Στρώθηκα, που λέτε, Φίλες και Φίλοι, να γράψω ένα βιβλίο για τον Charles Bukowski, ενενήντα χρόνια μετά τη γέννησή του (16 Αυγούστου 1920). Και θυμήθηκα κάποιες παλιές συζητήσεις και κάποια σχόλια, και λέω να τα μοιραστώ μαζί σας.
Ένα από τα πολλά εθνικά μας σπορ είναι και η παρεξήγηση. Το λέει κι ένα άσμα, «Έγινε παρεξήγηση κι εξήγηση δεν δόθηκε». Κι όμως, όταν δίδεται εξήγηση, διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη η παρεξήγηση. Και δίδεται εξήγηση όταν κάνουμε τον ωραίο κόπο να ανοιγόμαστε στον άλλον, όταν κάνουμε τον ωραίο κόπο να λέμε τη γνώμη μας, έστω και σε συνθήκες αντίξοες, πόσο μάλλον σε ευνοϊκές.
Μ’ ένα φίλο, πιάσαμε να λέμε για την Beat Generation, για τον Jack Kerouac, και το θρυλικό On the Road, και κάποια στιγμή η κουβέντα έφτασε στον Charles Bukowski. Ο Bukowski, λοιπόν, χρειάστηκε κοντά ένα τέταρτο του αιώνα για ν’ απαλλαχτεί από τη φήμη του πορνόγερου και του μισογύνη, του ανθρώπου που διόλου δεν σέβεται τις γυναίκες, αλλά απλώς τις χρησιμοποιεί κυνικά για να κορέσει τις όποιες χθαμαλές ανάγκες του, σαν δοχεία ας πούμε. Η παρεξήγηση αυτή, θεμελιωμένη, όσο θεμελιώνεται μια παρεξήγηση, στο γεγονός ότι εδώ κυκλοφόρησαν αρχικά κάποια πεζογραφήματα του Charles που όντως είχαν κάποια στοιχεία λαγνείας και καθημερινής τρέλας, όπως έλεγε και ο ίδιος, έμελλε, όπως είπα, να διαρκέσει πάνω από μια εικοσετία. Ελάχιστοι επέμεναν ότι ο Bukowski είναι μεγάλος ποιητής, σπουδαίος ανατόμος της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κοινωνίας, τροβαδούρος της φτωχολογιάς αλλά και της εργατικής τάξης των Ηνωμένων Πολιτειών. Κι ακόμα, λάτρης της κλασικής μουσικής, των μεγάλων Ρώσων συγγραφέων, των καλλιτεχνών που μπόρεσαν να εκφράσουν το βάθος της ανθρώπινης ψυχής.
Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, είχαμε ένα εκδοτικό μπαράζ Bukowski, εκλεκτοί Έλληνες πεζογράφοι και ποιητές φρόντισαν να μεταφράσουν την ποίησή του με άρτιο και εμπνευσμένο τρόπο, δοκιμιογράφοι να μιλήσουν για την ουσία της προσφοράς του. Ανάμεσά τους, η Σώτη Τριανταφύλλου, ο Γιάννης Λειβαδάς, ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος. Κι έτσι σκόρπισαν τα σύννεφα της παρεξήγησης. Κι έτσι, ο Έλληνας αναγνώστης αντιλαμβάνεται πια ότι ο Bukowski ανήκει στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών του εικοστού αιώνα.
Ας θυμήσουμε ότι παρόμοια μοίρα είχαν κι άλλοι σημαντικοί λογοτέχνες, όπως ο Vladimir Nabokov (που τον θεωρούσαν, τόσο εσφαλμένα, παιδεραστή που κυνηγούσε κοριτσάκια), ο Henry Miller (που τον περιέβαλλε η κακή φήμη του κυνικού και του παράφρονα, εξαιτίας κάκιστων μεταφράσεων), ο Malcolm Lowry (που στα μυαλά πολλών δεν ήταν παρά ένας ελεεινός μπεκρής). Και πάει λέγοντας.
Ας φροντίσουμε να μιλάμε, με έλλογο πάθος και παθιασμένη λογική, για όσα αγαπήσαμε, για όσα αγαπάμε, κι οι παρεξηγήσεις θα χάνονται όπως τους αξίζει.
Ένα από τα πολλά εθνικά μας σπορ είναι και η παρεξήγηση. Το λέει κι ένα άσμα, «Έγινε παρεξήγηση κι εξήγηση δεν δόθηκε». Κι όμως, όταν δίδεται εξήγηση, διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη η παρεξήγηση. Και δίδεται εξήγηση όταν κάνουμε τον ωραίο κόπο να ανοιγόμαστε στον άλλον, όταν κάνουμε τον ωραίο κόπο να λέμε τη γνώμη μας, έστω και σε συνθήκες αντίξοες, πόσο μάλλον σε ευνοϊκές.
Μ’ ένα φίλο, πιάσαμε να λέμε για την Beat Generation, για τον Jack Kerouac, και το θρυλικό On the Road, και κάποια στιγμή η κουβέντα έφτασε στον Charles Bukowski. Ο Bukowski, λοιπόν, χρειάστηκε κοντά ένα τέταρτο του αιώνα για ν’ απαλλαχτεί από τη φήμη του πορνόγερου και του μισογύνη, του ανθρώπου που διόλου δεν σέβεται τις γυναίκες, αλλά απλώς τις χρησιμοποιεί κυνικά για να κορέσει τις όποιες χθαμαλές ανάγκες του, σαν δοχεία ας πούμε. Η παρεξήγηση αυτή, θεμελιωμένη, όσο θεμελιώνεται μια παρεξήγηση, στο γεγονός ότι εδώ κυκλοφόρησαν αρχικά κάποια πεζογραφήματα του Charles που όντως είχαν κάποια στοιχεία λαγνείας και καθημερινής τρέλας, όπως έλεγε και ο ίδιος, έμελλε, όπως είπα, να διαρκέσει πάνω από μια εικοσετία. Ελάχιστοι επέμεναν ότι ο Bukowski είναι μεγάλος ποιητής, σπουδαίος ανατόμος της μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κοινωνίας, τροβαδούρος της φτωχολογιάς αλλά και της εργατικής τάξης των Ηνωμένων Πολιτειών. Κι ακόμα, λάτρης της κλασικής μουσικής, των μεγάλων Ρώσων συγγραφέων, των καλλιτεχνών που μπόρεσαν να εκφράσουν το βάθος της ανθρώπινης ψυχής.
Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια, είχαμε ένα εκδοτικό μπαράζ Bukowski, εκλεκτοί Έλληνες πεζογράφοι και ποιητές φρόντισαν να μεταφράσουν την ποίησή του με άρτιο και εμπνευσμένο τρόπο, δοκιμιογράφοι να μιλήσουν για την ουσία της προσφοράς του. Ανάμεσά τους, η Σώτη Τριανταφύλλου, ο Γιάννης Λειβαδάς, ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος. Κι έτσι σκόρπισαν τα σύννεφα της παρεξήγησης. Κι έτσι, ο Έλληνας αναγνώστης αντιλαμβάνεται πια ότι ο Bukowski ανήκει στο πάνθεον των μεγάλων δημιουργών του εικοστού αιώνα.
Ας θυμήσουμε ότι παρόμοια μοίρα είχαν κι άλλοι σημαντικοί λογοτέχνες, όπως ο Vladimir Nabokov (που τον θεωρούσαν, τόσο εσφαλμένα, παιδεραστή που κυνηγούσε κοριτσάκια), ο Henry Miller (που τον περιέβαλλε η κακή φήμη του κυνικού και του παράφρονα, εξαιτίας κάκιστων μεταφράσεων), ο Malcolm Lowry (που στα μυαλά πολλών δεν ήταν παρά ένας ελεεινός μπεκρής). Και πάει λέγοντας.
Ας φροντίσουμε να μιλάμε, με έλλογο πάθος και παθιασμένη λογική, για όσα αγαπήσαμε, για όσα αγαπάμε, κι οι παρεξηγήσεις θα χάνονται όπως τους αξίζει.