Στην πρώτη πρόταση του κειμένου μου, θέλω να αποτυπώσω την πρώτη και μεγαλύτερή μου απορία, στην οποία δεν κατάφερα να δώσω απάντηση όσο κι αν προσπάθησα, βγαίνοντας απ’ τη νέα παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου που παρουσιάζεται στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών: «Τι τελικά θεωρείται τέχνη;».
Αν κανείς διαβάσει το πρόγραμμα που δίνεται στο χώρο του ιδρύματος Ωνάση, θα συνειδητοποιήσει πως τόσο συγγραφικά, όσο και σκηνοθετικά και υποκριτικά, η Λένα Κιτσοπούλου, στα 47 της πλέον, κάνει μια τουλάχιστον φανταχτερή καριέρα εντός κι εκτός συνόρων. Βέβαια, κάποιος κακοπροαίρετος, όπως και του λόγου μου, θα αξιοποιούσε μια λαϊκή παροιμία λέγοντας «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα», καθώς τόσο το έργο «Αντιγόνη - Lonely Planet» που παρουσιάζεται στη Στέγη μέχρι τις 7/1, όσο και οι «Τυραννόσαυροι Rex» που ανέβηκαν πέρσι και για λίγες παραστάσεις φέτος στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, μόνο αρνητικά αισθήματα μου δημιούργησαν. Ήδη έχουν γραφτεί πολλές κακές κριτικές για την «Αντιγόνη - Lonely Planet», κατακρεουργώντας σε ευρύτερο πλαίσιο τη συγγραφέα και σκηνοθέτη της. Επομένως, θα προσπαθήσω να πρωτοτυπήσω λίγο.
Αρχικά, χάριν συνοχής, περιληπτικά καλό είναι να αναφερθεί η «πλοκή» της παράστασης, αν φυσικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο συγκεκριμένος όρος για αυτό το θεατρικό ντελίριο. Ολόκληρο το έργο χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο τμήματα. Στο πρώτο τμήμα, βρεθήκαμε σε ένα συνέδριο σκιέρ που συζητούσαν για την Αντιγόνη, αποδελτιώνοντας όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους το σκι και η σοφόκλεια τραγωδία μοιάζουν εξαιρετικά πολύ. Ο παραλογισμός, λοιπόν, πήρε σάρκα και οστά στη σκηνή της Στέγης, με τους τέσσερις σκιέρ, προσκεκλημένους ομιλητές του συνεδρίου, να προσπαθούν με τους πιο υπερβολικούς, βαρύγδουπους και ασυνεχείς τρόπους να πείσουν το κοινό περί της ταυτολογίας των δύο καταστάσεων. Μερικές χαρακτηριστικές σκέψεις τους που αιτιολογούσαν την εξίσωση της τραγωδίας και του σκι συνοψίστηκαν στο συσχετισμό του μηχανισμού του κράτους του Κρέοντα και του μηχανισμού της μπότας του σκιέρ, του απάτητου χιονιού και του ρίσκου, όπως και πολλών ακόμη παρόμοιων, παραληρηματικών ιδεών που αποτυπώθηκαν απ’ τους τέσσερις όμοια ντυμένους πρωταγωνιστές. Πάντως, αν και νωρίς ακόμη στο κείμενο, να επισημανθούν δύο σημεία που θα επανεξετασθούν και παρακάτω: 1) Στην σκηνή εμφανίσθηκε μια γιγάντια πολική αρκούδα και 2) υπήρχε σκηνή περιγραφής έκτρωσης με το μπουτόν του σκι!
Το δεύτερο τμήμα της παράστασης αποτελείτο απ’ την μαγνητοσκόπηση και παρουσίαση του ευρύτερου παραλογισμού του έργου, με το, περίπου μισής ώρας, βίντεο που καταλήγει στον ενταφιασμό της Αντιγόνης, της γυναίκας εκ των σκιέρ. Τι να πρωτοπεριγράψει κανείς γι’ αυτό το φιλμ;! Η Αντιγόνη σέρνεται αιμόφυρτη στο πάτωμα, αίμα που προήλθε απ’ τα δαγκώματα της πολικής αρκούδας. Βγαίνει στο γυαλισμένο διάδρομο της Στέγης και κάνει μια κυκλική διαδρομή για να καταλήξει στο γυάλινο φέρετρό της. Στην πορεία της αυτή, συναντά από βατραχανθρώπους και σκιέρ που ψάχνουν τουαλέτα ή την έξοδο, μέχρι τον Άγγελο Παπαδημητρίου ντυμένο γυναίκα, την ίδια την Κιτσοπούλου ως ντίβα μεγαλοαστή βγαλμένη από ταινία, τα δύο δίδυμα αδέλφια της Αντιγόνης να παλεύουν με πλαστικά σπαθιά, μια υπάλληλο της Στέγης που κλωτσάει και χτυπάει την «τραγική» κοπέλα και τελικά τρεις αστυνομικούς που πιάνουν το κορίτσι να καπνίζει μέσα στο χώρο του ιδρύματος και τελικά την πετούν στο γυάλινο κιβώτιο - τάφο της. Να σημειωθεί η αηδιαστική λεπτομέρεια πως μέσα στον τάφο υποτίθεται ότι βρίσκονται ματωμένα κομμάτια κρέας με την επιγραφή «Εκτρώσεις αιμομικτών».
Μετά, λοιπόν, απ’ αυτή τη σύντομη σκιαγράφηση της παράστασης, επανέρχομαι στο αρχικό μου ερώτημα περί του τι τελικά θεωρείται τέχνη, δίχως ακόμη να διαθέτω απάντηση. Η αποδόμηση και ο ωμός χλευασμός στα αρχετυπικά ήθη και αξίες του ανθρώπου, πλέον έχει μετατραπεί σε καλλιτεχνικό ρεύμα. Κανείς δε μπορεί να πει «γιατί συμβαίνει αυτό;», αφού η τέχνη είναι οντότητα ζωντανή και συνεχώς εξελισσόμενη. Όμως, ο προβληματισμός μου έγκειται στον τρόπο με τον οποίο κανείς επιτελεί αυτή την αποδόμηση.
Πριν λίγο καιρό βρέθηκα πάλι στη Στέγη, στην παράσταση του Κονσταντίν Μπογκομόλοφ «Δαιμονισμένοι», σε μια διασκευή του ομώνυμου κειμένου του Ντοστογιέφσκι, με το διεθνή Ρώσο σκηνοθέτη να παρουσιάζει κι εκείνος τη μέθοδο της αποδόμησης στο έργο του, στοχοποιώντας τη θρησκεία. Η τεράστια και θεμελιώδης αντίθεση των δύο σκηνοθετών αποτυπώνεται στην απαράμιλλη κομψότητα και το λεπτεπίλεπτο σχεδιασμό της παράστασης του Μπογκομόλοφ, σε αντίθεση με το χοντροκομμένο και ακαλαίσθητο αποτέλεσμα της Κιτσοπούλου. Να επισημανθεί πως στους Δαιμονισμένους, ολόκληρο το κατασκεύασμα που ονομάζεται θρησκεία, κατακερματίστηκε χωρίς να χρησιμοποιηθεί υβριστικός χαρακτηρισμός, σε αντίθεση με την Κιτσοπούλου που έπρεπε να χυδαιολογήσει μέχρι αηδίας για να περάσει το, ας πούμε, μήνυμά της.
Σίγουρα το έργο είχε κάποιες ενδιαφέρουσες σκηνές και ακούστηκαν φράσεις και ιδέες ως προς την ανάγνωση της Αντιγόνης που διήγειραν την σκέψη των θεατών. Στο πρώτο τμήμα, συγκεκριμένα, με μια σουρεαλιστική συλλογιστική, οι σκιέρ κατέληξαν σε συμπεράσματα όπως εκείνο που θέλει την Αντιγόνη να επιδιώκει το θάνατό της, γοητευμένη από την οπτική της παραβίασης των νόμων του θείου της, παίρνοντας το ρίσκο να θάψει τον αδελφό της. Βέβαια, όλο αυτό το συμπέρασμα συσχετίστηκε με την ανάγκη των σκιέρ να βρεθούν σε πίστες και βουνά που το χιόνι είναι απάτητο και άρα επικίνδυνο, διακωμωδώντας έτσι την αξία της επιχειρηματολογίας. Στο γενικότερο πλαίσιο, η τραγική ηρωίδα του Σοφοκλή απεικονίστηκε ως μια έφηβη, άμυαλη επαναστάτρια που πάει κόντρα στον καταπιεστικό θείο της με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί γι’ αυτήν της την πράξη. Η αναχρονιστική σκηνή των τριών αστυνομικών που συλλαμβάνουν τη νεαρή κοπέλα και την κλείνουν στο γυάλινο τάφο της, αποτελεί σίγουρα σημείο επικριτικό τόσο για τους σημερινούς νέους όσο και για τη δύναμη των «υπερασπιστών» του νόμου. Γενικά, το πλάνο της Κιτσοπούλου δε στάθηκε μόνο στις εξατομικευμένες Αντιγόνες και Κρέοντες του σήμερα, αλλά άσκησε κριτική και ευρύτερα στην κοινωνία με φράσεις όπως «κάποια στιγμή η κοινωνία θα καθρεφτιστεί στον καθρέφτη της» είτε σε μια στιγμή ευρύτερου σαρκασμού του παντογνώστη Έλληνα «όποιος δεν ξέρει ποιά είναι η Αντιγόνη, να φύγει από την αίθουσα!» και «όλοι τα ξέρουν όλα εδώ μέσα».
Μέχρι ένα σημείο, το πρώτο μέρος είχε ενδιαφέρον και ενίοτε χιούμορ. Όμως, το φιτίλι άναψε από τη στιγμή που η κοπέλα εκ των σκιέρ, άρχισε να περιγράφει με απόλυτη λεπτομέρεια, αρχικά πως έκανε έκτρωση πάνω στο βουνό, κατά τη διάρκεια του σκι, χρησιμοποιώντας το κοντάρι του σκι και στη συνέχεια για τον τρόπο με τον οποίο συνουσιαζόταν με τον πατέρα του παιδιού της και αδικοχαμένο, στο σκι, Τάκη. Πραγματικά τα όσα ακολούθησαν επί σκηνής μάλλον είχαν ξεφύγει από κάποιο κακόγουστο και τραγελαφικό εφιάλτη της συγγραφέως. Μέχρι και Άη Βασίληδες εμφανίσθηκαν μπροστά στο σαστισμένο κοινό, με τους θεατές να ανταλλάσσουν αρκετά συχνά βλέμματα απόγνωσης και απορίας για το λόγο που συνεχίζουν να μένουν στην αίθουσα, παρακολουθώντας ασυναρτησίες. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να φύγουν κατά τη διάρκεια της παράστασης, αλλά αυτό δε φαντάζει διόλου παράταιρο στα έργα της Κιτσοπούλου. Τελικά, ολόκληρο το νόημα της Αντιγόνης χάθηκε κάπου ανάμεσα στον πνευματώδη λόγο και την «τρέλα» της σκηνοθέτιδας. Μέχρι και ροζ τηλεφωνική γραμμή για αιμομίκτες είδαν τα μάτια μας.
«Τι τελικά θεωρείται τέχνη;» αναρωτιέμαι έχοντας παρακολουθήσει αυτό το… κατασκεύασμα. Στην τελευταία σκηνή του έργου, κάνει την εμφάνισή της η Κιτσοπούλου στο ρόλο του υπεύθυνου του χώρου ονόματι Λάζαρου Λαζαρίδη, την αιμόφυρτη Αντιγόνη να χτυπιέται πίσω της στον γυάλινο τάφο, ξεψυχώντας σιγά σιγά, και συνεχίζει το ντελιριακό της λόγο, προφέροντας μερικές λέξεις πραγματικά εξοργιστικές, «Νομίζετε πως έφυγα; Γελιέστε. Από δω και πέρα θ' ακούτε τη φωνή μου όπου βρεθείτε κι όπου σταθείτε!» Τόση, λοιπόν, υπερβολή και εντυπωσιοθηρία αφορμήθηκε, μάλλον, απ' τη δίχως όρια και φραγμούς ματαιοδοξία μίας γυναίκας που πλέον απαιτεί την υπακοή του κοινού, υπογράφοντας αυτή την άποψη με την προτροπή των θεατών να μη χειροκροτήσουν τους πραγματικά εξαιρετικούς, ερμηνευτικά, ηθοποιούς της, αφού δήθεν πρόκειται για στιγμή πένθους. Και έχει δίκιο. Απλά το πένθος έγκειται στα χρήματα των θεατών κι όχι στην ενταφιασμένη Αντιγόνη, δυστυχώς…
Συντελεστές Παράστασης
Σκηνοθεσία και συγγραφή: Λένα Κιτσοπούλου
Πρωταγωνιστούν: Λένα Κιτσοπούλου, Σοφία Κόκκαλη, Ανδρέας Κοντόπουλος, Γιάννης Τσορτέκης, Πέτρος Γεωργοπάλης, Νικολέτα Γκριμέκη, Βασίλης Σαφός
Σκηνικά & Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βίντεο: Άγγελος Παπαδόπουλος
Σχεδιασμός Ήχου: Κώστας Μπώκος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαριλένα Μόσχου
Βοηθοί Σκηνογράφου - Ενδυματολόγου: Δημήτρης Αγγέλης, Τζίνα Ηλιοπούλου, Μυρτώ Λάμπρου
Boηθός Παραγωγής: Τζέλα Χριστοπούλου
Εκτέλεση Παραγωγής: POLYPLANITY Productions / Γιολάντα Μαρκοπούλου & Βίκυ Στρατάκη
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Συντελεστές του βίντεο, το οποίο προβάλλεται κατά τη διάρκεια της παράστασης:
Οπερατέρ: Άγγελος Παπαδόπουλος
Ηχοληψία: Φίλιππος Μάνεσης
Παίζουν: Πέτρος Γεωργοπάλης, Νικολέτα Γκριμέκη, Λένα Κιτσοπούλου, Σοφία Κόκκαλη, Mυρτώ Κοντονή, Ανδρέας Κοντόπουλος, Γιάννης Κότσιφας, Ειρήνη Κότσιφα, Μαριλένα Μόσχου, Άγγελος Παπαδημητρίου, Βασίλης Σαφός, Σταύρος Τσιτσόπουλος, Γιάννης Τσορτέκης
Αν κανείς διαβάσει το πρόγραμμα που δίνεται στο χώρο του ιδρύματος Ωνάση, θα συνειδητοποιήσει πως τόσο συγγραφικά, όσο και σκηνοθετικά και υποκριτικά, η Λένα Κιτσοπούλου, στα 47 της πλέον, κάνει μια τουλάχιστον φανταχτερή καριέρα εντός κι εκτός συνόρων. Βέβαια, κάποιος κακοπροαίρετος, όπως και του λόγου μου, θα αξιοποιούσε μια λαϊκή παροιμία λέγοντας «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα», καθώς τόσο το έργο «Αντιγόνη - Lonely Planet» που παρουσιάζεται στη Στέγη μέχρι τις 7/1, όσο και οι «Τυραννόσαυροι Rex» που ανέβηκαν πέρσι και για λίγες παραστάσεις φέτος στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, μόνο αρνητικά αισθήματα μου δημιούργησαν. Ήδη έχουν γραφτεί πολλές κακές κριτικές για την «Αντιγόνη - Lonely Planet», κατακρεουργώντας σε ευρύτερο πλαίσιο τη συγγραφέα και σκηνοθέτη της. Επομένως, θα προσπαθήσω να πρωτοτυπήσω λίγο.
Αρχικά, χάριν συνοχής, περιληπτικά καλό είναι να αναφερθεί η «πλοκή» της παράστασης, αν φυσικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο συγκεκριμένος όρος για αυτό το θεατρικό ντελίριο. Ολόκληρο το έργο χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο τμήματα. Στο πρώτο τμήμα, βρεθήκαμε σε ένα συνέδριο σκιέρ που συζητούσαν για την Αντιγόνη, αποδελτιώνοντας όλους εκείνους τους λόγους για τους οποίους το σκι και η σοφόκλεια τραγωδία μοιάζουν εξαιρετικά πολύ. Ο παραλογισμός, λοιπόν, πήρε σάρκα και οστά στη σκηνή της Στέγης, με τους τέσσερις σκιέρ, προσκεκλημένους ομιλητές του συνεδρίου, να προσπαθούν με τους πιο υπερβολικούς, βαρύγδουπους και ασυνεχείς τρόπους να πείσουν το κοινό περί της ταυτολογίας των δύο καταστάσεων. Μερικές χαρακτηριστικές σκέψεις τους που αιτιολογούσαν την εξίσωση της τραγωδίας και του σκι συνοψίστηκαν στο συσχετισμό του μηχανισμού του κράτους του Κρέοντα και του μηχανισμού της μπότας του σκιέρ, του απάτητου χιονιού και του ρίσκου, όπως και πολλών ακόμη παρόμοιων, παραληρηματικών ιδεών που αποτυπώθηκαν απ’ τους τέσσερις όμοια ντυμένους πρωταγωνιστές. Πάντως, αν και νωρίς ακόμη στο κείμενο, να επισημανθούν δύο σημεία που θα επανεξετασθούν και παρακάτω: 1) Στην σκηνή εμφανίσθηκε μια γιγάντια πολική αρκούδα και 2) υπήρχε σκηνή περιγραφής έκτρωσης με το μπουτόν του σκι!
Το δεύτερο τμήμα της παράστασης αποτελείτο απ’ την μαγνητοσκόπηση και παρουσίαση του ευρύτερου παραλογισμού του έργου, με το, περίπου μισής ώρας, βίντεο που καταλήγει στον ενταφιασμό της Αντιγόνης, της γυναίκας εκ των σκιέρ. Τι να πρωτοπεριγράψει κανείς γι’ αυτό το φιλμ;! Η Αντιγόνη σέρνεται αιμόφυρτη στο πάτωμα, αίμα που προήλθε απ’ τα δαγκώματα της πολικής αρκούδας. Βγαίνει στο γυαλισμένο διάδρομο της Στέγης και κάνει μια κυκλική διαδρομή για να καταλήξει στο γυάλινο φέρετρό της. Στην πορεία της αυτή, συναντά από βατραχανθρώπους και σκιέρ που ψάχνουν τουαλέτα ή την έξοδο, μέχρι τον Άγγελο Παπαδημητρίου ντυμένο γυναίκα, την ίδια την Κιτσοπούλου ως ντίβα μεγαλοαστή βγαλμένη από ταινία, τα δύο δίδυμα αδέλφια της Αντιγόνης να παλεύουν με πλαστικά σπαθιά, μια υπάλληλο της Στέγης που κλωτσάει και χτυπάει την «τραγική» κοπέλα και τελικά τρεις αστυνομικούς που πιάνουν το κορίτσι να καπνίζει μέσα στο χώρο του ιδρύματος και τελικά την πετούν στο γυάλινο κιβώτιο - τάφο της. Να σημειωθεί η αηδιαστική λεπτομέρεια πως μέσα στον τάφο υποτίθεται ότι βρίσκονται ματωμένα κομμάτια κρέας με την επιγραφή «Εκτρώσεις αιμομικτών».
Μετά, λοιπόν, απ’ αυτή τη σύντομη σκιαγράφηση της παράστασης, επανέρχομαι στο αρχικό μου ερώτημα περί του τι τελικά θεωρείται τέχνη, δίχως ακόμη να διαθέτω απάντηση. Η αποδόμηση και ο ωμός χλευασμός στα αρχετυπικά ήθη και αξίες του ανθρώπου, πλέον έχει μετατραπεί σε καλλιτεχνικό ρεύμα. Κανείς δε μπορεί να πει «γιατί συμβαίνει αυτό;», αφού η τέχνη είναι οντότητα ζωντανή και συνεχώς εξελισσόμενη. Όμως, ο προβληματισμός μου έγκειται στον τρόπο με τον οποίο κανείς επιτελεί αυτή την αποδόμηση.
Πριν λίγο καιρό βρέθηκα πάλι στη Στέγη, στην παράσταση του Κονσταντίν Μπογκομόλοφ «Δαιμονισμένοι», σε μια διασκευή του ομώνυμου κειμένου του Ντοστογιέφσκι, με το διεθνή Ρώσο σκηνοθέτη να παρουσιάζει κι εκείνος τη μέθοδο της αποδόμησης στο έργο του, στοχοποιώντας τη θρησκεία. Η τεράστια και θεμελιώδης αντίθεση των δύο σκηνοθετών αποτυπώνεται στην απαράμιλλη κομψότητα και το λεπτεπίλεπτο σχεδιασμό της παράστασης του Μπογκομόλοφ, σε αντίθεση με το χοντροκομμένο και ακαλαίσθητο αποτέλεσμα της Κιτσοπούλου. Να επισημανθεί πως στους Δαιμονισμένους, ολόκληρο το κατασκεύασμα που ονομάζεται θρησκεία, κατακερματίστηκε χωρίς να χρησιμοποιηθεί υβριστικός χαρακτηρισμός, σε αντίθεση με την Κιτσοπούλου που έπρεπε να χυδαιολογήσει μέχρι αηδίας για να περάσει το, ας πούμε, μήνυμά της.
Σίγουρα το έργο είχε κάποιες ενδιαφέρουσες σκηνές και ακούστηκαν φράσεις και ιδέες ως προς την ανάγνωση της Αντιγόνης που διήγειραν την σκέψη των θεατών. Στο πρώτο τμήμα, συγκεκριμένα, με μια σουρεαλιστική συλλογιστική, οι σκιέρ κατέληξαν σε συμπεράσματα όπως εκείνο που θέλει την Αντιγόνη να επιδιώκει το θάνατό της, γοητευμένη από την οπτική της παραβίασης των νόμων του θείου της, παίρνοντας το ρίσκο να θάψει τον αδελφό της. Βέβαια, όλο αυτό το συμπέρασμα συσχετίστηκε με την ανάγκη των σκιέρ να βρεθούν σε πίστες και βουνά που το χιόνι είναι απάτητο και άρα επικίνδυνο, διακωμωδώντας έτσι την αξία της επιχειρηματολογίας. Στο γενικότερο πλαίσιο, η τραγική ηρωίδα του Σοφοκλή απεικονίστηκε ως μια έφηβη, άμυαλη επαναστάτρια που πάει κόντρα στον καταπιεστικό θείο της με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί γι’ αυτήν της την πράξη. Η αναχρονιστική σκηνή των τριών αστυνομικών που συλλαμβάνουν τη νεαρή κοπέλα και την κλείνουν στο γυάλινο τάφο της, αποτελεί σίγουρα σημείο επικριτικό τόσο για τους σημερινούς νέους όσο και για τη δύναμη των «υπερασπιστών» του νόμου. Γενικά, το πλάνο της Κιτσοπούλου δε στάθηκε μόνο στις εξατομικευμένες Αντιγόνες και Κρέοντες του σήμερα, αλλά άσκησε κριτική και ευρύτερα στην κοινωνία με φράσεις όπως «κάποια στιγμή η κοινωνία θα καθρεφτιστεί στον καθρέφτη της» είτε σε μια στιγμή ευρύτερου σαρκασμού του παντογνώστη Έλληνα «όποιος δεν ξέρει ποιά είναι η Αντιγόνη, να φύγει από την αίθουσα!» και «όλοι τα ξέρουν όλα εδώ μέσα».
Μέχρι ένα σημείο, το πρώτο μέρος είχε ενδιαφέρον και ενίοτε χιούμορ. Όμως, το φιτίλι άναψε από τη στιγμή που η κοπέλα εκ των σκιέρ, άρχισε να περιγράφει με απόλυτη λεπτομέρεια, αρχικά πως έκανε έκτρωση πάνω στο βουνό, κατά τη διάρκεια του σκι, χρησιμοποιώντας το κοντάρι του σκι και στη συνέχεια για τον τρόπο με τον οποίο συνουσιαζόταν με τον πατέρα του παιδιού της και αδικοχαμένο, στο σκι, Τάκη. Πραγματικά τα όσα ακολούθησαν επί σκηνής μάλλον είχαν ξεφύγει από κάποιο κακόγουστο και τραγελαφικό εφιάλτη της συγγραφέως. Μέχρι και Άη Βασίληδες εμφανίσθηκαν μπροστά στο σαστισμένο κοινό, με τους θεατές να ανταλλάσσουν αρκετά συχνά βλέμματα απόγνωσης και απορίας για το λόγο που συνεχίζουν να μένουν στην αίθουσα, παρακολουθώντας ασυναρτησίες. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να φύγουν κατά τη διάρκεια της παράστασης, αλλά αυτό δε φαντάζει διόλου παράταιρο στα έργα της Κιτσοπούλου. Τελικά, ολόκληρο το νόημα της Αντιγόνης χάθηκε κάπου ανάμεσα στον πνευματώδη λόγο και την «τρέλα» της σκηνοθέτιδας. Μέχρι και ροζ τηλεφωνική γραμμή για αιμομίκτες είδαν τα μάτια μας.
«Τι τελικά θεωρείται τέχνη;» αναρωτιέμαι έχοντας παρακολουθήσει αυτό το… κατασκεύασμα. Στην τελευταία σκηνή του έργου, κάνει την εμφάνισή της η Κιτσοπούλου στο ρόλο του υπεύθυνου του χώρου ονόματι Λάζαρου Λαζαρίδη, την αιμόφυρτη Αντιγόνη να χτυπιέται πίσω της στον γυάλινο τάφο, ξεψυχώντας σιγά σιγά, και συνεχίζει το ντελιριακό της λόγο, προφέροντας μερικές λέξεις πραγματικά εξοργιστικές, «Νομίζετε πως έφυγα; Γελιέστε. Από δω και πέρα θ' ακούτε τη φωνή μου όπου βρεθείτε κι όπου σταθείτε!» Τόση, λοιπόν, υπερβολή και εντυπωσιοθηρία αφορμήθηκε, μάλλον, απ' τη δίχως όρια και φραγμούς ματαιοδοξία μίας γυναίκας που πλέον απαιτεί την υπακοή του κοινού, υπογράφοντας αυτή την άποψη με την προτροπή των θεατών να μη χειροκροτήσουν τους πραγματικά εξαιρετικούς, ερμηνευτικά, ηθοποιούς της, αφού δήθεν πρόκειται για στιγμή πένθους. Και έχει δίκιο. Απλά το πένθος έγκειται στα χρήματα των θεατών κι όχι στην ενταφιασμένη Αντιγόνη, δυστυχώς…
Συντελεστές Παράστασης
Σκηνοθεσία και συγγραφή: Λένα Κιτσοπούλου
Πρωταγωνιστούν: Λένα Κιτσοπούλου, Σοφία Κόκκαλη, Ανδρέας Κοντόπουλος, Γιάννης Τσορτέκης, Πέτρος Γεωργοπάλης, Νικολέτα Γκριμέκη, Βασίλης Σαφός
Σκηνικά & Κοστούμια: Έλλη Παπαγεωργακοπούλου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Βίντεο: Άγγελος Παπαδόπουλος
Σχεδιασμός Ήχου: Κώστας Μπώκος
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαριλένα Μόσχου
Βοηθοί Σκηνογράφου - Ενδυματολόγου: Δημήτρης Αγγέλης, Τζίνα Ηλιοπούλου, Μυρτώ Λάμπρου
Boηθός Παραγωγής: Τζέλα Χριστοπούλου
Εκτέλεση Παραγωγής: POLYPLANITY Productions / Γιολάντα Μαρκοπούλου & Βίκυ Στρατάκη
Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Συντελεστές του βίντεο, το οποίο προβάλλεται κατά τη διάρκεια της παράστασης:
Οπερατέρ: Άγγελος Παπαδόπουλος
Ηχοληψία: Φίλιππος Μάνεσης
Παίζουν: Πέτρος Γεωργοπάλης, Νικολέτα Γκριμέκη, Λένα Κιτσοπούλου, Σοφία Κόκκαλη, Mυρτώ Κοντονή, Ανδρέας Κοντόπουλος, Γιάννης Κότσιφας, Ειρήνη Κότσιφα, Μαριλένα Μόσχου, Άγγελος Παπαδημητρίου, Βασίλης Σαφός, Σταύρος Τσιτσόπουλος, Γιάννης Τσορτέκης
Σχετικό θέμα