Είναι σπάνιο το να ερωτεύεσαι ξανά μια μπάντα. Τα δυο τελευταία albums των Manics όμως με έκαναν να νιώσω έτσι.
Αυτή η μεσο-περίοδός τους και τα εξευγενισμένα άλμπουμ της μέσης ηλικίας τους με είχαν διώξει από αυτούς. Θα πήγαινα ακόμα να τους δω σε live, όπου ακόμα έχουν τη φλόγα, αλλά ένα άλμπουμ σαν το “Lifeblood” με άφησε μπερδεμένο. Καταλαβαίνω γιατί έπρεπε να το κάνουν αλλά δεν ήταν μέρος του κόσμου μου.
Δεν ήταν αυτό που έβρισκα στους Manics.
Αυτό που είχα στους Manics ήταν η rock n roll λάμψη, οι στίχοι υψηλής νοημοσύνης και ποπ κουλτούρας, ο αριστερός ιδεαλισμός, η ποίηση και η δυναμική rock μουσική. Και ξαφνικά δεν έπαιρνα τίποτα από αυτά. Είναι χαρακτηριστικό σε όλες τις μπάντες. Το να καίγεσαι με φωτιά και πάθος στην αρχή και μετά να μειώνεται η ικανοποίησή σου. Και ξαφνικά τον τελευταίο χρόνο, παρά από τις αντιξοότητες, η μπάντα μοιάζει να ξαναβρήκε τη φλόγα της…
Εμφανίστηκαν σχεδόν 20 χρόνια πριν, δυναμικοί punk rockers της κοιλάδας της Ουαλίας που είχαν μόλις χάσει το punk rock πλοίο. Με λευκά τζίν, όμορφοι οικείοι rock stars με DIY (Do It Yourself) cut και paste pop κουλτούρα στα ρούχα και στη μουσική. Ήταν τρομοκράτες της τέχνης γεμάτοι ενθουσιασμό που υπόσχονταν τα πάντα και περιπλανήθηκαν στο rock n roll με μια μοναδική εξυπνάδα. Είχαν ένα μεγάλο ξέσπασμα και αφού βγήκε το απειλητικά ζοφερό 3ο άλμπουμ τους “Holy Bible”, βίωσαν την τραγωδία όταν εξαφανίστηκε ο κιθαρίστας και κεντρικός ιδεαλιστής της μπάντας Richey Edwards.
Μετά είχαν μια μεγάλη στιγμή με το άλμπουμ “Everything Must Go”, ένα δίσκο που προσπάθησε να συμβιβαστεί με το σοκ από την εξαφάνιση του Richey, με μερικά υπέροχα τραγούδια. Και μετά από αυτό εξαφανίστηκαν, μέσα σε ένα περίεργο τέλμα μέσης ηλικίας, με απαίσια ρούχα και ανιαρά άλμπουμ, που τα άκουγες ελπίζοντας για κάποιο σημάδι ζωής. Τα φωνητικά του frontman James ήταν ακόμα δυνατά αλλά τα τραγούδια ήταν σχεδόν σαν των Coldplay και αυτό δεν ήταν ότι έβρισκα παλιά στους Manics.
Το 1998, το “This Is My Truth Now tell me Yours” «υπέφερε» από αυτή την τάση και το “Lifeblood” μετά, ήταν όσο πιο μακριά περιπλανήθηκε η μπάντα. Στο ενδιάμεσο ήταν η επιστροφή τους το 2001 με το “Know Your Enemy” – ένα παράξενο lo fi εγχείρημα που είχε μερικά πολύτιμα στοιχεία αλλά σε σχέση με τα υπόλοιπα άλμπουμ, έμοιαζαν «να κολυμπάνε σε γήπεδα λάσπης».
Μετά το 2009, τα νέα ήταν ότι βρήκαν παλιούς στίχους του Richey και έγραψαν ένα άλμπουμ, στο οποίο θα ήταν παραγωγός ο Steve Albini. Το “Journal For plague Lovers” ήταν όσο καλό περιμέναμε και για μένα ένα από τα καλύτερα albums τους. Η παραγωγή του Albini τράβηξε στα άκρα τη μπάντα και η έμφυτη δύναμή τους είχε επιτέλους τη δυνατότητα να κάνει τομές. Η μπάντα είχε τώρα δύναμη. Το νέο τους άλμπουμ “Postcards From A Young Man” συνεχίζει με αυτό το θέμα.
Εγώ και οι Manics έχουμε μεγάλο δρόμο πίσω μας.
Πριν από δυο δεκαετίες ήταν άλλη περίπτωση – άλλη κασέτα.
Καθώς ήμουν ένας από τους βασικούς δημοσιογράφους της μουσικής της περιόδου εκείνης, μου έστελναν συνέχεια demos. Ήταν ωραίο πράγμα αυτό. Το να μου στέλνουν τη μουσική έκανε τη ζωή μου πιο εύκολη. Δε χρειαζόταν να αναλάβω δράση, μιας και όλα έρχονταν στο κατώφλι μου.
Όχι δεν ήταν όλα τέλεια. Πολλά από αυτά ήταν απαίσια. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Πάντα υπήρχε κάτι που ξεχώριζε ανάμεσά τους.
Η κασέτα των Manics ήρθε μαζί με ένα πολύ σοβαρό γράμμα, το οποίο μιλούσε με όρους γεμάτους αυτοπεποίθηση και ταυτόχρονα δειλούς για το τι θα έκανε η μπάντα, τι έπρεπε να κάνει για να καταστρέψει τη μετριότητα των καιρών. Αλλά για να είμαι ειλικρινής αυτό που χτύπησε στα μάτια μου περισσότερο ήταν το όνομα της μπάντας, Manic Street Preachers.
Αυτό είναι ένα υπέροχο όνομα για μια μπάντα, κάτι σαν τους Screaming Blue Messiahs σκέφτηκα. Μια μπάντα για την οποία είχα πρόσφατα κάνει ένα review μισής σελίδας. Υπερδραστήρια, επιθετική στο post pub rock - ευφυής μπάντα. Οι Manics ακούγονταν ελαφρύτεροι και με αυτό το γράμμα ήδη έθεταν τους εαυτούς τους σε κάποιο είδος μυθολογίας του rock n roll, αν και είχαν μόλις ξεκινήσει. Είχαν ήδη μια αίσθηση της ιστορίας τους.
Η κασέτα ήταν επίσης τέλεια... Σύντομο, κοφτό πασάλειμμα punk και rock n roll. Μα ποιος έπαιζε τέτοια μουσική στο τέλος των 80s; Ήταν μια νέα ψυχεδελική περίοδος και οι Manics τόλμησαν να κινηθούν εντελώς αντίθετα με την τάση. Τα τραγούδια τους ήταν απίστευτα εξαιτίας αυτού του γεγονότος, με μια άγρια δική τους ενέργεια.
Τους έγραψα πίσω και τελικά μου έστειλαν το ντεμπούτο single τους στην Damaged Goods records, για το οποίο έγραψα. Τότε ήταν που ο Jeff Barrett, που είχε στήσει τη Heavenly records, είπε ότι θα υπέγραφε με την μπάντα που είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο ο Jeff ήταν το χτύπημα στη μέση όλων των σκηνών των club του Λονδίνου εκείνη την περίοδο. Όντας παλιός fan των Clash, γαντζώθηκε από τις μπάντες που ήταν κοντά στον ήχο και το ύφος των Clash και αποφάσισε να βγάλει το νέο τους single.
Πήγα στο Λονδίνο και πήρα συνέντευξη από τη μπάντα στο πίσω μέρος του βαν τους, έξω από το γραφείο του Jeff. Είχαν έρθει στο Λονδίνο εκείνη τη μέρα για τη συνέντευξη και δεν είχαν που να μείνουν. Η βροχή έπεφτε πάνω στην οροφή του βαν και ενώ εγώ καθόμουν πάνω σε έναν ενισχυτή που περιβαλλόταν από την μπάντα, όπου όλοι ήταν ντυμένοι στα λευκά λεοπάρντ ρούχα τους, φορώντας make up, έτοιμοι για rock και έτοιμοι να μιλήσουν.
Είχα μείνει από λόγια, καθώς η μπάντα, στην πραγματικότητα ο Richey, εξαπέλυε το μανιφέστο του. Ο Richey μίλαγε με μια ήσυχη και ντροπαλή ένταση, οι ματιές του ήταν έντονες και τα λευκά ρούχα του έδειχναν απίστευτα εντυπωσιακά παρά την προφανή φτώχεια της μπάντας. Αναρωτιόμουν πως ήταν δυνατόν να κυκλοφορεί έτσι στην κοιλάδα της Ουαλίας.
Ο Richey σε κοίταγε με αυτά τα μάτια και μίλαγε με μια παράλογη νοημοσύνη, για το πώς η μπάντα επρόκειτο να κάνει ένα άλμπουμ που θα αλλάξει τον κόσμο και μετά θα χωρίσουν. Μιλούσε ήσυχα και ντροπαλά, γεγονός που διέψευδε της αδαμάντινες σκληρές τους απόψεις.
Ήταν μια φανταστική συνέντευξη και ήξερα απλά ότι η μπάντα τα είχε δουλέψει όλα πριν φτάσουν εκεί ή ότι ζούσαν πραγματικά αυτό το απατηλό όνειρο. Πολύ καλύτερο από το σύνηθες «η μουσική τα λέει όλα». Χωρίς αμφιβολία οι Manics δέχτηκαν πολλή πίεση εκείνη τη χρονιά. Ήταν 100% πιστοί ιδεαλιστές στη δύναμη του rock n roll.
Έβαλα τη συνέντευξη στο εξώφυλλο του Sounds – το πρώτο τους εξώφυλλο, παρέχοντάς τους ένα εφαλτήριο και κατατάσσοντάς τους σαν τη μπάντα που θα προσπαθούσε να αλλάξει τον κόσμο.
Δύο δεκαετίες αργότερα με το νέο άλμπουμ η μπάντα φαίνεται να παραμένει στην ίδια στάση. Τραγούδια γύρω από Les Pauls, με μελωδίες καρδιάς, στίχοι υψηλού IQ και τραγούδια που ανυψώνουν την ψυχή. Αυτά είναι που βρίσκουμε στους Manics και είναι πολλά σε αυτό το album. Δεν βρίσκεις στους Manics τον πειραματισμό. Βρίσκεις μεγάλα τραγούδια που αγγίζουν την ψυχή. Κλασσικό, Βρετανικής προέλευσης rock.
Οι Manics έχουν βρει τον ήχο τους.
Είμαι ευγνώμων γι αυτό.
Είμαστε και πάλι ερωτευμένοι.
Το αυθεντικό άρθρο του John Robb στα Αγγλικά μπορείτε να το διαβάσετε στην Αγγλική μας Έκδοση.
Ο John Robb παίζει με τους Goldblade στο Punk Rock Festival στο Madam Geisha & Kuku Club, στο Brighton στις 10 του Οκτώβρη.
Ο John Robb παίζει με τους Goldblade στο Punk Rock Festival στο Madam Geisha & Kuku Club, στο Brighton στις 10 του Οκτώβρη.