Η συναυλία με μία 14μελή latin μπάντα (Κόνγκας, Τιμπάλες, άλλα κρουστά, 3 τρομπέτες, πιάνο, κοντραμπάσο, δύο φωνές, κουβανικό λαούτο, κιθάρα τρες, ηλεκτρική κιθάρα, τρομπόνι) μεταξύ των οποίων και 3 που έγιναν πασίγνωστοι λόγω της συμμετοχής τους στη Buena Vista Social Club (Μπαρμπαρίτο Τόρρες στο κουβανέζικο Λαούτο, Μανουέλ Γκαλμπάν στην ηλεκτρική κιθάρα και Μανουέλ Μιραμπάλ στην τρομπέτα) έγινε η τέλεια ευκαιρία για ένα μεγάλο πάρτι, μία ευκαιρία για χορό, κέφι και μουσική απόλαυση.
Η παρουσία του νεανικού κοινού που όχι μόνο στάθηκε μπροστά στη σκηνή και χόρεψε, αλλά και γνώριζε πολλούς από τους στίχους των τραγουδιών ήρθε για να το επιβεβαιώσει. Βέβαια, η αλήθεια είναι, ότι η μουσική που ακούν αυτή την στιγμή οι νέοι στη Λατινική Αμερική απέχει αρκετά από αυτή που ακούσαμε εμείς την Πέμπτη το βράδυ. Ίσως, όσο απέχει η Βέμπο και ο Αττίκ από τη Μόνικα και τον Παυλίδη. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της συναυλίας αναρωτήθηκα ποιά είναι η σχέση της δικιάς μας νεολαίας με την παραδοσιακή ή, αν θέλετε, την παλαιότερη μουσική του τόπου γενικότερα. Αλλά η διασκέδαση, πάντα διασκέδαση. Επί της ουσίας της συγκεκριμένης συναυλίας, λοιπόν, δεν υπάρχουν ενστάσεις.
Από εκεί και πέρα, η μπάντα κράτησε, άλλα όχι όλες, από τις υποσχέσεις που ένα τέτοιο όνομα υποθάλπτει. Οι ενορχηστρώσεις ήταν ζεστές και μεστές, οι φωνές ωραίες και το ρεπερτόριο, ως επί του πλέίστον από τον πρώτο δίσκο της Buena Vista, για την ακρίβεια έξι κομμάτια, αλλά και κάποια κομμάτια από την υπόλοιπη σειρά, όπως και το κλασσικό cha cha cha El Bodeguero εκτελεσμένο με αρκετή μαεστρία, διάθεση και χιούμορ. Δυναμίτης ενέργειας ο μαέστρος και τρομπονίστας Χεσούς Ράμος (ο οποίος και αυτός έχει συμμετάσχει σε κάποιους από τους δίσκους της Buena Vista), ιδιαίτερα ορεξάτος ο Μπαρμπαρίτο, ήρθε μπροστά με το Λαούτο του, αρκετές φορές, παίζοντας μάλιστα και ένα σόλο πίσω από την πλάτη (!), ενώ οι μελωδίες και ο χορός επί σκηνής, αλλά και τα καλαμπούρια μεταξύ των μουσικών (όπως όταν ο μαέστρος σκούπισε τον ιδρώτα του στο σακάκι του Μιραμπάλ) δείγμα άνεσης και φυσικότητας.
Η παρουσία του Γκαλμπάν ήταν όμως το άκρως αντίθετο: Καθαρά συμβολική, αφού ούτε έπαιζε σε όλα τα κομμάτια, και σε όσα έπαιζε, έδειχνε να προτιμούσε να βρίσκεται σε σουβλατζίδικο παρά στη σκηνή: Μυστήριος και απογοητευτικός, χωρίς να ακούγεται η κιθάρα του, σε σημείο που πολλές φορές αναρωτήθηκα αν ήταν ο ίδιος ή ίσως κάποιος σωσίας… Επιπλέον υπερβολικό και σεξιστικό βρήκα και τον γυναικείο χόρο επί σκηνής από την όντως συγκλονιστική, από άποψη φωνής, βοκαλίστα, όσο και αν αυτός ο χορός ξεσήκωνε κάποιους από τους αρσενικούς των πρώτων σειρών. Η γενική εντύπωση πάντως θετική, με τον κόσμο να φεύγει χαμογελαστός και ευχαριστημένος. Στα αρνητικά βέβαια η πολύ κακή προβολή της βραδιάς, καθώς και οι συγκεχυμένες πληροφορίες σχετικά με το χόρο διεξαγωγής της, που έκανε αρκετούς να τρέχουν ανάμεσα στο κτίριο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και του κτιρίου 53, που βρίσκεται σε κάποια απόσταση από εκεί.
Η παρουσία του νεανικού κοινού που όχι μόνο στάθηκε μπροστά στη σκηνή και χόρεψε, αλλά και γνώριζε πολλούς από τους στίχους των τραγουδιών ήρθε για να το επιβεβαιώσει. Βέβαια, η αλήθεια είναι, ότι η μουσική που ακούν αυτή την στιγμή οι νέοι στη Λατινική Αμερική απέχει αρκετά από αυτή που ακούσαμε εμείς την Πέμπτη το βράδυ. Ίσως, όσο απέχει η Βέμπο και ο Αττίκ από τη Μόνικα και τον Παυλίδη. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της συναυλίας αναρωτήθηκα ποιά είναι η σχέση της δικιάς μας νεολαίας με την παραδοσιακή ή, αν θέλετε, την παλαιότερη μουσική του τόπου γενικότερα. Αλλά η διασκέδαση, πάντα διασκέδαση. Επί της ουσίας της συγκεκριμένης συναυλίας, λοιπόν, δεν υπάρχουν ενστάσεις.
Από εκεί και πέρα, η μπάντα κράτησε, άλλα όχι όλες, από τις υποσχέσεις που ένα τέτοιο όνομα υποθάλπτει. Οι ενορχηστρώσεις ήταν ζεστές και μεστές, οι φωνές ωραίες και το ρεπερτόριο, ως επί του πλέίστον από τον πρώτο δίσκο της Buena Vista, για την ακρίβεια έξι κομμάτια, αλλά και κάποια κομμάτια από την υπόλοιπη σειρά, όπως και το κλασσικό cha cha cha El Bodeguero εκτελεσμένο με αρκετή μαεστρία, διάθεση και χιούμορ. Δυναμίτης ενέργειας ο μαέστρος και τρομπονίστας Χεσούς Ράμος (ο οποίος και αυτός έχει συμμετάσχει σε κάποιους από τους δίσκους της Buena Vista), ιδιαίτερα ορεξάτος ο Μπαρμπαρίτο, ήρθε μπροστά με το Λαούτο του, αρκετές φορές, παίζοντας μάλιστα και ένα σόλο πίσω από την πλάτη (!), ενώ οι μελωδίες και ο χορός επί σκηνής, αλλά και τα καλαμπούρια μεταξύ των μουσικών (όπως όταν ο μαέστρος σκούπισε τον ιδρώτα του στο σακάκι του Μιραμπάλ) δείγμα άνεσης και φυσικότητας.
Η παρουσία του Γκαλμπάν ήταν όμως το άκρως αντίθετο: Καθαρά συμβολική, αφού ούτε έπαιζε σε όλα τα κομμάτια, και σε όσα έπαιζε, έδειχνε να προτιμούσε να βρίσκεται σε σουβλατζίδικο παρά στη σκηνή: Μυστήριος και απογοητευτικός, χωρίς να ακούγεται η κιθάρα του, σε σημείο που πολλές φορές αναρωτήθηκα αν ήταν ο ίδιος ή ίσως κάποιος σωσίας… Επιπλέον υπερβολικό και σεξιστικό βρήκα και τον γυναικείο χόρο επί σκηνής από την όντως συγκλονιστική, από άποψη φωνής, βοκαλίστα, όσο και αν αυτός ο χορός ξεσήκωνε κάποιους από τους αρσενικούς των πρώτων σειρών. Η γενική εντύπωση πάντως θετική, με τον κόσμο να φεύγει χαμογελαστός και ευχαριστημένος. Στα αρνητικά βέβαια η πολύ κακή προβολή της βραδιάς, καθώς και οι συγκεχυμένες πληροφορίες σχετικά με το χόρο διεξαγωγής της, που έκανε αρκετούς να τρέχουν ανάμεσα στο κτίριο του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και του κτιρίου 53, που βρίσκεται σε κάποια απόσταση από εκεί.