Χαρακτηρισμοί όπως «αριστουργηματική» και «μνημειώδης» αποτελούν μόνο μερικές απ’ τις επιφανειακές αποχρώσεις μιας παράστασης, της οποίας ο πλουραλισμός των χαρακτήρων, η ωμότητα των λόγων και η παραστατικότητα με την οποία προσεγγίστηκαν γεγονότα κομβικής σημασίας για την ευρωπαϊκή κοινωνικοπολιτική ιστορία, ανατάραξε θεμελιωδώς την έννοια της σύγχρονης Δημοκρατίας. Σε μια χρονική στιγμή που ολάκερο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα παρουσιάζει ρωγμές και η οικονομική ύφεση έχει επηρεάσει και το θέατρο, και δη το ελληνικό, ένας σημαντικός πρεσβευτής της σύγχρονης δραματικής τέχνης, ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Joël Pommerat προσεδαφίστηκε, μαζί με τον πολυμελή θίασό του, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, για να μας προσφέρει μια παράσταση-ορόσημο του 21ου αιώνα. Αξίζει να επισημανθεί ότι σε μια αίθουσα που χωράει περίπου 880 θεατές, το «Όλα θα πάνε καλά (1) Το τέλος του Λουδοβίκου», μια παράσταση συνολικής διάρκειας 4,5 ωρών, που ξεκίνησε απ' τις 4 Οκτώβρη και ολοκληρώθηκε το βράδυ της Κυριακής, 8 Οκτώβρη, με ομιλούμενη γλώσσα τα γαλλικά, βρέθηκε να είναι πέντε φορές sold out, κάτι που, εκ του αποτελέσματος, φαντάζει απόλυτα λογικό.
Βρισκόμαστε εν έτει 1789 στις απαρχές της Γαλλικής Επανάστασης. Σε μια απομονωμένη αίθουσα, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ιστ’ μαζί με τον πρωθυπουργό και υπουργό οικονομικών του, συζητούν με αντιπροσώπους των ευγενών και του κλήρου για το φορολογικό σύστημα και την ανάγκη για μείωση των δαπανών. Ο ανομοιόμορφος καταμερισμός του πλούτου σε μια χώρα 26 εκατομμυρίων κατοίκων έχει ως αποτέλεσμα το 2% των πολιτών, που πρόκειται για τις άρχουσες τάξεις, να κυβερνά έναντι του υπολοίπου 98%. Η καταπίεση και η δυσφορία εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης της Γαλλίας, της άμεσης ανάγκης για δανεισμό και της έλλειψης βασικών ειδών κατανάλωσης φέρνουν την κοινωνική εξέγερση προ των βασιλικών ανακτόρων. Ο Λουδοβίκος συγκαλεί τη Συνέλευση των Τριών Τάξεων, επαναφέροντας στο προσκήνιο ένα θεσμό που είχε αδρανοποιηθεί από το 1614. Η σύσταση αυτής της πρώιμης, διαχωρισμένης ταξικά, μορφής της Βουλής στις Βερσαλλίες αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα για μια σειρά γεγονότων που ακολούθησαν την επόμενη εφταετία. Εν μέσω της διετίας 1789-90, στην οποία ακροβατεί η παράσταση, τέθηκαν οι βάσεις για τη θεμελίωση της Δημοκρατίας και την κατοχύρωση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μέσω της νεοσυσταθείσας Εθνοσυνέλευσης.
Όταν διαβάσαμε στην περιγραφή της Στέγης πως η Κεντρική της Σκηνή θα μετατρεπόταν σε Κοινοβούλιο, σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να πιστέψουμε τη ρεαλιστική υπόσταση αυτής της επισήμανσης. Προς μεγάλη μας έκπληξη, λοιπόν, ο Pommerat, με ένα αφαιρετικό και μινιμαλιστικό σκηνογραφικό άξονα και μαύρα διαχωριστικά στις δύο πλευρές, ευφυώς χρησιμοποιημένα καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης, μας έκανε να αισθανθούμε σαν ενεργές πολιτικές μονάδες, ευρισκόμενοι σε κοινοβουλευτικό περιβάλλον. Ηθοποιοί υπήρχαν διάχυτα τοποθετημένοι σ’ όλη την έκταση της αίθουσας, καθισμένοι μαζί με τους θεατές, αντιδρώντας σε κάθε τι που λεγόταν είτε επί σκηνής, είτε πολλές φορές σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της αίθουσας. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που τα έντονα γιουχαρίσματα και οι πανηγυρικές επευφημίες των «βουλευτών» εξωθούσαν τους πραγματικούς θεατές να λάβουν μέρος στις αντιπαραθέσεις που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια τους. Οι φράσεις, οι απόψεις και οι στάσεις έμοιαζαν τόσο ζωντανές και επίκαιρες, λες και είχαν καταγραφεί από κάποιο σύγχρονο κοινοβουλευτικό σώμα, όμως, η υπενθύμιση πως επρόκειτο για λόγια πρωτακουσμένα 228 χρόνια πριν, προκαλούσε δέος, αλλά και σκέψεις στον θεατή. Η ιστορία σίγουρα θα επαναλαμβάνεται αενάως.
Σε μια συνέντευξή του, ο Pommerat είχε δηλώσει ότι «Δεν πρόκειται για μια πολιτική παράσταση, αλλά για μια παράσταση με θέμα την πολιτική». Ο έντονος δυισμός, οι γλαφυρές αντιθέσεις στις απόψεις διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων και η απουσία σαφούς προσανατολισμού επέτρεπαν την ανεπηρέαστη παρακολούθηση των επιχειρημάτων του εκάστοτε συλλογισμού. Ταυτόχρονα, σε πολλά σημεία υπήρχε έντονα το αναχρονιστικό στοιχείο, με τις γυναίκες να έχουν άμεση παρουσία στην πολιτική ζωή, το ρουχισμό να ακολουθεί τα σύγχρονα πρότυπα και τις ταξικές διαφορές που υποκρύπτονται και την κατ’ εξακολούθηση επισήμανση του πληθυσμού, που ενώ εν καιρώ επανάστασης ανερχόταν στα 26 εκατομμύρια, στην παράσταση χρησιμοποιήθηκε, προσεγγιστικά, ο τωρινός αριθμός των 50 εκατομμυρίων Γάλλων. Ο δημιουργός του συγκεκριμένου κομψοτεχνήματος προσπάθησε να παρεισφρήσει στη σκέψη αρχικά του γαλλικού κοινού και στη συνέχεια παγκοσμίως (αφού η συγκεκριμένη παράσταση έχει ανέβει σε χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Βραζιλία και η Ισπανία), «απαιτώντας» απ’ τον θεατή να οξύνει την κρίση του και να αμβλύνει τη συμμετοχικότητά του στις δημοκρατικές διαδικασίες με μεγαλύτερη ατομική ευθύνη και συλλογική ευαισθησία.
Στις 24 πράξεις,που διαδραματίστηκαν στη σκηνή της Στέγης, έλαβαν χώρα μυστικές συνελεύσεις, εκλογές αντιπροσώπων, συνεχείς αντιπαραθέσεις μεταξύ πολιτικών, ξυλοδαρμοί, κοινωνικές εξεγέρσεις, πλάνα απ’ το εσωτερικό του παλατιού του Λουδοβίκου, τηλεοπτικά ρεπορτάζ στα ισπανικά, η ανεξαρτητοποίηση της τρίτης τάξης και η αυτοανακήρυξη της συνεδρίασης τους ως Εθνοσυνέλευση, η πρώτη συζήτηση πάνω στην κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η δυσκολία στην εκπόνηση Συντάγματος, η άλωση της Βαστίλης απ’ το λαό, η τοπική αυτοδιοίκηση των διαφόρων περιοχών και η δημιουργία πολιτοφυλακών. Τελικά, ο διωγμός του Λουδοβίκου και η εγκατάσταση του μαζί με τη γυναίκα και την αδελφή του στο Παρίσι, με την τελευταία σκηνή του έργου να εκτυλίσσεται εντός του νέου του σπιτιού - φυλακής, τοποθετημένη χρονικά περί τα τέλη του 1790, δείχνει έναν βασιλιά άβουλο, ανυπόστατο και ονειροπόλο, που συνοψίζει την πεποίθηση, πως η κατάσταση θα αλλάξει κι εκείνος θα γυρίσει, όντας λαοφιλής, στην προηγούμενή του θέση, του μονάρχη, με τη φράση - τίτλο του έργου, «Όλα θα πάνε καλά!». Και, σαν κομψό αστείο, η συνέχεια του τίτλου υποδηλώνει την κατάληξη του Λουδοβίκου, ο οποίος αποκεφαλίστηκε στο Παρίσι μερικά χρόνια αργότερα, το 1793, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Με τρία βραβεία Μολιέρου, τα εθνικά βραβεία θεάτρου της Γαλλίας, ως διαπιστευτήρια της υπόστασης και του βεληνεκούς της παράστασης, ο Pommerat και ο θίασός του αναπαρέστησαν μια ιδιόμορφη κλιμάκωση, δυσνόητη, αρχικά, αλλά κατανοητή τελικά, ως προς το ρόλο που παίζει ο λαός, ο όχλος, στην εκάστοτε πολιτική κατάσταση. Το έργο, χωρισμένο σε τρία μέρη, πέρασε απ’ την πλήρη απουσία της κοινωνικά υποδεέστερης τρίτης τάξης στο πολιτικό γίγνεσθαι, στην απόλυτη κατάκτηση της εξουσίας απ’ τον καταπιεσμένο όχλο. Βέβαια, αυτή η βίαιη ανάληψη των εξουσιών απ’ το λαό, δεν παρουσιάστηκε μόνο ως κάτι επαναστατικό και αξιοσημείωτο, αλλά στη βάση ενός υγιούς και παραδειγματικού σχολιασμού των γενόμενων, αποτυπώθηκαν τόσο η κατάχρηση όσο και ο λανθασμένος προσανατολισμός μιας κοινωνίας, που ενώ θέλει να ονομάζεται δημοκρατική, καταλήγει να συμπεριφέρεται τυραννικά. Σε διάφορα σημεία υπεισέρχονταν ερωτήματα όπως «Αυτό το αίμα ήταν πάντα τόσο αγνό;», ρήσεις των πιο εξτρεμιστών πολιτικών, απεικονίζοντας το φασιστικό τους χαρακτήρα, αναφερόμενοι στις αιματοχυσίες και τους δημόσιους εξευτελισμούς των ευγενών απ’ τον εξεγερμένο λαό. Σε μια στιγμή όπου λασπολογίες, σκάνδαλα, βανδαλισμοί και προπαγανδισμός υπερκάλυπταν τα δημοκρατικά αισθήματα, ο πολιτικός που είχε αναλάβει το ρόλο του εξισορροπιστή μεταξύ ακροδεξιών και αριστερών, διερωτάται για το κατά πόσο «…από μια δικτατορία του μονάρχη, οδηγηθήκαμε σε μια δικτατορία του λαού» και λόγω της απουσίας δικαιοσύνης και σεβασμού ακόμη και στους πρώην δεσμώτες, καταλήγει στη διαπίστωση πως «Όταν βλέπω αυτή τη βία, αναρωτιέμαι άμα ο λαός μας είναι άξιος να είναι ελεύθερος», με την απόλυτη παύση που ακολούθησε για μερικά δευτερόλεπτα, να ενισχύει το φόβο και την απορία ακόμη και των σύγχρονων θεατών για τα όσα εμείς σήμερα θα πράτταμε σε αντίστοιχη κατάσταση.
Εν κατακλείδι, η παράσταση «Όλα θα πάνε καλά (1) Το τέλος του Λουδοβίκου», αποτελεί σταθμό στην ιστορία του μοντέρνου θεάτρου, μπορεί να χαρακτηριστεί ισάξια των κλασσικών έργων του 19ου αιώνα και μετά από πολύ καιρό, επιτέλους το σύγχρονο θέατρο απέδειξε πως ακόμη μπορεί να σηκώσει το ανάστημά του στις ραγδαία εξελισσόμενες συνθήκες γύρω μας, ασκώντας ουσιαστική κριτική με τρόπο πνευματικά ανώτερο, στα κακώς κείμενα της εποχής μας. Το χαμηλό κόστος εισιτηρίου του συγκεκριμένου θεάματος, επέτρεψε σε ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης να βρεθούν τις πέντε αυτές μέρες, για 4,5 περίπου ώρες, στις θέσεις των φανταστικών βουλευτών της πρώτης εθνοσυνέλευσης του κόσμου, λαμβάνοντας μέρος στην ιστορική στιγμή της εγκαθίδρυσης της σύγχρονης Δημοκρατίας ως πολίτευμα και της σύλληψης του ευρωπαϊκού οράματος. «Ισονομία, ισότητα και ελευθερία» απαίτησε ο λαός τότε, τα ίδια απαιτεί και τώρα. Η απαρχή μιας ακόμη επαναστατικής αλλαγής διαφαίνεται στην κοινωνία μας. Το ερώτημα είναι: Μπορούμε να παραδειγματιστούμε απ' τα λάθη του παρελθόντος;
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Joël Pommerat
Με τους: Saadia Bentaïeb, Agnès Berthon, Yannick Choirat, Eric Feldman, Philippe Frécon, Yvain Juillard, Anthony Moreau, Ruth Olaizola, Gérard Potier, Anne Rotger, David Sighicelli, Maxime Tshibangu, Simon Verjans, Bogdan Zamfir
Σχεδιασμός Σκηνικών & Φωτισμών: Eric Soyer
Σχεδιασμός Κοστουμιών & Εικαστική Έρευνα: Isabelle Deffin
Ήχος: François Leymarie
Μουσική έρευνα: Gilles Rico
Έρευνα ήχου και χωρικότητας: Grégoire Leymarie & Manuel Poletti (MusicUnit/ Ircam)
Δραματουργία: Marion Boudier
Καλλιτεχνική συνεργασία: Marie Piemontese, Philippe Carbonneaux
Σύμβουλος ιστορικών θεμάτων: Guillaume Mazeau
Βοηθός δραματουργίας & τεκμηρίωσης: Guillaume Lambert
Βοηθοί του Forces vives: David Charier, Lucia Trotta
Βοηθός Σκηνοθέτη: Lucia Trotta
Τεχνική Διεύθυνση: Emmanuel Abate
Κατασκευή Σκηνικού: Ateliers de Nanterre-Amandiers
Φορητή κατασκευή: Thomas Ramon – Artom
Τεχνικός φωτισμών: Julien Chatenet
Τεχνικός ήχου: Philippe Perrin
Τεχνικοί σκηνής: Mathieu Mironnet, Pierre-Yves Le Borgne, Ludovic Velon
Ενδυματολόγοι: Claire Lezer, Lise Crétiaux
Ηλεκτρολόγος: Laurent Berger
Μετάφραση στα ελληνικά: Λουίζα Μητσάκου
Τεχνικός υπερτίτλων: Jorge Tome / AMDA
Βρισκόμαστε εν έτει 1789 στις απαρχές της Γαλλικής Επανάστασης. Σε μια απομονωμένη αίθουσα, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ιστ’ μαζί με τον πρωθυπουργό και υπουργό οικονομικών του, συζητούν με αντιπροσώπους των ευγενών και του κλήρου για το φορολογικό σύστημα και την ανάγκη για μείωση των δαπανών. Ο ανομοιόμορφος καταμερισμός του πλούτου σε μια χώρα 26 εκατομμυρίων κατοίκων έχει ως αποτέλεσμα το 2% των πολιτών, που πρόκειται για τις άρχουσες τάξεις, να κυβερνά έναντι του υπολοίπου 98%. Η καταπίεση και η δυσφορία εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης της Γαλλίας, της άμεσης ανάγκης για δανεισμό και της έλλειψης βασικών ειδών κατανάλωσης φέρνουν την κοινωνική εξέγερση προ των βασιλικών ανακτόρων. Ο Λουδοβίκος συγκαλεί τη Συνέλευση των Τριών Τάξεων, επαναφέροντας στο προσκήνιο ένα θεσμό που είχε αδρανοποιηθεί από το 1614. Η σύσταση αυτής της πρώιμης, διαχωρισμένης ταξικά, μορφής της Βουλής στις Βερσαλλίες αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα για μια σειρά γεγονότων που ακολούθησαν την επόμενη εφταετία. Εν μέσω της διετίας 1789-90, στην οποία ακροβατεί η παράσταση, τέθηκαν οι βάσεις για τη θεμελίωση της Δημοκρατίας και την κατοχύρωση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μέσω της νεοσυσταθείσας Εθνοσυνέλευσης.
Όταν διαβάσαμε στην περιγραφή της Στέγης πως η Κεντρική της Σκηνή θα μετατρεπόταν σε Κοινοβούλιο, σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να πιστέψουμε τη ρεαλιστική υπόσταση αυτής της επισήμανσης. Προς μεγάλη μας έκπληξη, λοιπόν, ο Pommerat, με ένα αφαιρετικό και μινιμαλιστικό σκηνογραφικό άξονα και μαύρα διαχωριστικά στις δύο πλευρές, ευφυώς χρησιμοποιημένα καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης, μας έκανε να αισθανθούμε σαν ενεργές πολιτικές μονάδες, ευρισκόμενοι σε κοινοβουλευτικό περιβάλλον. Ηθοποιοί υπήρχαν διάχυτα τοποθετημένοι σ’ όλη την έκταση της αίθουσας, καθισμένοι μαζί με τους θεατές, αντιδρώντας σε κάθε τι που λεγόταν είτε επί σκηνής, είτε πολλές φορές σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της αίθουσας. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που τα έντονα γιουχαρίσματα και οι πανηγυρικές επευφημίες των «βουλευτών» εξωθούσαν τους πραγματικούς θεατές να λάβουν μέρος στις αντιπαραθέσεις που διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια τους. Οι φράσεις, οι απόψεις και οι στάσεις έμοιαζαν τόσο ζωντανές και επίκαιρες, λες και είχαν καταγραφεί από κάποιο σύγχρονο κοινοβουλευτικό σώμα, όμως, η υπενθύμιση πως επρόκειτο για λόγια πρωτακουσμένα 228 χρόνια πριν, προκαλούσε δέος, αλλά και σκέψεις στον θεατή. Η ιστορία σίγουρα θα επαναλαμβάνεται αενάως.
Σε μια συνέντευξή του, ο Pommerat είχε δηλώσει ότι «Δεν πρόκειται για μια πολιτική παράσταση, αλλά για μια παράσταση με θέμα την πολιτική». Ο έντονος δυισμός, οι γλαφυρές αντιθέσεις στις απόψεις διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων και η απουσία σαφούς προσανατολισμού επέτρεπαν την ανεπηρέαστη παρακολούθηση των επιχειρημάτων του εκάστοτε συλλογισμού. Ταυτόχρονα, σε πολλά σημεία υπήρχε έντονα το αναχρονιστικό στοιχείο, με τις γυναίκες να έχουν άμεση παρουσία στην πολιτική ζωή, το ρουχισμό να ακολουθεί τα σύγχρονα πρότυπα και τις ταξικές διαφορές που υποκρύπτονται και την κατ’ εξακολούθηση επισήμανση του πληθυσμού, που ενώ εν καιρώ επανάστασης ανερχόταν στα 26 εκατομμύρια, στην παράσταση χρησιμοποιήθηκε, προσεγγιστικά, ο τωρινός αριθμός των 50 εκατομμυρίων Γάλλων. Ο δημιουργός του συγκεκριμένου κομψοτεχνήματος προσπάθησε να παρεισφρήσει στη σκέψη αρχικά του γαλλικού κοινού και στη συνέχεια παγκοσμίως (αφού η συγκεκριμένη παράσταση έχει ανέβει σε χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Βραζιλία και η Ισπανία), «απαιτώντας» απ’ τον θεατή να οξύνει την κρίση του και να αμβλύνει τη συμμετοχικότητά του στις δημοκρατικές διαδικασίες με μεγαλύτερη ατομική ευθύνη και συλλογική ευαισθησία.
Στις 24 πράξεις,που διαδραματίστηκαν στη σκηνή της Στέγης, έλαβαν χώρα μυστικές συνελεύσεις, εκλογές αντιπροσώπων, συνεχείς αντιπαραθέσεις μεταξύ πολιτικών, ξυλοδαρμοί, κοινωνικές εξεγέρσεις, πλάνα απ’ το εσωτερικό του παλατιού του Λουδοβίκου, τηλεοπτικά ρεπορτάζ στα ισπανικά, η ανεξαρτητοποίηση της τρίτης τάξης και η αυτοανακήρυξη της συνεδρίασης τους ως Εθνοσυνέλευση, η πρώτη συζήτηση πάνω στην κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η δυσκολία στην εκπόνηση Συντάγματος, η άλωση της Βαστίλης απ’ το λαό, η τοπική αυτοδιοίκηση των διαφόρων περιοχών και η δημιουργία πολιτοφυλακών. Τελικά, ο διωγμός του Λουδοβίκου και η εγκατάσταση του μαζί με τη γυναίκα και την αδελφή του στο Παρίσι, με την τελευταία σκηνή του έργου να εκτυλίσσεται εντός του νέου του σπιτιού - φυλακής, τοποθετημένη χρονικά περί τα τέλη του 1790, δείχνει έναν βασιλιά άβουλο, ανυπόστατο και ονειροπόλο, που συνοψίζει την πεποίθηση, πως η κατάσταση θα αλλάξει κι εκείνος θα γυρίσει, όντας λαοφιλής, στην προηγούμενή του θέση, του μονάρχη, με τη φράση - τίτλο του έργου, «Όλα θα πάνε καλά!». Και, σαν κομψό αστείο, η συνέχεια του τίτλου υποδηλώνει την κατάληξη του Λουδοβίκου, ο οποίος αποκεφαλίστηκε στο Παρίσι μερικά χρόνια αργότερα, το 1793, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Με τρία βραβεία Μολιέρου, τα εθνικά βραβεία θεάτρου της Γαλλίας, ως διαπιστευτήρια της υπόστασης και του βεληνεκούς της παράστασης, ο Pommerat και ο θίασός του αναπαρέστησαν μια ιδιόμορφη κλιμάκωση, δυσνόητη, αρχικά, αλλά κατανοητή τελικά, ως προς το ρόλο που παίζει ο λαός, ο όχλος, στην εκάστοτε πολιτική κατάσταση. Το έργο, χωρισμένο σε τρία μέρη, πέρασε απ’ την πλήρη απουσία της κοινωνικά υποδεέστερης τρίτης τάξης στο πολιτικό γίγνεσθαι, στην απόλυτη κατάκτηση της εξουσίας απ’ τον καταπιεσμένο όχλο. Βέβαια, αυτή η βίαιη ανάληψη των εξουσιών απ’ το λαό, δεν παρουσιάστηκε μόνο ως κάτι επαναστατικό και αξιοσημείωτο, αλλά στη βάση ενός υγιούς και παραδειγματικού σχολιασμού των γενόμενων, αποτυπώθηκαν τόσο η κατάχρηση όσο και ο λανθασμένος προσανατολισμός μιας κοινωνίας, που ενώ θέλει να ονομάζεται δημοκρατική, καταλήγει να συμπεριφέρεται τυραννικά. Σε διάφορα σημεία υπεισέρχονταν ερωτήματα όπως «Αυτό το αίμα ήταν πάντα τόσο αγνό;», ρήσεις των πιο εξτρεμιστών πολιτικών, απεικονίζοντας το φασιστικό τους χαρακτήρα, αναφερόμενοι στις αιματοχυσίες και τους δημόσιους εξευτελισμούς των ευγενών απ’ τον εξεγερμένο λαό. Σε μια στιγμή όπου λασπολογίες, σκάνδαλα, βανδαλισμοί και προπαγανδισμός υπερκάλυπταν τα δημοκρατικά αισθήματα, ο πολιτικός που είχε αναλάβει το ρόλο του εξισορροπιστή μεταξύ ακροδεξιών και αριστερών, διερωτάται για το κατά πόσο «…από μια δικτατορία του μονάρχη, οδηγηθήκαμε σε μια δικτατορία του λαού» και λόγω της απουσίας δικαιοσύνης και σεβασμού ακόμη και στους πρώην δεσμώτες, καταλήγει στη διαπίστωση πως «Όταν βλέπω αυτή τη βία, αναρωτιέμαι άμα ο λαός μας είναι άξιος να είναι ελεύθερος», με την απόλυτη παύση που ακολούθησε για μερικά δευτερόλεπτα, να ενισχύει το φόβο και την απορία ακόμη και των σύγχρονων θεατών για τα όσα εμείς σήμερα θα πράτταμε σε αντίστοιχη κατάσταση.
Εν κατακλείδι, η παράσταση «Όλα θα πάνε καλά (1) Το τέλος του Λουδοβίκου», αποτελεί σταθμό στην ιστορία του μοντέρνου θεάτρου, μπορεί να χαρακτηριστεί ισάξια των κλασσικών έργων του 19ου αιώνα και μετά από πολύ καιρό, επιτέλους το σύγχρονο θέατρο απέδειξε πως ακόμη μπορεί να σηκώσει το ανάστημά του στις ραγδαία εξελισσόμενες συνθήκες γύρω μας, ασκώντας ουσιαστική κριτική με τρόπο πνευματικά ανώτερο, στα κακώς κείμενα της εποχής μας. Το χαμηλό κόστος εισιτηρίου του συγκεκριμένου θεάματος, επέτρεψε σε ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης να βρεθούν τις πέντε αυτές μέρες, για 4,5 περίπου ώρες, στις θέσεις των φανταστικών βουλευτών της πρώτης εθνοσυνέλευσης του κόσμου, λαμβάνοντας μέρος στην ιστορική στιγμή της εγκαθίδρυσης της σύγχρονης Δημοκρατίας ως πολίτευμα και της σύλληψης του ευρωπαϊκού οράματος. «Ισονομία, ισότητα και ελευθερία» απαίτησε ο λαός τότε, τα ίδια απαιτεί και τώρα. Η απαρχή μιας ακόμη επαναστατικής αλλαγής διαφαίνεται στην κοινωνία μας. Το ερώτημα είναι: Μπορούμε να παραδειγματιστούμε απ' τα λάθη του παρελθόντος;
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Joël Pommerat
Με τους: Saadia Bentaïeb, Agnès Berthon, Yannick Choirat, Eric Feldman, Philippe Frécon, Yvain Juillard, Anthony Moreau, Ruth Olaizola, Gérard Potier, Anne Rotger, David Sighicelli, Maxime Tshibangu, Simon Verjans, Bogdan Zamfir
Σχεδιασμός Σκηνικών & Φωτισμών: Eric Soyer
Σχεδιασμός Κοστουμιών & Εικαστική Έρευνα: Isabelle Deffin
Ήχος: François Leymarie
Μουσική έρευνα: Gilles Rico
Έρευνα ήχου και χωρικότητας: Grégoire Leymarie & Manuel Poletti (MusicUnit/ Ircam)
Δραματουργία: Marion Boudier
Καλλιτεχνική συνεργασία: Marie Piemontese, Philippe Carbonneaux
Σύμβουλος ιστορικών θεμάτων: Guillaume Mazeau
Βοηθός δραματουργίας & τεκμηρίωσης: Guillaume Lambert
Βοηθοί του Forces vives: David Charier, Lucia Trotta
Βοηθός Σκηνοθέτη: Lucia Trotta
Τεχνική Διεύθυνση: Emmanuel Abate
Κατασκευή Σκηνικού: Ateliers de Nanterre-Amandiers
Φορητή κατασκευή: Thomas Ramon – Artom
Τεχνικός φωτισμών: Julien Chatenet
Τεχνικός ήχου: Philippe Perrin
Τεχνικοί σκηνής: Mathieu Mironnet, Pierre-Yves Le Borgne, Ludovic Velon
Ενδυματολόγοι: Claire Lezer, Lise Crétiaux
Ηλεκτρολόγος: Laurent Berger
Μετάφραση στα ελληνικά: Λουίζα Μητσάκου
Τεχνικός υπερτίτλων: Jorge Tome / AMDA