"One More Time With Feeling" του Andrew Dominik
Αδύνατον να σου αρέσει έστω και λίγο το έργο του Nick Cave και να σε αφήσει ασυγκίνητο αυτό το ντοκιμαντέρ. Το να επιτρέπεται στο θεατή η είσοδος στα άδυτα των studios, των ηχογραφήσεων, της δημιουργικής διαδικασίας της μπάντας, προκαλεί από μόνο του έντονη συγκίνηση, πόσο μάλλον αν είναι κανείς ένθερμος fan. Και αυτό είναι μόνο το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του φιλμ.
Η ταινία – η οποία προβλήθηκε σε περισσότερες από 650 αίθουσες σε όλο τον κόσμο, ταυτόχρονα στις 8/9, την παραμονή της κυκλοφορίας του Skeleton Tree - παρακολουθεί τη διαδικασία της ηχογράφησης του νέου, 16ου studio album του Nick Cave και των Bad Seeds, με αυτόν τον άκρως συμβολικό και με διάφορους τρόπους ερμηνεύσιμο τίτλο, από το τέλος του 2014 έως τις αρχές του 2016. Ως γνωστόν, τον Ιούλιο του 2015, ο ένας από τους τέσσερεις γιους του Nick Cave, ο 15χρονος τότε Arthur, σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα γκρεμό.
Μολονότι τα νέα τραγούδια είχαν ήδη γεννηθεί, συνθετικά και στιχουργικά, όταν συνέβη το τραγικό αυτό γεγονός, η ατμόσφαιρα του album επηρεάστηκε βαθύτατα – και πώς αλλιώς να συνέβαινε άλλωστε… Το ίδιο και η ατμόσφαιρα της ταινίας, η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε κάτι πολύ περισσότερο από μια ντοκιμαντερίστικης λογικής καταγραφή της ηχογράφησης ενός δίσκου. Τόσο ο Cave, όσο και τα αγαπημένα του πρόσωπα εμφανίζονται με εξομολογητική διάθεση σε σχέση με τα γεγονότα και τα συναισθήματά τους. Ο ίδιος, ανθρώπινος, προσιτός, σαν κάποιος οικείος σου, που ήρθε να μοιραστεί τη θλίψη του – αυτήν την τόσο αξιοπρεπή θλίψη που μόνο τον οίκτο δεν προκαλεί – μαζί σου, συζητά, φιλοσοφεί και περιγράφει τα πράγματα με μοναδικό τρόπο. “Susie and I decided to be happy. It seemed like an act of revenge, of defiance, to care for each other and the ones around us.”, λέει χαρακτηριστικά. Ποιος λυπάται έναν τέτοιο άνθρωπο;
Δίπλα στον Cave, τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα:
- Η σύζυγος και μητέρα των δύο από τα τέσσερα παιδιά του, Susie Bick, πανταχού παρούσα, ακόμα κι όταν δεν ‘πρωταγωνιστεί’ στη σκηνή, η συζήτηση στρέφεται γύρω από εκείνη, γύρω από το πόσο ενδιαφέρων και πολύπτυχος άνθρωπος είναι.
- Ο δίδυμος αδερφός του Arthur, Earl, να παρακολουθεί τις ηχογραφήσεις στο studio.
- Ο Warren Ellis. Ο ίδιος ο Cave αναρωτιέται σε κάποια στιγμή φωναχτά τι θα έκανε χωρίς εκείνον. Και πραγματικά η επίδρασή του στην καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και στην ίδια την προσωπικότητα του Cave είναι περισσότερο από έκδηλη.
Η σκηνοθεσία, απλή και ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα με μια ρομαντική, ονειρώδη διάθεση, εισάγει τον θεατή στα βάθη της μουσικής δημιουργίας του Skeleton Tree, αλλά και στον ίδιο τον κόσμο των δημιουργών του. Σε αυτό βεβαίως συμβάλλουν και η ασπρόμαυρη 3-D κινηματογράφηση, αλλά και ο αφηγηματικός ρόλος του Nick Cave, εκτός από αυτόν του πρωταγωνιστή. Η φωνή του, η χροιά της, η φαινομενική της ηρεμία, αλλά και η υποβόσκουσα έντασή της, λειτουργούν απλώς υπνωτιστικά.
Μία από τις τελευταίες σκηνές συνοδεύεται μοναδικά από την ερμηνεία των Arthur και Earl στο Deep Water της Marianne Faithfull, το οποίο συνέθεσαν οι τρεις τους, με τον πατέρα Cave να συνοδεύει στο πιάνο. Άλλη μια απόδειξη της αθανασίας της μουσικής και της τέχνης εν γένει, παρά τη θνητότητα του δημιουργού της. Άλλωστε για την αθανασία δεν παλεύει πάντα – αλλά μάταια – ο άνθρωπος;
Με το τέλος της ταινίας, ακόμα σε κατάσταση ύπνωσης, αυτό που νιώθει την ανάγκη ο θεατής να κάνει είναι να ακούσει πραγματικά το Skeleton Tree. Μυημένος πια σε κάθε κομμάτι ξεχωριστά, έχοντας μάθει κάποια από τα μυστικά τους, θέλει μόνο να ακούσει. Ξανά και ξανά. Όποιος αγαπά έστω και λίγο το Nick Cave μάλλον δεν θα πρέπει να χάσει ούτε το One More Time With Feeling, αλλά ούτε και το Skeleton Tree. Καλές ακροάσεις…
Αδύνατον να σου αρέσει έστω και λίγο το έργο του Nick Cave και να σε αφήσει ασυγκίνητο αυτό το ντοκιμαντέρ. Το να επιτρέπεται στο θεατή η είσοδος στα άδυτα των studios, των ηχογραφήσεων, της δημιουργικής διαδικασίας της μπάντας, προκαλεί από μόνο του έντονη συγκίνηση, πόσο μάλλον αν είναι κανείς ένθερμος fan. Και αυτό είναι μόνο το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης του φιλμ.
Η ταινία – η οποία προβλήθηκε σε περισσότερες από 650 αίθουσες σε όλο τον κόσμο, ταυτόχρονα στις 8/9, την παραμονή της κυκλοφορίας του Skeleton Tree - παρακολουθεί τη διαδικασία της ηχογράφησης του νέου, 16ου studio album του Nick Cave και των Bad Seeds, με αυτόν τον άκρως συμβολικό και με διάφορους τρόπους ερμηνεύσιμο τίτλο, από το τέλος του 2014 έως τις αρχές του 2016. Ως γνωστόν, τον Ιούλιο του 2015, ο ένας από τους τέσσερεις γιους του Nick Cave, ο 15χρονος τότε Arthur, σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα γκρεμό.
Μολονότι τα νέα τραγούδια είχαν ήδη γεννηθεί, συνθετικά και στιχουργικά, όταν συνέβη το τραγικό αυτό γεγονός, η ατμόσφαιρα του album επηρεάστηκε βαθύτατα – και πώς αλλιώς να συνέβαινε άλλωστε… Το ίδιο και η ατμόσφαιρα της ταινίας, η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε κάτι πολύ περισσότερο από μια ντοκιμαντερίστικης λογικής καταγραφή της ηχογράφησης ενός δίσκου. Τόσο ο Cave, όσο και τα αγαπημένα του πρόσωπα εμφανίζονται με εξομολογητική διάθεση σε σχέση με τα γεγονότα και τα συναισθήματά τους. Ο ίδιος, ανθρώπινος, προσιτός, σαν κάποιος οικείος σου, που ήρθε να μοιραστεί τη θλίψη του – αυτήν την τόσο αξιοπρεπή θλίψη που μόνο τον οίκτο δεν προκαλεί – μαζί σου, συζητά, φιλοσοφεί και περιγράφει τα πράγματα με μοναδικό τρόπο. “Susie and I decided to be happy. It seemed like an act of revenge, of defiance, to care for each other and the ones around us.”, λέει χαρακτηριστικά. Ποιος λυπάται έναν τέτοιο άνθρωπο;
Δίπλα στον Cave, τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα:
- Η σύζυγος και μητέρα των δύο από τα τέσσερα παιδιά του, Susie Bick, πανταχού παρούσα, ακόμα κι όταν δεν ‘πρωταγωνιστεί’ στη σκηνή, η συζήτηση στρέφεται γύρω από εκείνη, γύρω από το πόσο ενδιαφέρων και πολύπτυχος άνθρωπος είναι.
- Ο δίδυμος αδερφός του Arthur, Earl, να παρακολουθεί τις ηχογραφήσεις στο studio.
- Ο Warren Ellis. Ο ίδιος ο Cave αναρωτιέται σε κάποια στιγμή φωναχτά τι θα έκανε χωρίς εκείνον. Και πραγματικά η επίδρασή του στην καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και στην ίδια την προσωπικότητα του Cave είναι περισσότερο από έκδηλη.
Η σκηνοθεσία, απλή και ρεαλιστική, αλλά ταυτόχρονα με μια ρομαντική, ονειρώδη διάθεση, εισάγει τον θεατή στα βάθη της μουσικής δημιουργίας του Skeleton Tree, αλλά και στον ίδιο τον κόσμο των δημιουργών του. Σε αυτό βεβαίως συμβάλλουν και η ασπρόμαυρη 3-D κινηματογράφηση, αλλά και ο αφηγηματικός ρόλος του Nick Cave, εκτός από αυτόν του πρωταγωνιστή. Η φωνή του, η χροιά της, η φαινομενική της ηρεμία, αλλά και η υποβόσκουσα έντασή της, λειτουργούν απλώς υπνωτιστικά.
Μία από τις τελευταίες σκηνές συνοδεύεται μοναδικά από την ερμηνεία των Arthur και Earl στο Deep Water της Marianne Faithfull, το οποίο συνέθεσαν οι τρεις τους, με τον πατέρα Cave να συνοδεύει στο πιάνο. Άλλη μια απόδειξη της αθανασίας της μουσικής και της τέχνης εν γένει, παρά τη θνητότητα του δημιουργού της. Άλλωστε για την αθανασία δεν παλεύει πάντα – αλλά μάταια – ο άνθρωπος;
Με το τέλος της ταινίας, ακόμα σε κατάσταση ύπνωσης, αυτό που νιώθει την ανάγκη ο θεατής να κάνει είναι να ακούσει πραγματικά το Skeleton Tree. Μυημένος πια σε κάθε κομμάτι ξεχωριστά, έχοντας μάθει κάποια από τα μυστικά τους, θέλει μόνο να ακούσει. Ξανά και ξανά. Όποιος αγαπά έστω και λίγο το Nick Cave μάλλον δεν θα πρέπει να χάσει ούτε το One More Time With Feeling, αλλά ούτε και το Skeleton Tree. Καλές ακροάσεις…
Σχετικό θέμα