Όσοι βρέθηκαν την Παρασκευή το βράδυ στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων θα έχουν, πραγματικά, να λένε στους φίλους τους, στα παιδιά τους, στα εγγόνια τους μια εκπληκτική ιστορία. Από εκείνες που τις ακούς και δαγκώνεις τα χείλη σου καθώς σιγοβράζεις μέσα σου που δεν είχες την τύχη να τις ζήσεις, ή χτυπιέσαι ενδόμυχα που συνέβησαν σε μια άλλη εποχή.
Τέτοια ιστορία θα είναι αυτή. Θα μιλάει για μια εμβληματική στιγμή στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, θα περιγράφει δυο παθιασμένους δημιουργούς που έσμιξαν, όχι μόνο τις φωνές και τις καρδιές τους, αλλά και ένα κοινό έξι χιλιάδων ανθρώπων, τουλάχιστον, και θα ζωντανεύει στον ίδιο τον αφηγητή αλλά και τους αποδέκτες της τον παλμό, την ψυχεδέλεια και την απέραντη ευγνωμοσύνη όσων (συν)υπήρξαν στη συναυλία των Γιάννη Αγγελάκα και Παύλου Παυλίδη στις 15 Σεπτεμβρίου 2017.
Οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά είχαν πάντοτε μια αβίαστη συνειρμική σχέση. Δεν μπορούσες (κι ακόμη δεν μπορείς) να σκεφτείς το ένα χωρίς το άλλο κι αντίστροφα. Δυο συγκροτήματα που χάραξαν με τους στίχους, τη μουσική και την ερμηνεία τους την ελληνική ροκ σκηνή, που σημάδεψαν τη μνήμη, την ψυχή και την αισθητική πολλών, που - ακόμη και μετά τη διάλυσή τους - συνέχισαν να «διχάζουν» μια μερίδα του κοινού, αφού το ερώτημα «Τρύπες ή Ξύλινα Σπαθιά;» υπήρξε ανέκαθεν ένας καλός τρόπος για να ανοίξεις μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μουσικού περιεχομένου.
Από τις 21:00 μέχρι και μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα αγαπήσαμε, ερωτευτήκαμε, πονέσαμε, εκτονωθήκαμε, ταυτιστήκαμε, εκφραστήκαμε, χορέψαμε, φωνάξαμε, αγκαλιαστήκαμε και ταξιδέψαμε «από γιορτή σε γιορτή». Ένα κοινό ετερόκλητο από μικρά παιδιά μέχρι μεγάλες κυρίες και κύριους, ανθρώπους που η εφηβεία τους φέρει το όνομα των Τρυπών ή των Σπαθιών και έφηβους που ενηλικιώνονται με το επώνυμο του Αγγελάκα ή του Παυλίδη. Ποιες ηλικίες και ποιες γενιές; Ποιοι αριθμοί και ποιες εποχές; Καμία διαφορά, κανένα χάσμα. Μόνο γέφυρες, συναισθήματα και πολλή –πάρα πολλή- μουσική. Άρα, ένα κοινό ετερόκλητο, μα συνάμα όμοιο.
Πρώτος ο Παύλος, φανερά χαρούμενος και με χαμόγελο, έκανε σινιάλο για να ξεκινήσει η μαγεία. Γεμάτος ενέργεια, ξεσήκωσε κατευθείαν το ήδη ζεσταμένο –χρόνια τώρα- κοινό, με το «Άλλη μια μέρα», για να συνεχίσει με την πειραγμένη και πιο δυναμική «Μαίρη», το αγαπημένο «Τόσο κοντά», το σαρκαστικό «Αντικαταπληκτικά», τους αέναους «Θεριστές», το «Στοιχειωμένο σπίτι». Κρατώντας και τη δική του διάθεση και τη δική μας στα ύψη, δεν άργησαν να έρθουν τα τραγούδια των Σπαθιών που έβαλαν φωτιά σ’ ολόκληρη την Τεχνόπολη: «Πάρε με μαζί σου», «Τώρα αρχίζω και θυμάμαι», «Οι συμμορίες της ασφάλτου», «Το καράβι», «Δεν έχει τέλος».
Η είσοδος του Γιάννη στη σκηνή έφερε μαζί της – πέρα από τον άκρατο ενθουσιασμό και το αυθόρμητο χειροκρότημα του κόσμου – μια γεύση από το τι επρόκειτο να ακολουθήσει αργότερα. Η μεταξύ τους σύμπραξη στο «Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι» και τον «Ζεστό αέρα», με την εναλλαγή των φωνών και κυρίως των ρόλων τους, έμοιαζε με μια ευχή που γινόταν πραγματικότητα, με μια υπόσχεση που εκπληρωνόταν. Έπειτα, ο Παύλος μας γαλήνεψε με το «Ατλαντίς», ενώ με τις «Ρόδες» και το χαρακτηριστικό «να να να να να, λο λο λο λο λο» από το «Ό,τι θες εσύ» έκανε ακόμη και τον πιο μακρινό παρευρισκόμενο να χορέψει, μέχρι να σηκώσει τους πάντες στον αέρα με τον περίφημο –και τελευταίως ακριβοθώρητο - «Βασιλιά της σκόνης» (που ήταν παραγγελιά του Γιάννη, όπως μας είπε).
Λίγο πριν μας χαιρετήσει, αφιέρωσε τον «Κατάδικο» στην Ηριάννα και «σε όλους τους ανθρώπους, που πιστεύει ότι οι περισσότεροι είναι άδικα κλεισμένοι» και μας χάρισε ένα τρελό χορό απολαμβάνοντας το «Παράξενο τραγούδι». Είχε έρθει πια η σειρά του Γιάννη, για να κάνει τα δικά του θαύματα, ξεκινώντας με ένα διόλου «Ακίνδυνο τραγουδάκι» και σκορπώντας όλη του την ενέργεια πάνω και κάτω απ’ τη σκηνή. Το καινούργιο «Μόνο από τη λύπη σου» έδωσε τη σκυτάλη στο κλασικό «Είμαι τυχερός» και οι εκρηκτικές εναλλαγές συνεχίστηκαν με την ίδια ένταση και τον ίδιο δυναμισμό, με τον «Άγγελο», τους «Πόθους», το «Αιρετικό», το «Δώσ’ μου λίγη ακόμα αγάπη» και το «Σιγά μην κλάψω» που ένωσε όλες τις φωνές του κόσμου σε μία.
Μια εκστασιασμένη λαοθάλασσα που η καρδιά της χτυπούσε στον ρυθμό των τραγουδιών κι ένας Γιάννης κεφάτος, που έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε πάνω στη σκηνή. Υπενθυμίζοντας την επέτειο δολοφονίας του Παύλου Φύσσα (18 Σεπτεμβρίου), βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει για τον φασισμό , που «ανθίζει όταν η κοινωνία σαπίζει σαν σκουλήκι και εξαρτάται από τη δική μας πνευματική υγεία να μην αφήσουμε ξανά να συμβεί αυτό». Ο «Νεάντερταλ», η «Δικαιοσύνη», η «Γελαστή ανηφόρα», το «Μέσα μου ο αέρας που φυσά» και το «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» διαπέρασαν κάθε κορμί, μα στο «Ακούω την αγάπη» έλαμψε κάθε ροκ ψυχή που αναζητά ακόμη τα ηλεκτροφόρα κύματα που θα την αναγεννήσουν. Όλη η Τεχνόπολη ήταν μια παρέα, απ’ αυτές που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και όταν συναντήθηκαν ξανά, δεν είχε αλλάξει τίποτα.
Η πιο σπουδαία στιγμή μιας εκ των σημαντικότερων ελληνικών συναυλιών των τελευταίων ετών, είχε φτάσει. Ο Γιάννης και ο Παύλος, o Aγγελάκας και ο Παυλίδης, οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά, οι 100°C και οι B-Movies, ήταν μαζί στη σκηνή. Τραγουδούσαν αγκαλιά, χαμογελούσαν, ρόκαραν, αντάλλαζαν στίχους, μοιράζονταν από κοινού μια αξέχαστη εμπειρία, μαζί τους κι εμείς. Η «Σπασμένη πολυθρόνα» άλλαξε χροιά, η «Αμνησία» άλλαξε ύφος, το «Μόνο αυτό» είχε κάτι από Γιάννη και το «Δε χωράς πουθενά» είχε κάτι από Παύλο. «Όλα είναι δρόμος», «Θα ανατέλλω» και μια «Γιορτή», όπου το ρίγος άγγιξε την ένταση, η συγκίνηση χάιδεψε τον ιδρώτα κι η ευγνωμοσύνη διαχύθηκε στην ατμόσφαιρα σε ένα αμφίδρομο ταξίδι μεταξύ σκηνής και αρένας.
Τέτοια ιστορία θα είναι αυτή. Θα μιλάει για μια εμβληματική στιγμή στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, θα περιγράφει δυο παθιασμένους δημιουργούς που έσμιξαν, όχι μόνο τις φωνές και τις καρδιές τους, αλλά και ένα κοινό έξι χιλιάδων ανθρώπων, τουλάχιστον, και θα ζωντανεύει στον ίδιο τον αφηγητή αλλά και τους αποδέκτες της τον παλμό, την ψυχεδέλεια και την απέραντη ευγνωμοσύνη όσων (συν)υπήρξαν στη συναυλία των Γιάννη Αγγελάκα και Παύλου Παυλίδη στις 15 Σεπτεμβρίου 2017.
Οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά είχαν πάντοτε μια αβίαστη συνειρμική σχέση. Δεν μπορούσες (κι ακόμη δεν μπορείς) να σκεφτείς το ένα χωρίς το άλλο κι αντίστροφα. Δυο συγκροτήματα που χάραξαν με τους στίχους, τη μουσική και την ερμηνεία τους την ελληνική ροκ σκηνή, που σημάδεψαν τη μνήμη, την ψυχή και την αισθητική πολλών, που - ακόμη και μετά τη διάλυσή τους - συνέχισαν να «διχάζουν» μια μερίδα του κοινού, αφού το ερώτημα «Τρύπες ή Ξύλινα Σπαθιά;» υπήρξε ανέκαθεν ένας καλός τρόπος για να ανοίξεις μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μουσικού περιεχομένου.
Από τις 21:00 μέχρι και μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα αγαπήσαμε, ερωτευτήκαμε, πονέσαμε, εκτονωθήκαμε, ταυτιστήκαμε, εκφραστήκαμε, χορέψαμε, φωνάξαμε, αγκαλιαστήκαμε και ταξιδέψαμε «από γιορτή σε γιορτή». Ένα κοινό ετερόκλητο από μικρά παιδιά μέχρι μεγάλες κυρίες και κύριους, ανθρώπους που η εφηβεία τους φέρει το όνομα των Τρυπών ή των Σπαθιών και έφηβους που ενηλικιώνονται με το επώνυμο του Αγγελάκα ή του Παυλίδη. Ποιες ηλικίες και ποιες γενιές; Ποιοι αριθμοί και ποιες εποχές; Καμία διαφορά, κανένα χάσμα. Μόνο γέφυρες, συναισθήματα και πολλή –πάρα πολλή- μουσική. Άρα, ένα κοινό ετερόκλητο, μα συνάμα όμοιο.
Πρώτος ο Παύλος, φανερά χαρούμενος και με χαμόγελο, έκανε σινιάλο για να ξεκινήσει η μαγεία. Γεμάτος ενέργεια, ξεσήκωσε κατευθείαν το ήδη ζεσταμένο –χρόνια τώρα- κοινό, με το «Άλλη μια μέρα», για να συνεχίσει με την πειραγμένη και πιο δυναμική «Μαίρη», το αγαπημένο «Τόσο κοντά», το σαρκαστικό «Αντικαταπληκτικά», τους αέναους «Θεριστές», το «Στοιχειωμένο σπίτι». Κρατώντας και τη δική του διάθεση και τη δική μας στα ύψη, δεν άργησαν να έρθουν τα τραγούδια των Σπαθιών που έβαλαν φωτιά σ’ ολόκληρη την Τεχνόπολη: «Πάρε με μαζί σου», «Τώρα αρχίζω και θυμάμαι», «Οι συμμορίες της ασφάλτου», «Το καράβι», «Δεν έχει τέλος».
Η είσοδος του Γιάννη στη σκηνή έφερε μαζί της – πέρα από τον άκρατο ενθουσιασμό και το αυθόρμητο χειροκρότημα του κόσμου – μια γεύση από το τι επρόκειτο να ακολουθήσει αργότερα. Η μεταξύ τους σύμπραξη στο «Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι» και τον «Ζεστό αέρα», με την εναλλαγή των φωνών και κυρίως των ρόλων τους, έμοιαζε με μια ευχή που γινόταν πραγματικότητα, με μια υπόσχεση που εκπληρωνόταν. Έπειτα, ο Παύλος μας γαλήνεψε με το «Ατλαντίς», ενώ με τις «Ρόδες» και το χαρακτηριστικό «να να να να να, λο λο λο λο λο» από το «Ό,τι θες εσύ» έκανε ακόμη και τον πιο μακρινό παρευρισκόμενο να χορέψει, μέχρι να σηκώσει τους πάντες στον αέρα με τον περίφημο –και τελευταίως ακριβοθώρητο - «Βασιλιά της σκόνης» (που ήταν παραγγελιά του Γιάννη, όπως μας είπε).
Λίγο πριν μας χαιρετήσει, αφιέρωσε τον «Κατάδικο» στην Ηριάννα και «σε όλους τους ανθρώπους, που πιστεύει ότι οι περισσότεροι είναι άδικα κλεισμένοι» και μας χάρισε ένα τρελό χορό απολαμβάνοντας το «Παράξενο τραγούδι». Είχε έρθει πια η σειρά του Γιάννη, για να κάνει τα δικά του θαύματα, ξεκινώντας με ένα διόλου «Ακίνδυνο τραγουδάκι» και σκορπώντας όλη του την ενέργεια πάνω και κάτω απ’ τη σκηνή. Το καινούργιο «Μόνο από τη λύπη σου» έδωσε τη σκυτάλη στο κλασικό «Είμαι τυχερός» και οι εκρηκτικές εναλλαγές συνεχίστηκαν με την ίδια ένταση και τον ίδιο δυναμισμό, με τον «Άγγελο», τους «Πόθους», το «Αιρετικό», το «Δώσ’ μου λίγη ακόμα αγάπη» και το «Σιγά μην κλάψω» που ένωσε όλες τις φωνές του κόσμου σε μία.
Μια εκστασιασμένη λαοθάλασσα που η καρδιά της χτυπούσε στον ρυθμό των τραγουδιών κι ένας Γιάννης κεφάτος, που έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε πάνω στη σκηνή. Υπενθυμίζοντας την επέτειο δολοφονίας του Παύλου Φύσσα (18 Σεπτεμβρίου), βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει για τον φασισμό , που «ανθίζει όταν η κοινωνία σαπίζει σαν σκουλήκι και εξαρτάται από τη δική μας πνευματική υγεία να μην αφήσουμε ξανά να συμβεί αυτό». Ο «Νεάντερταλ», η «Δικαιοσύνη», η «Γελαστή ανηφόρα», το «Μέσα μου ο αέρας που φυσά» και το «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» διαπέρασαν κάθε κορμί, μα στο «Ακούω την αγάπη» έλαμψε κάθε ροκ ψυχή που αναζητά ακόμη τα ηλεκτροφόρα κύματα που θα την αναγεννήσουν. Όλη η Τεχνόπολη ήταν μια παρέα, απ’ αυτές που χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και όταν συναντήθηκαν ξανά, δεν είχε αλλάξει τίποτα.
Η πιο σπουδαία στιγμή μιας εκ των σημαντικότερων ελληνικών συναυλιών των τελευταίων ετών, είχε φτάσει. Ο Γιάννης και ο Παύλος, o Aγγελάκας και ο Παυλίδης, οι Τρύπες και τα Ξύλινα Σπαθιά, οι 100°C και οι B-Movies, ήταν μαζί στη σκηνή. Τραγουδούσαν αγκαλιά, χαμογελούσαν, ρόκαραν, αντάλλαζαν στίχους, μοιράζονταν από κοινού μια αξέχαστη εμπειρία, μαζί τους κι εμείς. Η «Σπασμένη πολυθρόνα» άλλαξε χροιά, η «Αμνησία» άλλαξε ύφος, το «Μόνο αυτό» είχε κάτι από Γιάννη και το «Δε χωράς πουθενά» είχε κάτι από Παύλο. «Όλα είναι δρόμος», «Θα ανατέλλω» και μια «Γιορτή», όπου το ρίγος άγγιξε την ένταση, η συγκίνηση χάιδεψε τον ιδρώτα κι η ευγνωμοσύνη διαχύθηκε στην ατμόσφαιρα σε ένα αμφίδρομο ταξίδι μεταξύ σκηνής και αρένας.
Οι δυο τους μαζί, ο κόσμος μαζί, εμείς κι αυτοί μαζί, όλοι μαζί. Ο Παυλίδης να φωνάζει «Βάλε φωτιά, βάλε φωτιά», να χορεύει σαν παιδί στο «Θα ανατέλλω» και ο Γιάννης να κάθεται στο ηχείο, να καπνίζει και να ακούει σύσσωμη την Τεχνόπολη να τραγουδά στο ανκόρ την «Ταξιδιάρα ψυχή».
Ναι, όλα έγιναν έτσι όπως έπρεπε και όπως άξιζε να γίνουν.
Νιώθω τυχερή, νιώθω τυχερή
σας ευχαριστώ.
*Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Μιχάλη Τσεσμετζή και το MixGrill.
Ναι, όλα έγιναν έτσι όπως έπρεπε και όπως άξιζε να γίνουν.
Νιώθω τυχερή, νιώθω τυχερή
σας ευχαριστώ.
*Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Μιχάλη Τσεσμετζή και το MixGrill.