music_journalism

Το ανεκπλήρωτο χρέος του εγχώριου μουσικού τύπου

Τη στιγμή που ο καλλιτεχνικός χώρος πλήττεται βάναυσα, και που γίνονται αγωνιώδεις εκκλήσεις για αλληλεγγύη, ο εγχώριος μουσικός τύπος δεν μπορεί να συνεχίζει να κρατά γυρισμένη την πλάτη του στη σύγχρονη ελληνική δημιουργία.
Διαβάστηκε φορες
Όπως σε πολλούς επαγγελματικούς χώρους στην Ελλάδα, έτσι και στον μουσικό, η πανδημία του COVID-19 ήρθε ως νέος Αρμαγεδδών να αποτελειώσει όσα είχε αφήσει όρθια η υπερδεκαετής οικονομική κρίση. Ακούσαμε και διαβάσαμε τις εκκλήσεις συνθετών, στιχουργών, μουσικών, τεχνικών κλπ., που έβλεπαν μέρα τη μέρα το μέλλον τους να γίνεται ολοένα και πιο αβέβαιο, την επιβίωσή τους ολοένα και πιο δύσκολη.

Παρότι αναμενόμενη, η συνεχιζόμενη αδιαφορία της Πολιτείας για τον εν λόγω κλάδο δεν παύει να είναι εγκληματική και εξοργιστική. Το κενό που αυτή αφήνει μπορεί να αναπληρωθεί μόνο από την αλληλεγγύη: των πιο «τακτοποιημένων» επαγγελματιών προς τους πιο ευάλωτους, του φιλόμουσου ακροατηρίου προς εκείνους που του χάρισαν ανάταση, απόλαυση, ικανοποίηση, μέσα από τις μουσικές και τα τραγούδια τους.

Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, γράφτηκαν τελευταία κάμποσα άρθρα του τύπου «πώς να συνδράμετε τον αγαπημένο σας καλλιτέχνη εν μέσω πανδημίας» (π.χ. εκείνο του δικού μας Δημήτρη Όρλη ή το άλλο, από τον Αντώνη Κωνσταντάρα στο VICE), και οργανώθηκαν αρκετές συναυλίες αλληλεγγύης για εκείνους που βρέθηκαν σε ανάγκη (όπως εκείνη του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου, τον περασμένο Δεκέμβριο). Υπάρχει, όμως, ένα χρέος που παραμένει, πολλά χρόνια τώρα, σε μεγάλο βαθμό ανεκπλήρωτο –και το οποίο δεν βλέπω να αναφέρει κανείς. Αναφέρομαι στο χρέος που έχει ο εγχώριος μουσικός τύπος, οι ιστοσελίδες και τα ελάχιστα έντυπα που έχουν απομείνει, απέναντι στο πεδίο το οποίο υποτίθεται ότι πρέπει να καλύπτουν. Και εξηγούμαι...

Γίνεται ένα ελληνικό ενημερωτικό κανάλι να μην έχει ειδήσεις από τη χώρα μας;

Υπάρχει, κατ' αρχάς, το ζήτημα του ενδιαφέροντος για τα εγχώρια πράγματα έναντι των διεθνών. Τουτέστιν, είναι πολύ λίγα τα άρθρα και οι κριτικές που αφορούν την εντός συνόρων μουσική δημιουργία σε σχέση με εκείνα που αφορούν τη διεθνή παραγωγή. Αν κάποιος ανενημέρωτος κάνει μια περιδιάβαση στα μουσικά site, πιθανότατα θα πιστέψει ότι στην Ελλάδα δεν κυκλοφορούν πια τραγούδια, ή ότι αυτά είναι ελάχιστα και παράγονται από πολύ λίγους καλλιτέχνες. Αντίθετα, θα βρει πληθώρα κειμένων για καλλιτέχνες από τις Η.Π.Α., το Ηνωμένο Βασίλειο και κάποιες ακόμα ευρωπαϊκές χώρες, την Αυστραλία...

Το γεγονός εύκολα αιτιολογείται –και δικαιολογείται. Η διεθνής παραγωγή είναι όντως τεράστια, σου λένε, η ελληνική πολύ μικρότερη. Κι άλλωστε πρόκειται περί τέχνης, άρα γούστου, άρα ο καθείς ας ασχολείται με εκείνα που γουστάρει και καταλαβαίνει, ποιος ο λόγος να τραβιέσαι με πράγματα που δεν σε ενδιαφέρουν; Η απάντηση είναι ότι αν γράφεις σε ένα μέσο ενημέρωσης, κι όχι στα προφίλ σου στα social media ή στο μπλογκ σου, πέρα από την προσωπική σου ικανοποίηση (υποτίθεται ότι) υπηρετείς και τη σφαιρική ενημέρωση. Προσπαθήστε να φανταστείτε ένα εγχώριο μέσο πολιτικής θεματολογίας, το οποίο θα αγνοεί όσα γίνονται εντός συνόρων, ή θα τα περνάει στα πεταχτά, και θα μας ενημερώνει κυρίως για τα καθέκαστα της Downing Street και της Washington.

Δείτε το όμως κι αλλιώς: για τους ευρωπαίους και αμερικανούς αστέρες γράφονται μυριάδες κείμενα, σε όλες τις γλώσσες του δυτικού κόσμου -και όχι μόνο. Ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί να βρει αυτό που θέλει σε έντυπα και ιστοσελίδες του εξωτερικού. Kι ο Έλληνας δημοσιογράφος –η αλήθεια να γράφεται- συχνά δεν έχει να προσθέσει κάτι ουσιαστικό σε όσα υπάρχουν εκεί. Για τους Έλληνες καλλιτέχνες, ακόμα περισσότερο για εκείνους που τραγουδούν στη μητρική -και απολύτως περιθωριακή- γλώσσα τους, μόνο οι Έλληνες δημοσιογράφοι μπορούν να γράψουν. Καλώς ή κακώς, αυτή η γλώσσα μάς έλαχε, κι αυτό το βεληνεκές. Δεν είναι, όμως, κάτι δευτερεύον, όπως λ.χ. το σούβλισμα το Πάσχα, ώστε να το αφήσουμε στην τύχη του έτσι αψήφιστα. Πρόκειται για το εργαλείο που εκφράζει -και διαμορφώνει- τον πολιτισμό και τη σκέψη μας.

Υπάρχουν νέοι Έλληνες δημιουργοί; Και βέβαια!

Έπειτα, είναι και το φλέγον ζήτημα της αδυναμίας του τύπου να ανακαλύψει τους νέους δημιουργούς, και της επιμονής του στα ήδη γνωστά και καταξιωμένα ονόματα. Αυτό έχει πολλές εξηγήσεις. Μια πρώτη είναι ότι πλέον ένα μεγάλο κομμάτι της μουσικής παραγωγής έχει φύγει από τις δισκογραφικές εταιρείες (μεγάλες ή μικρές) κι έχει περιέλθει αποκλειστικά στα χέρια των δημιουργών. Αυτοί αδυνατούν πολλές φορές να ασχοληθούν αποτελεσματικά με την επικοινωνία της δουλειάς τους, και το πώς αυτή θα «επιπλεύσει» στο αχανές και αποσπασματικό της σύγχρονης ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι, από την άλλη, έχοντας μάθει να παίρνουν έτοιμα τα ραβασάκια από τις δισκογραφικές, δεν μπαίνουν συχνά στον κόπο της αναζήτησης, και αποφεύγουν και το ρίσκο της πρότασης, αρκούμενοι στα γνωστά κι αγαπημένα. Όταν, δηλαδή, δεν έχουν ξεκάθαρα ρόλο διαφημιστή/εξυπηρετητή φίλων και γνωστών. Τέτοια φαινόμενα είναι που έχουν καταστήσει το παραδοσιακό ραδιόφωνο ένα τόσο άξιο χλευασμού μέσο ενημέρωσης περί τα μουσικά (δείτε και το πρόσφατο, σχετικό editorial του Λεωνίδα Καλμούκου).

Στα σχεδόν 13 χρόνια που αρθρογραφώ για μουσικά θέματα ακούω τα ίδια και τα ίδια!

Θα ήταν αφελής κάποιος να υποστηρίξει ότι τα προαναφερθέντα κακώς κείμενα μπορούν εύκολα να εξαλειφθούν. Τα φαινόμενα είναι πολυπαραγοντικά, και οι λύσεις, ακόμα και σε θεωρητικό επίπεδο, μοιάζουν γόρδιοι δεσμοί. Όταν έθεσα στον Γιώργο Μπαλιώτη (ιδρυτή του Mix Grill) το θέμα του παρόντος editorial, έσπευσε να μου υπενθυμίσει διάφορες πλευρές του ζητήματος, που κάνουν ενδεχομένως τα πράγματα να φαίνονται κάπως… σχετικά. «Τα μέσα ποικίλης ύλης προφανώς και θα ασχοληθούν μόνο με τα μεγάλα και καθιερωμένα ονόματα», «Πώς να ασχοληθούν οι δημοσιογράφοι όταν τα περισσότερα site είναι φτιαγμένα από παρέες που απλώς κάνουν το κέφι τους και δεν πληρώνονται;», «Ποιος θα διαβάσει κριτική για δίσκο πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη;», «Πώς θα διεκδικήσει διαφήμιση το μέσο;»... Στα σχεδόν 13 χρόνια που αρθρογραφώ για μουσικά θέματα, τα έχω ακούσει αυτά πολλές φορές, από πολλά διαφορετικά χείλη. Απαντήσεις δεν έχω, κάποιες ιδέες μόνο, που τις συζητάμε, αν θέλετε, προσεχώς.

Ποιο είναι το χρέος μας;

Παρ' όλα αυτά, η πραγματικότητα δεν αλλάζει: κάπου στην πόλη που ζει ο καθένας μας, στη γειτονιά μας ενδεχομένως, στο διπλανό διαμέρισμα ίσως, υπάρχει κάποιος 15-χρονος, μια 25-χρονη, που φτιάχνουν ένα τραγούδι ή μια μουσική που μιλάει για τα όνειρά τους, για αυτά που νιώθουν και ζουν. Κάπου υπάρχουν άνθρωποι που δημιουργούν, που βάζουν το μήνυμά τους μέσα σε ένα μπουκάλι και το αφήνουν να ταξιδέψει μέσα στον αχανή ωκεανό της πληροφόρησης. Το περιεχόμενο μπορεί να μην είναι σπουδαίο, αλλά αν δεν βρει απάντηση δεν πρόκειται να γίνει και καλύτερο. Χωρίς δικό της τραγούδι δεν έζησε καμιά κοινωνία, ποτέ, για χιλιετίες τώρα. Χωρίς δικό μας τραγούδι δεν πρόκειται ούτε εμείς να ζήσουμε.

Ναι, τα πράγματα είναι δύσκολα, και δύσκολα αλλάζουν. Η Ιστορία, πάντως, είτε θα μας καταδικάσει, ως εκείνους που είπαν «δεν βαριέσαι...» και κοίταξαν αλλού, είτε θα μας μνημονεύσει, ως εκείνους που στα δύσκολα έκαναν την υπέρβαση.

Τα λέμε στις επάλξεις.
Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
10,0 / 10 (σε 10 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα