«Αν είχα τη δύναμη, θα έριχνα μια βόμβα σε όλα αυτά.
Σε κάθε άλογο που βόσκει. Σε κάθε αλουμινένιο υπόστεγο. Σε κάθε δέντρο που έχει γείρει ο αέρας. Σε κάθε κεραία τηλεφωνίας. Σε κάθε νεκροταφείο.
Να τα σβήσω όλα από το δέρμα του κόσμου.
Να τα ξεριζώσω.»
Σε κάθε άλογο που βόσκει. Σε κάθε αλουμινένιο υπόστεγο. Σε κάθε δέντρο που έχει γείρει ο αέρας. Σε κάθε κεραία τηλεφωνίας. Σε κάθε νεκροταφείο.
Να τα σβήσω όλα από το δέρμα του κόσμου.
Να τα ξεριζώσω.»
To 2007 o βραβευμένος συγγραφέας Simon Stephen έγραψε το έργο "Pornography" ως απόηχο τριών σημαντικών γεγονότων που "συναντήθηκαν" χρονικά. Η οξύμωρη και σχεδόν ειρωνική χρονική συγκυρία των βομβιστικών επιθέσεων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς του Λονδίνου το 2005 (7/7 bombings), της ανακοίνωσης της ανάθεσης των Ολυμπιακών Αγώνων για το 2012 και των μεγάλων συναυλιών (Live 8) που διοργανώθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο, με αφορμή τη σύνοδο του G8 για την αντιμετώπιση της φτώχειας , είναι οι τρεις βασικοί άξονες στους οποίους πατάει το έργο. Ξεκινώντας από αυτά, ξετυλίγει σιγά σιγά το κουβάρι της σύγχρονης ζωής.
Η Ομάδα ΑΣΙΠΚΑ βασίζεται στο αιχμηρό αυτό έργο, που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και δομεί μια παράσταση που έχει ως στόχο να υπογραμμίσει το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης ως μέρος του φαντασιακού των σύγχρονων ανθρώπων, τη μιντιακή ζωή μέσα στην οποία βρισκόμαστε όλοι εγκλωβισμένοι, την ψευδαίσθηση της επικοινωνίας και την εικόνα ενός κόσμου που διαρκώς αλλάζει και αποξενώνει τα μέλη του. Η παράσταση κατάφερε να μεταφέρει στον θεατή τα βασικά νοήματα, τους κύριους προβληματισμούς και τη συνολική αίσθηση του έργου. Ωστόσο, θεωρώ πως δεν κατόρθωσε να αποτελέσει μια ολοκληρωμένη δουλειά και πως υπήρξαν αρκετά σημεία στη σκηνοθεσία και τη ροή που έχρηζαν βελτίωσης.
Στην παράσταση παρακολουθούμε τη ζωή επτά κάτοικων του Λονδίνου, που μέσα στην καθημερινότητά τους βιώνουν τον εορτασμό της λήψης των Ολυμπιακών Αγώνων και των συναυλιών πριν από τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Παράλληλα με το πώς αντιμετωπίζει ο καθένας τους εορτασμούς, παρακολουθούμε και το βαθύτερο εγώ τους, τις σκέψεις και τις αγωνίες τους, τους φόβους και τα θέλω τους, τη μοναξιά και την αλληλεπίδραση με τους γύρω τους, είτε πρόκειται για οικογενειακά πρόσωπα είτε για άτομα από τον χώρο εργασίας. Οι ζωές των ανθρώπων αυτών διασταυρώνονται μεταξύ τους, καθώς μοιράζονται κοινές καταστάσεις με διαφορετικούς τρόπους.
Οι επτά ήρωες ενσαρκώθηκαν από τέσσερις ηθοποιούς, μέσα από σταδιακές εναλλαγές. Ήταν, όμως, δυσδιάκριτες, με αποτέλεσμα ο θεατής να μπερδεύεται και να χρειάζεται αρκετό χρόνο μέχρι να συνειδητοποιήσει τη μεταφορά από τον ένα ρόλο στον άλλο, κάτι το οποίο αφομοιώθηκε, μάλλον, από τη μέση της παράστασης και μετά. Οι ερμηνείες των ηθοποιών ήταν πολύ καλές, σε όλες τις προσωπικότητες που κλήθηκαν να αποτυπώσουν. Η Ειρήνη Δράκου, την οποία ξεχώρισα και πραγματικά θαύμασα, ήταν άκρως εκφραστική και στους τρεις ρόλους της, ενώ κατάφερε με τη δύναμή της να μεταδώσει στον θεατή τα ποικίλα, και διαφορετικά κάθε φορά, συναισθήματα που έπρεπε. Η Δανάη Παπουτσή, με την ιδιαίτερα θεατρική χροιά της, ανέδειξε επιτυχημένα την ψυχρότητα της σύγχρονης αστικής ζωής. Η Βασιλική Σουρρή, υποδυόμενη ένα ιδιόμορφο χαρακτήρα, απέδωσε ικανοποιητικά τις συναισθηματικές αναταράξεις του ρόλου της – αν και θεώρησα υπερβολικά κάποια σημεία. Ο Θοδωρής Τσάτσος υπήρξε η χαρούμενη πλευρά στο ζοφερό τοπίο του έργου και έφερε εις πέρας τον ρόλο του.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Μπίκου ήταν αρκετά μινιμαλιστική, με πολλούς συμβολισμούς. Παρόλο που οι ηθοποιοί, σκηνοθετικά, κάλυψαν όλο το εύρος της σκηνής –από το ένα σημείο μέχρι το άλλο-, οι κινήσεις τους ήταν μετρημένες. Αυτή η στασιμότητα και η διαρκής παραμονή στο ίδιο σημείο για πολλή ώρα, είτε επρόκειτο για διάλογο είτε για μονόλογο, ήταν κάπως κουραστική. Σε μερικά σημεία, η ομιλία των ηθοποιών ήταν πολύ γρήγορη κι αυτό αφενός δημιουργούσε την αρμόζουσα ένταση, αφετέρου, όμως, έδινε την αίσθηση πως δεν κατανοούσαν τα λόγια τους. Ωστόσο, ευφυέστατη ήταν η τελευταία σκηνή με το βαρύγδουπο χτύπημα της τηλεόρασης, που σήμανε και το τέλος, ενώ οι μονόλογοι των δύο ηρώων που ενσάρκωσε η Ειρήνη Δράκου (τρομοκράτης και χήρα), όπως και η ανάγνωση της Δανάης Παπουτσή κατά τη διάρκεια του video-wall, ήταν από τα δυνατά σημεία της παράστασης.
Η «Πορνογραφία» που παρακολουθήσαμε πέτυχε, σαφώς, να προβληματίσει τον θεατή και να τον βυθίσει σε μια πραγματικότητα πέρα για πέρα αληθινή, που δεν μπορεί να την αφουγκραστεί αν δεν κοιτάξει τον κόσμο που τον περιβάλλει με αντικειμενική ματιά. Η κυνική και ωμή γλώσσα του έργου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το σκληρό θέμα που πραγματεύεται, αν και η δράση και η αναμενόμενη στιγμή της κορύφωσης μου έλειψαν από την παράσταση, όπως και μια πιο συνεκτική δομή. Πάντως, αξίζουν συγχαρητήρια στην Ομάδα ΑΣΙΠΚΑ που τόλμησε να ανεβάσει ένα δύσκολο και επίκαιρο έργο, καθώς και για την καλή της συνολική προσπάθεια.
«Το Λονδίνο μεγαλώνει. Εντυπωσιακά. Παρά τη ροπή του στις βομβιστικές επιθέσεις.
Και τα χιλιάδες χρόνια φωτιάς. Είναι μια πόλη που φλέγεται διαρκώς.
Που είναι πάντα υπό καθεστώς επίθεσης.»