«Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1994, όταν αρκετοί από εμάς ήμασταν πιτσιρίκια και ορισμένοι από όσους μας διαβάζετε ήσασταν ενδεχομένως αγέννητοι. Εκτός από την εισπρακτική επιτυχία, που δεν είναι διόλου αμελητέα, η ταινία έγινε σημείο αναφοράς και έμπνευσης για αρκετές γενιές παιδιών. Ενάμισι χρόνο αργότερα κυκλοφόρησε το “Toy Story”, η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της Pixar, που αποτέλεσε την απαρχή της ψηφιακής εποχής στον χώρο των κινουμένων σχεδίων. Έχοντας πλέον αγοράσει την Pixar, η Disney παρουσίασε την νεότερη εκδοχή της στην κλασική πλέον ιστορία, ακριβώς στην 25η επέτειο κυκλοφορίας του πρωτότυπου «Βασιλιά των Λιονταριών». Στην καρέκλα του σκηνοθέτη βρίσκεται ο Jon Favreau, που είχε πρωτοχρησιμοποιήσει την τεχνική της «φωτορεαλιστικής απεικόνισης» (περισσότερα για τα τεχνικά θα πούμε παρακάτω) στην αναβίωση του «Βιβλίου της Ζούγκλας» το 2016.
Θεωρώ δεδομένο ότι δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις για τον νεαρό Σίμπα, τον γιο του βασιλιά Μουφάσα, που αυτοεξορίζεται μετά από τη συνωμοσία του θείου του Σκαρ, ο οποίος σφετερίζεται τον θρόνο. Αφού περιπλανηθεί και ωριμάσει, ο Σίμπα θα κληθεί να επιστρέψει και να ανακτήσει τη θέση του στο βασίλειο, δικαιώνοντας τη μνήμη του πατέρα του και τα όνειρα των υπηκόων του.
Παρότι η ταινία είναι μισή ώρα μεγαλύτερη σε διάρκεια από την πρωτότυπη φτάνοντας τις δύο ώρες, η ιστορία ελάχιστα διαφοροποιείται, δανειζόμενη στοιχεία και από την θεατρική εκδοχή που ανέβηκε το 1997 και παίζεται ασταμάτητα από τότε περιοδεύοντας ανά τον κόσμο. Σε ορισμένα σημεία μάλιστα ο Favreau ακολουθεί σχεδόν ευλαβικά ακριβώς τις ίδιες γωνίες λήψεις, κάνοντας επίκληση στη μνήμη των θεατών. Δείτε εδώ μια σύγκριση σκηνών από το τρέιλερ της ταινία με την πρωτότυπη του 1994. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται εξαρχής μια αίσθηση οικειότητας που μαγνητίζει. Η νεότερη γενιά, που παρακολουθεί την τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων, έχει επίσης την ευκαιρία να δει αγαπημένους της χαρακτήρες να ζωντανεύουν με έναν πρωτόγνωρο τρόπο, αν και δημιουργούνται ορισμένα ερωτήματα (π.χ. παρακολουθούμε τον Σίμπα ή τον Κίον;).
Μια μόνο ματιά στο τρέιλερ αρκεί για να πιστοποιήσει την αληθοφάνεια των ζώων και των τοπίων. Το πιτσιρίκι που καθόταν στην πίσω σειρά σχεδόν ορκιζόταν ότι πρόκειται για πραγματικά ζώα, μέχρι που αυτά άρχισαν να μιλούν. Δεν του χάλασα το παραμύθι, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι όλα όσα βλέπουμε στην ταινία αποτελούν ψηφιακά εφέ. Η τεχνική έχει ονομαστεί «φωτορεαλιστική απεικόνιση» και ουσιαστικά αποτελεί μετεξέλιξη της εικονικής πραγματικότητας. Αφού ο σκηνοθέτης επιλέξει τις σκηνές, οι τεχνικοί-σχεδιαστές δημιουργούν τα ψηφιακά μοντέλα, στα οποία «δίνεται ζωή» χρησιμοποιώντας αληθινό καταγεγραμμένο υλικό. Ακολούθως, μέσω της τεχνικής της εικονικής πραγματικότητας ο σκηνοθέτης και οι βοηθοί του βυθίζονται στον τρισδιάστατο κόσμο που έχτισαν οι σχεδιαστές και επιλέγουν τις γωνίες λήψης. Στη συνέχεια, ο διευθυντής φωτογραφίας ρυθμίζει τον φωτισμό και η δράση ξεκινά. Η απουσία του ανθρώπινου παράγοντα που υπήρχε στο «Βιβλίο της Ζούγκλας» (ο Μόγλης) σημαίνει ότι παύει η ανάγκη χρήσης ηθοποιών μπροστά σε μια μπλε ή πράσινη οθόνη ή ακόμα και η χρήση κασκαντέρ για να προσομοιώσουν τις κινήσεις των χαρακτήρων (κάτι που έκανε ο Tim Burton στην πρόσφατη εκδοχή του για το «Ντάμπο»). Ακόμα και οι ίδιες οι κάμερες είναι στην ουσία τους ψηφιακές.
Μια ταινία με τόσο πρωτοποριακή τεχνολογία θα μπορούσε πολύ εύκολα να εξελιχθεί σε ένα διαφημιστικό, σε μια εναλλαγή εικόνων με άσκοπη πολυπλοκότητα, που θα επιδεικνύει «όλα όσα είναι πλέον εφικτά». Ο Favreau δεν πέφτει σε αυτή την παγίδα. Η σκηνοθεσία του είναι απολύτως προσγειωμένη και δεν γίνεται στιγμή αυτάρεσκη. Δεν πρόκειται βέβαια για ντοκιμαντέρ, παρά για ταινία φαντασίας. Αλλά και η φαντασία εισάγεται σκηνοθετικά συνετά και μεθοδικά, ακόμα και σε καινούργιες σκηνές, όπως στην αποκάλυψη του Ραφίκι ότι ο Σίμπα είναι ζωντανός (μια σκηνή που θυμίζει έντονα το “Forrest Gump”).
Παρότι δεν βρήκα κάποιο εμφανές ψεγάδι στην ταινία, θεωρώ ότι το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό: όλα είναι τόσο «τέλεια», τόσο «αληθοφανή». Προσπαθεί υπερβολικά να μοιάσει με ντοκιμαντέρ του National Geographic ή του BBC Earth, παρά με ταινία μυθοπλασίας. Από τη μία, ειλικρινά αναρωτιέμαι τι έχει να προσφέρει στα παιδιά του σήμερα η ιστορία του «Βασιλιά των Λιονταριών». Οι τρόποι αφήγησης έχουν εξελιχθεί, ενώ οι ιστορίες και τα παραμύθια έχουν γίνει πολυεπίπεδα. Σίγουρα δεν υπάρχει η απαίτηση να είναι κάθε ταινία κινουμένων σχεδίων (γιατί τέτοια είναι ξεκάθαρα και ο νέος «Βασιλιάς των Λιονταριών») πρωτότυπη σαν το Inside Out (ελλ. τίτλος «Τα μυαλά που κουβαλάς») , μαγευτική σαν το Spirited Away (ελλ. τίτλος «Ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων») και ονειροπόλα σαν το WALL·E.
Και αυτό δεν αποτελεί κανενός είδους «κατηγορώ» για την πρωτότυπη ταινία. Ωστόσο, θεωρώ ότι η νέα ταινία πρέπει να κριθεί με σημερινούς όρους και -ει δυνατόν- χωρίς συναισθηματισμούς και όρους νοσταλγίας.
Με τα χρώματα να ξεθωριάζουν σε πενήντα αποχρώσεις του μπεζ και τη μαγεία να υποκαθίσταται από την ρεαλιστικότητα, η υπόθεση μένει γυμνή και αποκαλύπτει όλα τα κενά, τις ευκολίες και τις διαστρεβλώσεις της:
ο περιβόητος «κύκλος της ζωής» είναι φαύλος και απλώς ανακυκλώνει το status quo·
η φτώχεια και η ανέχεια (ύαινες) κρύβονται εκεί που δεν βλέπει ο ήλιος·
οι γυναίκες (λέαινες) είναι φύσει και θέσει αδύναμες·
ο απόλυτος κακός (Σκαρ) δεν χρειάζεται καν background story, γεννήθηκε και θα πεθάνει κακός, μπορεί και να είναι γονιδιακό, το βλέπεις άλλωστε και στη μορφή του·
οι κακουχίες υποφέρονται παθητικά εν αναμονή του σωτήρα (Σίμπα).
Έχοντας προφανώς στερέψει από δημιουργικές ιδέες, η Disney αναλώνεται σε remakes κλασικών ταινιών της. Αυτό που ξεκίνησε το 2017 με την «Πεντάμορφη και το Τέρας», συνεχίζεται φέτος με τα «Ντάμπο», «Αλαντίν», και «Βασιλιά των Λιονταριών» και δυστυχώς θα συνεχιστεί οσονούπω με την «Λαίδη και τον Αλήτη», την «Μουλάν», τον «Πινόκιο», ακόμα και την «Μικρή Γοργόνα» (όπου πρόσφατα επιβεβαιώθηκε ότι θα δούμε τον Javier Bardem μαζί με την Halle Bailey). Και τονίζω το «δυστυχώς», γιατί αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλος λόγος πέρα από τον προφανή (είναι πολλά τα λεφτά ...).
Καθώς η ταινία παραμένει μιούζικαλ, πραγματικά μετάνιωσα που την είδα μεταγλωττισμένη στα ελληνικά. Ένα μεγάλο ποσοστό της απόλαυσης χάνεται από τη μεταγλώττιση. Στην πρωτότυπη εκδοχή ο Donald Glover (που δημιουργεί μουσική ως Childish Gambino) ενσαρκώνει τον Σίμπα, η Beyoncé την Νάλα, οι κωμικοί Billy Eichner και Seth Rogen τους Τιμόν και Πούμπα, ο John Oliver τον Ζάζου και ο James Earl Jones τον Μουφάσα (ο μοναδικός από την πρώτη ταινία στον ίδιο ρόλο).
Στην ελληνική μεταγλώττιση ακούγονται μεταξύ άλλων οι: Γιάννης Λάφης (Σίμπα), Εύα Τσάχρα (Νάλα), Φοίβος Ριμένας (Τιμόν), Βασίλης Μήλιος (Πούμπα), Δημήτρης Μάριζας (Ζάζου) και Χρήστος Αμβράζης (Μουφάσα).
«Ο Βασιλιάς των Λιονταριών» κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες σε διανομή της Feelgood Entertainment.
Διαβάστε ακόμα