Είναι δύσκολο να ξεκινήσει κάποιος ένα κείμενο με σκοπό να αποτυπώσει την άποψή του για μια παράσταση όπως οι «Δαιμονισμένοι» του Κονσταντίν Μπογκομόλοφ. Κοινό χαρακτηριστικό του δικού μου κειμένου και του έργου του διάσημου, εμπρηστικού, βλάσφημου, αιρετικού, ταραξία Ρώσου σκηνοθέτη -εντυπωσιοθηρικοί χαρακτηρισμοί που κατά καιρούς του έχουν αποδοθεί- αποτελεί το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις το σημείο έναρξης, η εισαγωγή, δεν υπάρχει ή δε μπορεί να υπάρξει. Σ’ ένα έργο που προοριζόταν να έχει διάρκεια τέσσερις ώρες και τελικά η διάρκειά του ελαττώθηκε στο μισό, ο Μπογκομόλοφ δε διασκεύασε απλά το μνημειώδες έργο του Ντοστογιέφσκι, αλλά του «άλλαξε τα φώτα»!
Με γνώμονα τα όσα έλαβαν χώρα στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, τον (ίσως;) μοναδικό ελληνικό χώρο που μια τέτοια παράσταση θα μπορούσε να ανέβει, επιτρέψτε μου να πιστεύω πως ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης στο σπίτι του έχει συγγράψει ένα βιβλίο που ονομάζεται «Δαιμονισμένοι», έχει αξιοποιήσει τους χαρακτήρες του ομότιτλου έργου, αλλά και τα πολυεπίπεδα νοήματά του και τελικά έχει αποτυπώσει με απόλυτα προσωπικό τρόπο αυτό το κείμενο - σταθμό του ανθρώπινου πνεύματος. Για κάποιο λόγο, όμως, στην πορεία του συγκεκριμένου βιβλίου προς τον ελλαδικό χώρο, προκειμένου να ζωντανέψει επί σκηνής, κάποιος «χάθηκε στη μετάφραση» και τελικά στο εξώφυλλο του προγράμματος της παράστασης προστέθηκε ο χαρακτηρισμός «Δαιμονισμένοι του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι».
Το μεταμοντέρνο θέατρο, αν και στο εξωτερικό χαίρει ακραίας εκτίμησης ή άκριτου χλευασμού, κατάσταση που απεικονίζει την επιτυχία του συγκεκριμένου καλλιτεχνικού ρεύματος, στην Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και σε μια κατάσταση ουδέτερη. Ο Μπογκομόλοφ, λοιπόν, στη δίωρη παράστασή του αξιοποίησε επί σκηνής πολλά μεταμοντέρνα χαρακτηριστικά όπως ποικιλία τεχνικών μέσων (κάμερες, μικρόφωνα, ηχογραφήσεις, προβολές με προτζέκτορα κ.ά.), διαφοροποιήσεις στις ερμηνευτικές μεθόδους των ηθοποιών του (αρκετά σημεία έμμετρου λόγου) και απόλυτα αντισυστημικό στήσιμο ως προς τις αρχές και τους κανόνες του κλασσικού θεάτρου. Μέσα από το έργο του δε φάνηκε στιγμή να διερωτάται εάν οι θεατές θα είναι σε θέση να «χωνέψουν» το απόλυτα αντιθρησκευτικό και αντιεξουσιαστικό του πνεύμα εν μέσω ενός ευρύτερου κλίματος αποδόμησης κοινωνικών αξιών οι οποίες, στα μάτια του Μπογκομόλοφ, έχουν εξωραϊστεί.
Βέβαια, η στάση αυτή του σκηνοθέτη πηγάζει απ’ την ίδια την ιδεολογία του, την οποία και αποτυπώνει στο εισαγωγικό σημείωμα του προγράμματος της παράστασης: «Ο σκοπός της τέχνης – να προσβάλλει αξίες. Όχι να τις διαφυλάττει, όχι να τις προστατεύει, αλλά να τις προσβάλλει. Όσο πια επιδέξια και ραφιναρισμένη είναι αυτή η επίθεση, τόσο πιο πολλές ψυχικές και νοητικές προσπάθειες θα χρειαστεί να καταβληθούν από την πλευρά του κοινού (αναγνώστες, θεατές) για να προστατεύσει τις αξίες του. Όσο πιο έντονη η μάχη, τόσο μεγαλύτερο αποτέλεσμα θα επιτευχθεί. Σε αυτή τη μάχη οι ψεύτικες αξίες θα καταρρεύσουν. Ο σκοπός της τέχνης να προσβάλλει αξίες. Ανάμεσά τους, τις πιο προφανείς και αναγνωρισμένες. Η τέχνη γεννιέται από αμφιβολίες και παράγει αμφιβολίες.» Επομένως, η κατακρήμνιση της θρησκείας ως έννοια μέσα σε δύο ώρες θα έπρεπε να φαντάζει απόλυτα φυσιολογική, αν ο θεατής διέθετε προσκείμενους τρόπους σκέψης.
Γενικά το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό προϊόν κεντρίζει το ενδιαφέρον και εφοδιάζει τον δυνάμει θεατή με πληθώρα σκέψεων και προβληματισμών μετά το τέλος του. Το μεγαλύτερο ερώτημά μου, κάτι που ακόμη δεν έχω καταφέρει να αποσαφηνίσω μέσα μου, ερώτημα που μου πρωτοεμφανίσθηκε παρακολουθώντας μια παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου, σκηνοθέτιδα που ακροβατεί πάνω στη δικαιολογία του μεταμοντέρνου, είναι η εξής: Για να κατακερματιστεί ένα κοινωνικό κατασκεύασμα ή έστω να απεικονιστεί ο διττός του χαρακτήρας, πρέπει να προσβληθεί μέχρι εσχάτων; Δηλαδή, αν και οι ιδέες ότι η θρησκεία είναι μορφή εξουσίας και ότι η εξομολόγηση μπορεί να αξιοποιηθεί ως μέθοδος υποταγής του ατόμου στους εκπροσώπους της εκκλησίας ενστερνίζονται από πλήθος ανθρώπων, η παρουσίαση της συγκεκριμένης διαδικασίας της εξομολόγησης ως μια μορφή αφόδευσης, κατά την οποία ο Σταβρόγκιν (Έλενα Τοπαλίδου) σφίγγεται μέχρι να… βγει από μέσα του η αμαρτία της παιδοφιλίας, ξεπερνάει ακόμη και σουρεαλιστικά όρια.
Πάντως, στα θετικά αυτού του ασύνδετου έργου, με την κάθε σκηνή να διαδραματίζεται στο δικό της, εξατομικευμένο χωρόχρονο, ο Μπογκομόλοφ είπε πολλές και μεγάλες αλήθειες, ειδικά μέσω της γελοιοποίησης των αντιηρώων του Ντοστογιέφσκι. Στην προτελευταία σκηνή του έργου, το τεράστιο, αλουμινένιο ορθογώνιο που δέσποζε ως σκηνικός χώρος, με τις πολλές πόρτες διαφορετικών μεγεθών, τους ζωγραφισμένους στο δάπεδο τάφους των ηρώων και την απουσία κάθε άλλου αντικειμένου, ο Ιεροεξεταστής (Αντώνης Μυριαγκός), ένας άντρας που πρωτοεμφανίστηκε στο έργο με κουστούμι, μετά με μαύρα ράσα, εν συνεχεία με στρατιωτική στολή και τελικά απήγγειλε ένα πύρινο μονόλογο ενάντια (;) στη θρησκεία, στον τρόπο λειτουργίας της και τις μεθόδους εκδούλευσης του ανθρώπου, ήταν ντυμένος με ράσα και στρατιωτικό πηλήκιο. Τα υπό μορφή όρκου λόγια του εξωτερικεύτηκαν με το δεξί του χέρι να συμβάλει στη συγκεκριμένη διαδικασία, σχηματίζοντας ένα όπλο κι όχι τη συνήθη ανοιχτή παλάμη, ενισχύοντας την ιδέα της αδιαφανούς δύναμης που ανέκαθεν κατείχε η θρησκεία, αποκρύπτοντάς την με υποσχέσεις για τη μεταθανάτιο ζωή και την άφεση αμαρτιών.
Στη ευρύτερη ντελιριακή ατμόσφαιρα του έργου, προστέθηκαν απροσδιορίστου φύσεως και σημασίας κουστούμια, ηχητικές μίξεις εκκλησιαστικών και ποπ τραγουδιών, σκηνές με κάμερες, σκηνές με μικρόφωνα, σκηνές με αγιογραφίες, σκηνές χωρίς μικρόφωνα και σκηνές που κανείς δεν ήξερε τι έβλεπε. Χαρακτηριστικά στιγμιότυπα αποτέλεσαν σίγουρα η εμφάνιση του κατά συρροή δολοφόνου Φέτκα (Αινείας Τσαμάτης) ως queer ντίβα, ο οποίος αφού σκοτώσει τα θύματά του, τα ουρεί και του Κυρίλοφ (Γιάννης Παπαδόπουλος) ως νοσηλευτή σε άσυλο παιδιών, ο οποίος, με τη σειρά του, τη στιγμή της αυτοκτονίας του, αλλάζει το ρουχισμό του, βγάζοντας το μικρόφωνο που διέθετε, και μιλώντας στο κοινό δίχως την απαραίτητη ηχητική ενίσχυση. Αξιοσημείωτο ήταν και το γεγονός πως ο Κυρίλοφ επιλέχθηκε να παιχτεί από ένα κατάξανθο, αρρενωπό άντρα με αρκετά γένια, φιγούρα πολύ γνώριμη για το Χριστιανισμό. Γενικά, η τακτική της επιλογής γυναικών για αντρικούς ρόλους και αντρών να εμφανίζονται ως γυναίκες, αποτελεί προσφιλή τακτική του Μπογκομόλοφ, όπως μας ενημέρωναν χαρακτηριστικά στο πρόγραμμα της Στέγης.
Τέλος, προσπαθώντας να σκιαγραφήσω αυτή την απροσδιόριστη και χαοτική παράσταση, θέλω να μείνω σε μερικές φράσεις που ακούστηκαν, αρχής γενομένης από το στόμα του Κυρίλοφ με πολύ απολογητικό τόνο: «Η απόλυτη ελευθερία θα υπάρξει όταν δε μας ενδιαφέρει άμα ζούμε ή όχι. Η ζωή προσφέρεται με αντίτιμο τον πόνο και το φόβο… Αυτός που θα αυτοκτονήσει για να σκοτώσει το φόβο, αυτός θα είναι Θεός.» Σε πολλές στιγμές του έργου ο πόνος δέσποζε, είτε σημαδεύοντας χαρακτήρες με πυρακτωμένο μέταλλα, είτε κουβαλώντας σταυρούς, είτε ακόμη και με την έγκυο Ματριόζα (Έλενα Μεγγρέλη) που εμφανίσθηκε, έχοντας τη φουσκωμένη της κοιλιά τοποθετημένη στη ράχη της. «Ο σταυρός που κουβαλάει ο καθένας μας» υπήρξε ένα από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του Μπογκομόλοφ συμβολίζοντας πολλές στιγμές μια ιδιόμορφη συνθήκη ελευθερίας, επεξηγώντας την μέσω φράσεων όπως «Μόλις ο άνθρωπος ελευθερωθεί, ψάχνει πάλι να υποδουλωθεί.», «Δεν ενδιαφέρει τον άνθρωπο ο επουράνιος άρτος, αλλά ο επίγειος.»
Μια τέτοια παράσταση, λοιπόν, δε θα μπορούσε να στερείται ευφάνταστου και απόλυτα λεπτεπίλεπτου τέλους, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της με μια εξομολόγηση στην οποία ο σκηνοθέτης, μέσα από τα λόγια του παιδιού του νεκρού Σάτοφ, ρόλο που έπαιζε ο ίδιος ηθοποιός που υποδυόταν και το ζωντανό, πατέρα Σάτοφ (Δημήτρης Ξανθόπουλος), ζητάει συγνώμη από το κοινό για το χαστούκι που μας έριξε, τα φώτα της σκηνής σβήνουν και τα φώτα του κοινού ανάβουν ακαριαία σηματοδοτώντας αρχικά τη λήξη και δευτερευόντως την απουσία υπόκλισης. Το κοινό, δίχως να συνειδητοποιεί τι συνέβη, βγαίνει από την αίθουσα και τα σχόλια κατά κύριο λόγο είναι αρνητικά (αν όχι υβριστικά). Απ’ τη μεριά μου, εγώ θα πρότεινα σίγουρα τη συγκριμένη παράσταση τόσο επειδή πολύ σπάνια κανείς θα δει τέτοιου βεληνεκούς σκηνοθέτη με απόλυτα προσωπική άποψη για το θέατρο, όσο και για τα αισθήματα αποστροφής, έκπληξης, οργής και θαυμασμού που αυτή η παράσταση μπορεί να σου προσφέρει απλόχερα. Βέβαια, η επιλογή της θέασης ενός τέτοιου καλλιτεχνικού προϊόντος πρέπει να είναι απόλυτα συνειδητή, γνωρίζοντας πως πιθανότατα η κατανόηση των ιδωμένων, αν φυσικά υπάρχει αυτή η δυνατότητα, θα φαντάζει τουλάχιστον αστεία.
Συντελεστές Παράστασης
Σκηνοθεσία & Διασκευή: Konstantin Bogomolov
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Σκηνικά & Κοστούμια: Larisa Lomakina
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιάννης Δρακουλαράκος
Δραματουργική Επεξεργασία Μετάφρασης: Έρι Κύργια
Διερμηνέας Προβών: Ιρίνα Σμυσλιάεβα- Σταθοπούλου
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Δήμητρα Μητροπούλου, Χρύσα Κουγιουμτζή
Βοηθός Σκηνογράφου: Μυρτώ Λάμπρου
Boηθός Ενδυματολόγου: Δάφνη Ηλιοπούλου
Ηχολήπτης Παράστασης: Ιωσήφ Τζιαμπαζίδης
Οπερατέρ: Πυγμαλίων Καλημέρης
Κατασκευή Σκηνικού: Lazaridis Scenic Studio
Special Effects: Μιχάλης Σαμιώτης, Προκόπης Βλασερός, Μαρία Στάικου
Ειδικές Κατασκευές: Γιάννης Βούλγαρης, Αμαλία Θεοδωροπούλου, Δημήτρης Λαζούλος, Χρήστος Ξενιτόπουλος, Σωκρατης Παπαδόπουλος
Κατασκευή κοστουμιών: Δέσποινα Μακαρούνη
Ερμηνεύουν: Χρύσα Κουγιουμτζή, Έλενα Μεγγρέλη, Άρης Μπαλής, Αντώνης Μυριαγκός, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Μαρία Πανουργιά, Γιάννης Παπαδόπουλος, Έλενα Τοπαλίδου, Αινείας Τσαμάτης, Μιλτιάδης Φιορέντζης
Στο video εμφανίζεται η μικρή Άρτεμις Γκίζα.
Διεύθυνση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη, Μαρία Δούρου
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Με γνώμονα τα όσα έλαβαν χώρα στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, τον (ίσως;) μοναδικό ελληνικό χώρο που μια τέτοια παράσταση θα μπορούσε να ανέβει, επιτρέψτε μου να πιστεύω πως ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης στο σπίτι του έχει συγγράψει ένα βιβλίο που ονομάζεται «Δαιμονισμένοι», έχει αξιοποιήσει τους χαρακτήρες του ομότιτλου έργου, αλλά και τα πολυεπίπεδα νοήματά του και τελικά έχει αποτυπώσει με απόλυτα προσωπικό τρόπο αυτό το κείμενο - σταθμό του ανθρώπινου πνεύματος. Για κάποιο λόγο, όμως, στην πορεία του συγκεκριμένου βιβλίου προς τον ελλαδικό χώρο, προκειμένου να ζωντανέψει επί σκηνής, κάποιος «χάθηκε στη μετάφραση» και τελικά στο εξώφυλλο του προγράμματος της παράστασης προστέθηκε ο χαρακτηρισμός «Δαιμονισμένοι του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι».
Το μεταμοντέρνο θέατρο, αν και στο εξωτερικό χαίρει ακραίας εκτίμησης ή άκριτου χλευασμού, κατάσταση που απεικονίζει την επιτυχία του συγκεκριμένου καλλιτεχνικού ρεύματος, στην Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο και σε μια κατάσταση ουδέτερη. Ο Μπογκομόλοφ, λοιπόν, στη δίωρη παράστασή του αξιοποίησε επί σκηνής πολλά μεταμοντέρνα χαρακτηριστικά όπως ποικιλία τεχνικών μέσων (κάμερες, μικρόφωνα, ηχογραφήσεις, προβολές με προτζέκτορα κ.ά.), διαφοροποιήσεις στις ερμηνευτικές μεθόδους των ηθοποιών του (αρκετά σημεία έμμετρου λόγου) και απόλυτα αντισυστημικό στήσιμο ως προς τις αρχές και τους κανόνες του κλασσικού θεάτρου. Μέσα από το έργο του δε φάνηκε στιγμή να διερωτάται εάν οι θεατές θα είναι σε θέση να «χωνέψουν» το απόλυτα αντιθρησκευτικό και αντιεξουσιαστικό του πνεύμα εν μέσω ενός ευρύτερου κλίματος αποδόμησης κοινωνικών αξιών οι οποίες, στα μάτια του Μπογκομόλοφ, έχουν εξωραϊστεί.
Βέβαια, η στάση αυτή του σκηνοθέτη πηγάζει απ’ την ίδια την ιδεολογία του, την οποία και αποτυπώνει στο εισαγωγικό σημείωμα του προγράμματος της παράστασης: «Ο σκοπός της τέχνης – να προσβάλλει αξίες. Όχι να τις διαφυλάττει, όχι να τις προστατεύει, αλλά να τις προσβάλλει. Όσο πια επιδέξια και ραφιναρισμένη είναι αυτή η επίθεση, τόσο πιο πολλές ψυχικές και νοητικές προσπάθειες θα χρειαστεί να καταβληθούν από την πλευρά του κοινού (αναγνώστες, θεατές) για να προστατεύσει τις αξίες του. Όσο πιο έντονη η μάχη, τόσο μεγαλύτερο αποτέλεσμα θα επιτευχθεί. Σε αυτή τη μάχη οι ψεύτικες αξίες θα καταρρεύσουν. Ο σκοπός της τέχνης να προσβάλλει αξίες. Ανάμεσά τους, τις πιο προφανείς και αναγνωρισμένες. Η τέχνη γεννιέται από αμφιβολίες και παράγει αμφιβολίες.» Επομένως, η κατακρήμνιση της θρησκείας ως έννοια μέσα σε δύο ώρες θα έπρεπε να φαντάζει απόλυτα φυσιολογική, αν ο θεατής διέθετε προσκείμενους τρόπους σκέψης.
Γενικά το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό προϊόν κεντρίζει το ενδιαφέρον και εφοδιάζει τον δυνάμει θεατή με πληθώρα σκέψεων και προβληματισμών μετά το τέλος του. Το μεγαλύτερο ερώτημά μου, κάτι που ακόμη δεν έχω καταφέρει να αποσαφηνίσω μέσα μου, ερώτημα που μου πρωτοεμφανίσθηκε παρακολουθώντας μια παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου, σκηνοθέτιδα που ακροβατεί πάνω στη δικαιολογία του μεταμοντέρνου, είναι η εξής: Για να κατακερματιστεί ένα κοινωνικό κατασκεύασμα ή έστω να απεικονιστεί ο διττός του χαρακτήρας, πρέπει να προσβληθεί μέχρι εσχάτων; Δηλαδή, αν και οι ιδέες ότι η θρησκεία είναι μορφή εξουσίας και ότι η εξομολόγηση μπορεί να αξιοποιηθεί ως μέθοδος υποταγής του ατόμου στους εκπροσώπους της εκκλησίας ενστερνίζονται από πλήθος ανθρώπων, η παρουσίαση της συγκεκριμένης διαδικασίας της εξομολόγησης ως μια μορφή αφόδευσης, κατά την οποία ο Σταβρόγκιν (Έλενα Τοπαλίδου) σφίγγεται μέχρι να… βγει από μέσα του η αμαρτία της παιδοφιλίας, ξεπερνάει ακόμη και σουρεαλιστικά όρια.
Πάντως, στα θετικά αυτού του ασύνδετου έργου, με την κάθε σκηνή να διαδραματίζεται στο δικό της, εξατομικευμένο χωρόχρονο, ο Μπογκομόλοφ είπε πολλές και μεγάλες αλήθειες, ειδικά μέσω της γελοιοποίησης των αντιηρώων του Ντοστογιέφσκι. Στην προτελευταία σκηνή του έργου, το τεράστιο, αλουμινένιο ορθογώνιο που δέσποζε ως σκηνικός χώρος, με τις πολλές πόρτες διαφορετικών μεγεθών, τους ζωγραφισμένους στο δάπεδο τάφους των ηρώων και την απουσία κάθε άλλου αντικειμένου, ο Ιεροεξεταστής (Αντώνης Μυριαγκός), ένας άντρας που πρωτοεμφανίστηκε στο έργο με κουστούμι, μετά με μαύρα ράσα, εν συνεχεία με στρατιωτική στολή και τελικά απήγγειλε ένα πύρινο μονόλογο ενάντια (;) στη θρησκεία, στον τρόπο λειτουργίας της και τις μεθόδους εκδούλευσης του ανθρώπου, ήταν ντυμένος με ράσα και στρατιωτικό πηλήκιο. Τα υπό μορφή όρκου λόγια του εξωτερικεύτηκαν με το δεξί του χέρι να συμβάλει στη συγκεκριμένη διαδικασία, σχηματίζοντας ένα όπλο κι όχι τη συνήθη ανοιχτή παλάμη, ενισχύοντας την ιδέα της αδιαφανούς δύναμης που ανέκαθεν κατείχε η θρησκεία, αποκρύπτοντάς την με υποσχέσεις για τη μεταθανάτιο ζωή και την άφεση αμαρτιών.
Στη ευρύτερη ντελιριακή ατμόσφαιρα του έργου, προστέθηκαν απροσδιορίστου φύσεως και σημασίας κουστούμια, ηχητικές μίξεις εκκλησιαστικών και ποπ τραγουδιών, σκηνές με κάμερες, σκηνές με μικρόφωνα, σκηνές με αγιογραφίες, σκηνές χωρίς μικρόφωνα και σκηνές που κανείς δεν ήξερε τι έβλεπε. Χαρακτηριστικά στιγμιότυπα αποτέλεσαν σίγουρα η εμφάνιση του κατά συρροή δολοφόνου Φέτκα (Αινείας Τσαμάτης) ως queer ντίβα, ο οποίος αφού σκοτώσει τα θύματά του, τα ουρεί και του Κυρίλοφ (Γιάννης Παπαδόπουλος) ως νοσηλευτή σε άσυλο παιδιών, ο οποίος, με τη σειρά του, τη στιγμή της αυτοκτονίας του, αλλάζει το ρουχισμό του, βγάζοντας το μικρόφωνο που διέθετε, και μιλώντας στο κοινό δίχως την απαραίτητη ηχητική ενίσχυση. Αξιοσημείωτο ήταν και το γεγονός πως ο Κυρίλοφ επιλέχθηκε να παιχτεί από ένα κατάξανθο, αρρενωπό άντρα με αρκετά γένια, φιγούρα πολύ γνώριμη για το Χριστιανισμό. Γενικά, η τακτική της επιλογής γυναικών για αντρικούς ρόλους και αντρών να εμφανίζονται ως γυναίκες, αποτελεί προσφιλή τακτική του Μπογκομόλοφ, όπως μας ενημέρωναν χαρακτηριστικά στο πρόγραμμα της Στέγης.
Τέλος, προσπαθώντας να σκιαγραφήσω αυτή την απροσδιόριστη και χαοτική παράσταση, θέλω να μείνω σε μερικές φράσεις που ακούστηκαν, αρχής γενομένης από το στόμα του Κυρίλοφ με πολύ απολογητικό τόνο: «Η απόλυτη ελευθερία θα υπάρξει όταν δε μας ενδιαφέρει άμα ζούμε ή όχι. Η ζωή προσφέρεται με αντίτιμο τον πόνο και το φόβο… Αυτός που θα αυτοκτονήσει για να σκοτώσει το φόβο, αυτός θα είναι Θεός.» Σε πολλές στιγμές του έργου ο πόνος δέσποζε, είτε σημαδεύοντας χαρακτήρες με πυρακτωμένο μέταλλα, είτε κουβαλώντας σταυρούς, είτε ακόμη και με την έγκυο Ματριόζα (Έλενα Μεγγρέλη) που εμφανίσθηκε, έχοντας τη φουσκωμένη της κοιλιά τοποθετημένη στη ράχη της. «Ο σταυρός που κουβαλάει ο καθένας μας» υπήρξε ένα από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα του Μπογκομόλοφ συμβολίζοντας πολλές στιγμές μια ιδιόμορφη συνθήκη ελευθερίας, επεξηγώντας την μέσω φράσεων όπως «Μόλις ο άνθρωπος ελευθερωθεί, ψάχνει πάλι να υποδουλωθεί.», «Δεν ενδιαφέρει τον άνθρωπο ο επουράνιος άρτος, αλλά ο επίγειος.»
Μια τέτοια παράσταση, λοιπόν, δε θα μπορούσε να στερείται ευφάνταστου και απόλυτα λεπτεπίλεπτου τέλους, ολοκληρώνοντας τον κύκλο της με μια εξομολόγηση στην οποία ο σκηνοθέτης, μέσα από τα λόγια του παιδιού του νεκρού Σάτοφ, ρόλο που έπαιζε ο ίδιος ηθοποιός που υποδυόταν και το ζωντανό, πατέρα Σάτοφ (Δημήτρης Ξανθόπουλος), ζητάει συγνώμη από το κοινό για το χαστούκι που μας έριξε, τα φώτα της σκηνής σβήνουν και τα φώτα του κοινού ανάβουν ακαριαία σηματοδοτώντας αρχικά τη λήξη και δευτερευόντως την απουσία υπόκλισης. Το κοινό, δίχως να συνειδητοποιεί τι συνέβη, βγαίνει από την αίθουσα και τα σχόλια κατά κύριο λόγο είναι αρνητικά (αν όχι υβριστικά). Απ’ τη μεριά μου, εγώ θα πρότεινα σίγουρα τη συγκριμένη παράσταση τόσο επειδή πολύ σπάνια κανείς θα δει τέτοιου βεληνεκούς σκηνοθέτη με απόλυτα προσωπική άποψη για το θέατρο, όσο και για τα αισθήματα αποστροφής, έκπληξης, οργής και θαυμασμού που αυτή η παράσταση μπορεί να σου προσφέρει απλόχερα. Βέβαια, η επιλογή της θέασης ενός τέτοιου καλλιτεχνικού προϊόντος πρέπει να είναι απόλυτα συνειδητή, γνωρίζοντας πως πιθανότατα η κατανόηση των ιδωμένων, αν φυσικά υπάρχει αυτή η δυνατότητα, θα φαντάζει τουλάχιστον αστεία.
Συντελεστές Παράστασης
Σκηνοθεσία & Διασκευή: Konstantin Bogomolov
Μετάφραση: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
Σκηνικά & Κοστούμια: Larisa Lomakina
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιάννης Δρακουλαράκος
Δραματουργική Επεξεργασία Μετάφρασης: Έρι Κύργια
Διερμηνέας Προβών: Ιρίνα Σμυσλιάεβα- Σταθοπούλου
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Δήμητρα Μητροπούλου, Χρύσα Κουγιουμτζή
Βοηθός Σκηνογράφου: Μυρτώ Λάμπρου
Boηθός Ενδυματολόγου: Δάφνη Ηλιοπούλου
Ηχολήπτης Παράστασης: Ιωσήφ Τζιαμπαζίδης
Οπερατέρ: Πυγμαλίων Καλημέρης
Κατασκευή Σκηνικού: Lazaridis Scenic Studio
Special Effects: Μιχάλης Σαμιώτης, Προκόπης Βλασερός, Μαρία Στάικου
Ειδικές Κατασκευές: Γιάννης Βούλγαρης, Αμαλία Θεοδωροπούλου, Δημήτρης Λαζούλος, Χρήστος Ξενιτόπουλος, Σωκρατης Παπαδόπουλος
Κατασκευή κοστουμιών: Δέσποινα Μακαρούνη
Ερμηνεύουν: Χρύσα Κουγιουμτζή, Έλενα Μεγγρέλη, Άρης Μπαλής, Αντώνης Μυριαγκός, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Μαρία Πανουργιά, Γιάννης Παπαδόπουλος, Έλενα Τοπαλίδου, Αινείας Τσαμάτης, Μιλτιάδης Φιορέντζης
Στο video εμφανίζεται η μικρή Άρτεμις Γκίζα.
Διεύθυνση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη, Μαρία Δούρου
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση