Αρχές '80 στην ταβέρνα του Βασίλη, μια υπόγα, κάπου στην Νέα Φιλαδέλφεια. Ήταν μάλλον Κυριακή γιατί μετά είχε γήπεδο. Κόσμος λαϊκός, οικογένειες με παιδιά, ανδροπαρέες, ζευγάρια, περνούσαν την Κυριακή που είχαν μακριά από την δουλειά με λίγο κρασί ή ούζο και μεζέ. Είμαι μαζί με τον πατέρα μου καθισμένοι σε μια γωνία μέσα στο μαγαζί και τη προσοχή μου έχει κλέψει το φωτισμένο τζουκμπόξ (παλαιάς τεχνολογίας συσκευή που έπαιζε, έναντι αντιτίμου, τραγούδια από την εσωτερική δισκοθήκη 45 στροφών που διέθετε).
Κύριος γκριζομάλλης, ξερακιανός, γύρω στα 50 πάει μπροστά του. Δείχνει πολύ σοβαρός και αφού ρίχνει το κέρμα, πατάει αποφασιστικά τα κουμπιά. Μικρή παύση, σύρσιμο βελόνας και η εισαγωγή από το «Αλίμονο» απλώνεται στον χώρο, χαμόγελα από την παρέα του γκριζομάλλη και αυτός με μια χαλαρή κίνηση παίρνει θέση στο ένα τετραγωνικό μέτρο χώρο που βρίσκεται το τζουκμπόξ και τα πρώτα γειτονικά τραπέζια.
Νομίζω ότι αυτό που ακολούθησε ήταν η πρώτη «ζωντανή παράσταση» που αποτυπώθηκε στο μυαλό μου. Η φωνή του Μητροπάνου, ο ξερακιανός τύπος, σαν αετός με απλωμένα φτερά, σε ένα χορό ζωής και θανάτου, μια λιτή κι αντρίκια δοξασία, χωρίς τσαλίμια, απέριττα, όπως όλα τα όμορφα πράγματα στην ζωή.
Αυτή ήταν η «γνωριμία» μου με τον Δημήτρη Μητροπάνο, που αν βρισκόταν εν ζωή (γιατί η χαρακτηριστική του φωνή και ερμηνεία στα τραγούδια του πάντα θα βρίσκονται ανάμεσά μας) θα γιόρταζε σήμερα.
Ένας άνθρωπος με λαϊκές καταβολές και ευαισθησίες. Που μεγάλωσε «ορφανός» χωρίς τον πατέρα του, τον οποίο γνώρισε όταν ήταν 29 χρονών. Μέχρι τα 16 του νόμιζε πως είχε σκοτωθεί στον ανταρτοπόλεμο, όταν ήρθε ένα γράμμα το οποίο έλεγε πως ζει στην Ρουμανία. Που από μικρό παιδί δούλευε τα καλοκαίρια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια του.
Ένας ερμηνευτής που ευτύχησε να τραγουδήσει (και μαζί του κι εμείς) τον πόνο, την χαρά και τον έρωτα (γιατί αυτά τα απλά πράγματα είναι η ζωή) χαρίζοντας μας αξεπέραστες ερμηνείες. Μια από τις μεγαλύτερες λαϊκές φωνές της Ελλάδας. Και επιμένω στο ερμηνευτής γιατί δεν τραγουδούσε απλά. Ένοιωθε βαθύτατα όλα αυτά που τραγουδούσε. Οι λέξεις είναι λίγες για να περιγράψουν και να αποδώσουν το μεγαλείο και το συναίσθημα που έβγαζε ο Δημήτρης Μητροπάνος όταν τραγουδούσε ακόμα κι αν τα τραγούδια δεν ήταν καλά. Γιατί τραγούδησε και τέτοια. Αλλά ήταν τέτοια η ερμηνευτική του ικανότητα που μπορούσε να υποστηρίξει ένα «μέτριο» τραγούδι.
Μπορείς να σκεφτείς την «Ρόζα», τα «Λαδάδικα», το «Σ’ αναζητώ» το « Κυρά Ζωή» το « Αλίμονο» χωρίς την φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου;
Χρόνια πολλά στους Δημήτρηδες και στις Δήμητρες. Πάντα με υγεία.
Υ.Γ: Πραγματικά τυχεροί όσοι βρεθήκαμε στο Ηρώδειο σε εκείνη την μοναδική συναυλία!