Είναι άσχημο από μέρους σου να το λες. Όχι, αυτό θα ήταν τρομερό. Μόλις άρχισα. Από δω και πέρα έρχονται πλέον οι πραγματικά μεγάλοι ρόλοι. Επιτέλους μου επιτρέπεται να παίζω δυνατούς χαρακτήρες. Τώρα δε χρειάζεται να υποδύομαι πια το παιδαρέλι, παρόλο που νομίζω ότι στην πραγματικότητα είμαι.
Πώς επιλέγεις τους ρόλους σου;
Εκατό τοις εκατό διαισθητικά. Πρέπει κάτι να μου κάνει κλικ και να με αγγίζει. Ενδεχομένως μετά από δύο τρία χρόνια να κοιτάζω πίσω και να αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς ήταν αυτό και γιατί επέλεξα το ρόλο.
Για παράδειγμα;
Δε θα ήθελα να σου πω γιατί είναι πολύ προσωπικό. Συχνά είναι κάτι πολύ προσωπικό. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι οι ρόλοι με επιλέγουν και όχι το αντίθετο. Ωστόσο, πρέπει να υπάρχει πάντα κάτι που να με προκαλεί.
Τώρα γυρίζεις μόνο ταινίες. Είναι συνειδητή επιλογή;
Σε αντίθεση με ό,τι λέγεται, δε σημαίνει τίποτα. Ποτέ δεν έχω πει: «Α, η τηλεόραση, χαμηλό επίπεδο, χαζοκούτι». Για μένα είναι πάντα ζήτημα ενεργητικότητας και παθητικότητας. Ο κινηματογράφος είναι ενεργητική παρακολούθηση. Περιλαμβάνει το να σηκωθείς, να βγεις έξω, να βρεθείς με άλλους ανθρώπους, να καθήσετε στην αίθουσα μαζί και να δείτε μια ταινία στη μεγάλη οθόνη. Αποτελεί ομαδική εμπειρία. Το βρίσκω πολύ όμορφο, ειδικά σε μια εποχή που οι χώροι συναντήσεων γίνονται ολοένα και λιγότεροι. Οι άνθρωποι μοιράζονται κάτι, βιώνουν κάτι μαζί. Το βρίσκω ρομαντικό.
Η Τέταρτη Δύναμη είναι One-Man-Show. Από τις ταινίες που σπάνια βλέπει κανείς στο γερμανικό κινηματογράφο.
Αυτό είναι αλήθεια, αλλά έχει να κάνει με τη φύση του κινηματογραφικού είδους, δηλαδή το θρίλερ. Μια συγκεκριμένη δομή διήγησης απαιτεί συγκεκριμένη ανάπτυξη των χαρακτήρων.
Παρόλα αυτά, ο Dennis Gansel έγραψε το ρόλο για σένα.
Είσαι πολιτικοποιημένος;
Αντιλαμβάνομαι όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου. Όμως δεν πιστεύω πια στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η πολιτική και η δυνατότητα αλλαγής. Παρόλα αυτά, με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Είμαι κατά κάποιο τρόπο ένας πιστός άθεος και ένας πολιτικοποιημένος αρνητής της πολιτικής.
Επιλεγμένες ταινίες του: Τρέξε Λόλα, Τρέξε (1998), Το Πείραμα (2001), Soul Kitchen (2009), Το Σύμπλεγμα Baader Meinhof (2008), Μόναχο (2005).
Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας ταινίας του Dennis Gansel (πρβλ. το Κύμα, Die Welle, 2008), ο Bleibtreu έδωσε συνέντευξη στον Tom Wimmer και το περιοδικό Kino & Co.
Την αλιεύσαμε και σας την παραδίδουμε. Ενδιαφέρουσες απόψεις από έναν από τους πιο συμπαθείς ηθοποιούς του νέου ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Η “Τέταρτη Δύναμη” (Die vierte Macht, 2012) αποτελεί μιαν ασυνήθιστη γερμανική ταινία, ένα πολιτικό θρίλερ. Γιατί στα μέρη μας (Γερμανία) είναι τόσο δύσκολο αυτό το κινηματογραφικό είδος;
Αυτό οφείλεται στο ότι οι σκηνοθέτες μας φεύγουν στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, κάποιος σαν τον Robert Schwentke φτιάχνει δυο ταινίες που δε βρίσκουν σχεδόν καμία ανταπόκριση. Μέχρι την στιγμή που την ανακαλύπτει κάποιος Αμερικάνος και η επόμενη ταινία γυρίζεται στην απέναντι όχθη. Τούτη την στιγμή, ας πούμε, ετοιμάζει εγχείρημα με προϋπολογισμό που αγγίζει τα 120 εκατομμύρια δολάρια. Αυτό είναι το πρόβλημα που έχουμε στη Γερμανία και κανένα άλλο.
Ωστόσο οι σκηνοθέτες δεν περνούν ευχάριστα εδώ. Παραδείγματος χάριν, ο Dennis Gansel έπρεπε να αγωνιστεί οχτώ χρόνια για την Τέταρτη Δύναμη. Υπάρχει κάποιο δομικό πρόβλημα στις ταινίες δράσης μας;
Αμφιβάλλω ότι έχει να κάνει με κάποιο δομικό πρόβλημα. Ίσως είναι απλώς θέμα γούστου. Εκπλήσσομαι πώς γίνεται κάποιος να βλέπει το Eierdiebe (διεθνής τίτλος: The Family Jewels, 2003) και να μην αναγνωρίζει ότι ο τύπος είναι εκπληκτικός καλλιτέχνης.Το πράγμα φαινόταν από την εποχή του Tattoo (2002). Καθένας που ξέρει λίγο από κινηματογράφο θα έλεγε κατευθείαν: «Ωπ, αυτός ο τύπος είναι καλός». Το πρόβλημα στη Γερμανία είναι απλώς ότι ελάχιστα διαφοροποιούμαστε.
Πρέπει πάντα ο κινηματογράφος να αποτελεί έργο τέχνης;
Ακριβώς. Δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου γκρι στη Γερμανία, μόνο άσπρο ή μαύρο. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει κάποιος στον κινηματογράφο, γιατί ο κινηματογράφος χρειάζεται ομαδική δουλειά. Όταν κάποιος δεν καταφέρνει να διαχωρίζει τα μεμονωμένα συστατικά του, δεν πρόκειται να αναγνωρίσει ποτέ ένα πραγματικό ταλέντο. Αυτά βλέπουν οι ταλαντούχοι και έπειτα από έξι-εφτά χρόνια αναζητούν την ευκαιρία τους στο Χόλιγουντ. Οπότε δε μπορεί κανείς να τους κατακρίνει που δεν επιστρέφουν. Ούτε εγώ θα το έκανα.
Αυτό το πρόβλημα δεν εμφανίζεται στην κινηματογραφική βιομηχανία άλλων ευρωπαϊκών χωρών;
Όχι στην ίδια έκταση. ... Για παράδειγμα η ταινία Άθικτοι (διεθνής τίτλος: Intouchables, 2011) σχεδόν μυρίζει Γαλλία. Και το ίδιο ισχύει για όλες τις καλες ιταλικές, δανέζικες ταινίες κτλ. Η Γερμανία απλώς απουσιάζει, γιατί η δική μας πολιτιστική ταυτότητα έχει καταστραφεί. Δεν υπάρχει πια.
Τώρα μιλάς για ψυχαγωγία μόνο.
Εννοείται. Το γερμανικό σινεμά δημιουργών (Autorenfilm) είναι πρώτης τάξεως. Υπάρχουν ο Oskar Röhler, ο Christian Petzold, ο Tom Tykwer, ο Andrea Dresen, ο Fatih Akin. Έχουμε καταπληκτικούς δημιουργούς. Αλλά επίσης το σινεμά διασκέδασης, ας το ονομάσουμε έτσι, θα μπορούσε να πετύχει πολλά περισσότερα. Το θέμα είναι ότι ήμασταν μια χώρα υπό κατοχή, κάτι που συχνά ξεχνάμε.
...αυτό ωστόσο συνέβη για μικρό χρονικό διάστημα.
Στα νιάτα μου δεν υπήρχε καμιά γερμανική κουλτούρα ή ταυτότητα. Προσδιόριζα μονάχα ό,τι δεν ήταν γερμανικό και δεν είχε σημασία από πού προερχόταν, αν ήταν από τις ΗΠΑ ή τη Γαλλία. Το σημαντικό ήταν ότι δεν ήταν γερμανικό. Ειδικά η γενιά μου το φέρει αυτό βαθιά μέσα της. Στην πραγματικότητα δεν μας επιτρέπεται καθόλου να θαυμάζουμε ό,τι είναι γερμανικό. Τα πάντα που προέρχονται από τη Γερμανία πρέπει να αντιμετωπίζονται με κριτική ματιά. Επομένως είναι δύσκολος ο θαυμασμός και πάλι ο θαυμασμός είναι ένα βασικό στοιχείο στον κινηματογράφο.
Το πρόβλημα των σταρ;
Αυτή είναι μόνο μια πλευρά. Όταν κάποιος δε χαίρει διασημότητας, υπάρχει η πιθανότητα να παραγκωνιστεί για κάποιον περισσότερο διάσημο. Και αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα που αντιμετωπίζουμε στη Γερμανία σε αντίθεση με τη Γαλλία. Εκεί δεν ξεκινούν να σπρώχνουν τον Ζαν Ρενό σε κάθε εκδήλωση που παρευρίσκεται όταν έρθει, για παράδειγμα, ο Τζορτζ Κλούνεϊ. Αυτό ακριβώς συμβαίνει σε εμάς. Δημοσιογράφοι και κοινό θα με πάρουν σβάρνα αν βρίσκομαι στο κόκκινο χαλί και μετά από εμένα φτάνει ο Ντόλαλντ Σάδερλαντ.
Δεν υπάρχει σεβασμός;
Δεν είναι αυτό! Έχει και τα θετικά του. Δεν είναι μόνο αρνητικό. Έχουμε μάθει να κοιτάζουμε πρώτα κριτικά και να μην ξεφωνίζουμε τυφλά. Αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Όμως θα έκανε πολύ πολύ καλό από κάθε άποψη στη Γερμανία λίγο περισσότερο αίσθημα αλληλεγγύης και ενότητας.
Μέσω του Μονάχου του Στίβεν Σπίλμπεργκ είχες τη δυνατότητα να πας στο Χόλυγουντ. Γιατί είσαι ακόμα εδώ;
Δεν ήθελα να μεταναστεύσω. Είναι τόσο απλό. Δεν μπορείς να κάνεις διεθνή καριέρα από εδώ. Δεν μπορείς να παίρνεις ένα ταξί και να πετάγεσαι στο Λος Άντζελες όποτε σου τηλεφωνεί ο σκηνοθέτης. Πρέπει να ζεις εκεί. Αυτή δεν είναι επαγγελματική απόφαση αλλά απόφαση ζωής. Κι εγώ δεν θέλω να φύγω από τη Γερμανία.
Δεν νιώθεις ότι τελείωσες με τη Γερμανία;
Όχι βέβαια. Τώρα αρχίζω...
Από τον πρώτο σου ρόλο στη σειρά Neues aus Uhlenbusch (1977) ως τον Γκέμπελς στο ντοκιμαντέρ Jud Süß - Film ohne Gewissen (2010) δεν τα έχεις κάνει όλα;
Είμαι μόλις 40. Είναι άσχημο από μέρους σου να το λες. Όχι, αυτό θα ήταν τρομερό. Μόλις άρχισα. Από δω και πέρα έρχονται πλέον οι πραγματικά μεγάλοι ρόλοι. Επιτέλους μου επιτρέπεται να παίζω δυνατούς χαρακτήρες. Τώρα δε χρειάζεται να υποδύομαι πια το παιδαρέλι, παρόλο που νομίζω ότι στην πραγματικότητα είμαι.
Πώς επιλέγεις τους ρόλους σου;
Εκατό τοις εκατό διαισθητικά. Πρέπει κάτι να μου κάνει κλικ και να με αγγίζει. Ενδεχομένως μετά από δύο τρία χρόνια να κοιτάζω πίσω και να αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς ήταν αυτό και γιατί επέλεξα το ρόλο.
Για παράδειγμα;
Δε θα ήθελα να σου πω γιατί είναι πολύ προσωπικό. Συχνά είναι κάτι πολύ προσωπικό. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι οι ρόλοι με επιλέγουν και όχι το αντίθετο. Ωστόσο, πρέπει να υπάρχει πάντα κάτι που να με προκαλεί.
Τώρα γυρίζεις μόνο ταινίες. Είναι συνειδητή επιλογή;
Σε αντίθεση με ό,τι λέγεται, δε σημαίνει τίποτα. Ποτέ δεν έχω πει: «Α, η τηλεόραση, χαμηλό επίπεδο, χαζοκούτι». Για μένα είναι πάντα ζήτημα ενεργητικότητας και παθητικότητας. Ο κινηματογράφος είναι ενεργητική παρακολούθηση. Περιλαμβάνει το να σηκωθείς, να βγεις έξω, να βρεθείς με άλλους ανθρώπους, να καθήσετε στην αίθουσα μαζί και να δείτε μια ταινία στη μεγάλη οθόνη. Αποτελεί ομαδική εμπειρία. Το βρίσκω πολύ όμορφο, ειδικά σε μια εποχή που οι χώροι συναντήσεων γίνονται ολοένα και λιγότεροι. Οι άνθρωποι μοιράζονται κάτι, βιώνουν κάτι μαζί. Το βρίσκω ρομαντικό.
Η Τέταρτη Δύναμη είναι One-Man-Show. Από τις ταινίες που σπάνια βλέπει κανείς στο γερμανικό κινηματογράφο.
Αυτό είναι αλήθεια, αλλά έχει να κάνει με τη φύση του κινηματογραφικού είδους, δηλαδή το θρίλερ. Μια συγκεκριμένη δομή διήγησης απαιτεί συγκεκριμένη ανάπτυξη των χαρακτήρων.
Παρόλα αυτά, ο Dennis Gansel έγραψε το ρόλο για σένα.
Είσαι πολιτικοποιημένος;
Αντιλαμβάνομαι όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου. Όμως δεν πιστεύω πια στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η πολιτική και η δυνατότητα αλλαγής. Παρόλα αυτά, με ενδιαφέρει πάρα πολύ. Είμαι κατά κάποιο τρόπο ένας πιστός άθεος και ένας πολιτικοποιημένος αρνητής της πολιτικής.