Η συναυλιακή πορεία των The Underground Youth στην Ελλάδα θυμίζει λίγο Leicester City. Ξεκίνησαν από τις «μικρές» κατηγορίες, κάνοντας το αθηναϊκό τους ντεμπούτο το 2012 στο Six D.O.G.S, και αφού έφτασαν να γεμίζουν το An Club στις επόμενες επισκέψεις τους, νάτοι τώρα και στη σκηνή του πιο ευρύχωρου Fuzz Club, με αρκετά καλή προσέλευση σε μια περίοδο που όλοι κάνουν οικονομίες για τα καλοκαιρινά φεστιβάλ. Η μπάντα του Craig Dyer κατορθώνει να αυξάνει το κοινό της στη χώρα μας με εντυπωσιακά γρήγορο ρυθμό και αυτό το οφείλει όχι σε κάποιο ραδιοφωνικό hit ή άλλο «σπρώξιμο», αλλά στην πραγματικά πολύ καλή της σκηνική παρουσία, που από στόμα σε στόμα πείθει όλο και περισσότερο κόσμο να θέλει να τους δει από κοντά.
Πρέπει να ομολογήσω πως ακούγοντας εδώ και εκεί μερικά τραγούδια τους, καθώς και τον περσινό δίσκο τους, "Haunted", δεν μου είχε δημιουργηθεί κάποια ιδιαίτερη επιθυμία να τους παρακολουθήσω ζωντανά. Από τη μία όμως η μεγάλη έλλειψη από καλές συναυλίες το πρώτο πεντάμηνο της χρονιάς, από την άλλη τα καλά λόγια που διάβασα για την εμφάνισή τους πέρυσι τέτοιες μέρες στο An, πείστηκα να κάνω μια δοκιμή και τώρα είμαι στην ευχάριστη θέση να υποβάλλω και εγώ τα συγχαρητήρια μου στην Υπόγεια Νιότη.
Μπορεί ο Craig Dyer να δηλώνει ότι του αρέσει να δουλεύει μόνος του στη σύνθεση των τραγουδιών των Underground Youth, όμως η διαφορά δυναμικής της μουσικής του μεταξύ της ηχογραφημένης μορφής της και της ζωντανής εκτέλεσης δείχνει ότι οι μουσικοί που τον πλαισιώνουν, περιλαμβάνοντας βεβαίως και τη σύζυγο Olya Dyer στα μινιμαλιστικά κρουστά (σε όρθιο στυλ αλά Jesus And Mary Chain εποχής Psychocandy), παίζουν σημαντικό ρόλο ώστε να πάρει σάρκα και οστά το μουσικό του όραμα. Ένα όραμα που έχει την αφετηρία του στους ψυχεδελικούς ήχους των Velvet Underground και των Brian Jonestown Massacre, περνάει από το synth-punk των Suicide στο φαζαρισμένο θόρυβο των Mary Chain και αισθάνεται σαν στο σπίτι του στο σκοτεινό, γοτθικό ήχο της Βρετανίας των ‘80s.
Το αποτέλεσμα από το ανακάτεμα αυτό έχει δώσει ως τώρα κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα όσον αφορά τη δισκογραφία τους (με τέτοιες επιρροές δεν εξασφαλίζεις την πρωτοτυπία, όμως δύσκολο να μη γράψεις κάτι τουλάχιστον ενδιαφέρον αν διαθέτεις ταλέντο), αλλά εκεί που πραγματικά διαπρέπουν είναι επί σκηνής. Το δέσιμο του παιξίματος των τεσσάρων μουσικών σε συνδυασμό με τον τρόπο που βάζουν στο παιχνίδι και τον κόσμο, κατεβαίνοντας από τη σκηνή και παίζοντας τα τελευταία τραγούδια του κυρίως σετ τριγυρισμένοι από το κοινό τους, δημιουργεί μια αμεσότητα που δεν τη συναντάς συχνά και μάλιστα από ένα γκρουπ που προτιμά τα πιο σκοτεινά μουσικά μονοπάτια. Χωρίς πολλά λόγια, αφήνοντας τη μουσική να γίνει η γέφυρα επικοινωνίας, οι Underground Youth παρουσίασαν μια εξαιρετική 80λεπτη rock τελετουργία όπου ξεχώρισαν κομμάτια όπως τα "Morning Sun", "Collapsing Into Night", "The Rules Of Attraction" και η διασκευή τους στο "Ghost Rider" των Suicide. Αν δεν το έχετε κάνει ως τώρα, σίγουρα αξίζει να τους δείτε την επόμενη φορά που θα μας (ξανα)επισκεφτούν.
Στα θετικά της ταιριαστά βροχερής νύχτας και η εμφάνιση των Echo Train που προηγήθηκαν των Underground Youth. Η πενταμελής μπάντα από την Αθήνα πορεύεται κάπου ανάμεσα στη ψυχεδέλεια των ‘60s και το progressive rock των ‘70s. Μπορεί το δεύτερο συστατικό του ήχου τους να μην ταιριάζει με τα προσωπικά μου ακούσματα, όμως η πολύ καλή φωνή και γενικότερα η σκηνική παρουσία της Ren, σε συνδυασμό με το δυναμικό ήχο της μπάντας, ιδιαίτερα στο φινάλε της ημίωρης εμφάνισής τους, άφησε συνολικά θετικές εντυπώσεις.
Πρέπει να ομολογήσω πως ακούγοντας εδώ και εκεί μερικά τραγούδια τους, καθώς και τον περσινό δίσκο τους, "Haunted", δεν μου είχε δημιουργηθεί κάποια ιδιαίτερη επιθυμία να τους παρακολουθήσω ζωντανά. Από τη μία όμως η μεγάλη έλλειψη από καλές συναυλίες το πρώτο πεντάμηνο της χρονιάς, από την άλλη τα καλά λόγια που διάβασα για την εμφάνισή τους πέρυσι τέτοιες μέρες στο An, πείστηκα να κάνω μια δοκιμή και τώρα είμαι στην ευχάριστη θέση να υποβάλλω και εγώ τα συγχαρητήρια μου στην Υπόγεια Νιότη.
Μπορεί ο Craig Dyer να δηλώνει ότι του αρέσει να δουλεύει μόνος του στη σύνθεση των τραγουδιών των Underground Youth, όμως η διαφορά δυναμικής της μουσικής του μεταξύ της ηχογραφημένης μορφής της και της ζωντανής εκτέλεσης δείχνει ότι οι μουσικοί που τον πλαισιώνουν, περιλαμβάνοντας βεβαίως και τη σύζυγο Olya Dyer στα μινιμαλιστικά κρουστά (σε όρθιο στυλ αλά Jesus And Mary Chain εποχής Psychocandy), παίζουν σημαντικό ρόλο ώστε να πάρει σάρκα και οστά το μουσικό του όραμα. Ένα όραμα που έχει την αφετηρία του στους ψυχεδελικούς ήχους των Velvet Underground και των Brian Jonestown Massacre, περνάει από το synth-punk των Suicide στο φαζαρισμένο θόρυβο των Mary Chain και αισθάνεται σαν στο σπίτι του στο σκοτεινό, γοτθικό ήχο της Βρετανίας των ‘80s.
Το αποτέλεσμα από το ανακάτεμα αυτό έχει δώσει ως τώρα κάποια ικανοποιητικά αποτελέσματα όσον αφορά τη δισκογραφία τους (με τέτοιες επιρροές δεν εξασφαλίζεις την πρωτοτυπία, όμως δύσκολο να μη γράψεις κάτι τουλάχιστον ενδιαφέρον αν διαθέτεις ταλέντο), αλλά εκεί που πραγματικά διαπρέπουν είναι επί σκηνής. Το δέσιμο του παιξίματος των τεσσάρων μουσικών σε συνδυασμό με τον τρόπο που βάζουν στο παιχνίδι και τον κόσμο, κατεβαίνοντας από τη σκηνή και παίζοντας τα τελευταία τραγούδια του κυρίως σετ τριγυρισμένοι από το κοινό τους, δημιουργεί μια αμεσότητα που δεν τη συναντάς συχνά και μάλιστα από ένα γκρουπ που προτιμά τα πιο σκοτεινά μουσικά μονοπάτια. Χωρίς πολλά λόγια, αφήνοντας τη μουσική να γίνει η γέφυρα επικοινωνίας, οι Underground Youth παρουσίασαν μια εξαιρετική 80λεπτη rock τελετουργία όπου ξεχώρισαν κομμάτια όπως τα "Morning Sun", "Collapsing Into Night", "The Rules Of Attraction" και η διασκευή τους στο "Ghost Rider" των Suicide. Αν δεν το έχετε κάνει ως τώρα, σίγουρα αξίζει να τους δείτε την επόμενη φορά που θα μας (ξανα)επισκεφτούν.
The Underground Youth - Morning Sun, live @ Fuzz Club
Στα θετικά της ταιριαστά βροχερής νύχτας και η εμφάνιση των Echo Train που προηγήθηκαν των Underground Youth. Η πενταμελής μπάντα από την Αθήνα πορεύεται κάπου ανάμεσα στη ψυχεδέλεια των ‘60s και το progressive rock των ‘70s. Μπορεί το δεύτερο συστατικό του ήχου τους να μην ταιριάζει με τα προσωπικά μου ακούσματα, όμως η πολύ καλή φωνή και γενικότερα η σκηνική παρουσία της Ren, σε συνδυασμό με το δυναμικό ήχο της μπάντας, ιδιαίτερα στο φινάλε της ημίωρης εμφάνισής τους, άφησε συνολικά θετικές εντυπώσεις.
Σχετικό θέμα