Έχουμε διανύσει αισίως το δεύτερο μήνα της «μετά κορονοϊού εποχής». Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι το φθινόπωρο θα πρέπει να αναμένουμε ένα νέο κύμα κρουσμάτων που ενδεχομένως συνοδευτούν από έναν ακόμη εγκλεισμό, ίσως όχι ανάλογο της κλίμακας που γνωρίσαμε. Διότι, κακά τα ψέματα, καμία οικονομία δεν είναι αρκετά αυτάρκης και κανένα κράτος δεν είναι οργανωμένο σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να ανταπεξέλθει των προκλήσεων που προκαλούνται από το πάγωμα της παγκόσμιας αγοράς. Εντούτοις, φαντάζει σχεδόν βέβαιο πως τους επόμενους μήνες θα κληθούμε εκ νέου να τηρήσουμε αποστάσεις και να περιορίσουμε ό,τι εντάσσεται στη σφαίρα των «μη αναγκαίων» μετακινήσεων και συναναστροφών. Στην περίπτωση που ένα τέτοιο σενάριο επιβεβαιωθεί, οι τέχνες θα «χτυπηθούν» ξανά πρώτες, αφού αυτομάτως συναυλιακοί χώροι, κινηματογράφοι, εκθέσεις, θεατρικές σκηνές θα κληθούν να επαναφέρουν το lockdown τους. Όσοι χώροι, δε, επιχειρήσουν να ανοίξουν, θα πρέπει να το κάνουν τηρώντας κανόνες υγιεινής και έχοντας ποσοστώσεις πληρότητας, γεγονός που αυτομάτως είτε θα περιορίσει το κέρδος τους είτε θα καταστήσει αναμφίβολη την επιτυχία του εγχειρήματος.
Σε προηγούμενο μας άρθρο, ο Γιώργος Μπαλιώτης είχε καταθέσει τις προτάσεις και τους προβληματισμούς του γύρω από τη διεξαγωγή των συναυλιών και το πώς η τεχνολογία του live streaming ή του video on demand μπορεί να δώσει ανάσα στη μουσική την περίοδο που διανύουμε. Στο παρόν κείμενο, θα προβληματιστούμε για το κατά πόσο τέτοιου είδους υπηρεσίες μπορούν να βρουν εφαρμογή και στον χώρο του θεάτρου.
Ας ξεκινήσουμε από την παρατήρηση πως κατά τη διάρκεια των δύο μηνών εγκλεισμού κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο ουκ ολίγες δωρεάν παραστάσεις. Οι περισσότερες αποτελούσαν αρχειακό υλικό από παλαιότερες παραγωγές, με εξαίρεση το Θέατρο Τέχνης που πρόσφερε τη δυνατότητα προβολής των έργων του που διακόπηκαν λόγω του ιού με ελάχιστο αντίτιμο. Ας προχωρήσουμε ένα βήμα περαιτέρω τον προβληματισμό μας με την παραδοχή πως η πλειονότητα των μαγνητοσκοπημένων έργων ήταν κακής ποιότητας, όχι όσον αφορά το τεχνικό θεατρικό σκέλος τους (ερμηνείες, κείμενο, σκηνοθεσία), αλλά ως προς την κινηματογράφησή τους, την εικόνα και τον ήχο που εμφανιζόταν ως τελικό αποτέλεσμα στην οθόνη μας. Σε αυτό το σημείο, βέβαια, δεν θα πρέπει να φανούμε σκληροί, ούτε θα πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η κινηματογράφηση των παραστάσεων αυτών προοριζόταν μάλλον για το αρχείο και όχι για ευρεία προβολή. Η τελευταία, δε, προέκυψε ως ανάγκη των καλλιτεχνών και των θεατρικών σκηνών να προσφέρουν ένα υποκατάστατο και μια συντροφιά στο κοινό τους.
Θα μπορούσε η κινηματογράφηση των παραστάσεων και η μεταγενέστερη προβολή τους ή ακόμα και η ζωντανή μετάδοσή τους να ενταχθεί δυναμικά στο χώρο του θεάτρου;
Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, καθότι μια τέτοια κίνηση θα συντελούσε στην αλλοίωση του θεατρικού προϊόντος, τουλάχιστον με την μορφή που το γνωρίζουμε. Όσο καλής ποιότητας και να είναι η κινηματογράφηση μιας θεατρικής παράστασης - χαρακτηριστικό παράδειγμα προς μίμηση αποτελούν οι αναμεταδόσεις της Στέγης - επί της ουσίας τροποποιείται «το DNA της». Από τη στιγμή που μια κάμερα κινείται περιμετρικά της σκηνής, καταγράφει και αναμεταδίδει τα τεκταινόμενα, από την στιγμή που μεταξύ πομπού και δέκτη παρεμβάλλεται ένα μέσο, παράγεται κατ' ουσίαν ένα άλλο προϊόν. Η φόρμα που ακολουθεί ένα θεατρικό έργο ενδεχομένως να μην μεταβληθεί, εντούτοις η απόσχιση του ηθοποιού από το κοινό του ομοιάζει περισσότερο με κινηματογράφο παρά με θέατρο. Η δίοδος επικοινωνίας που ανοίγεται πάνω στη σκηνή μεταξύ ηθοποιού και θεατή, δυστυχώς δεν μπορεί να μεταδοθεί δια μέσου της κάμερας. Το συναίσθημα και το δέος που νιώθεις ως θεατής στο θέατρο είναι αδύνατον να τα βιώσεις από την άνεση του καναπέ σου. Δεδομένου ότι η κινηματογράφηση σε κατευθύνει σε σκηνές και επιλέγει τι θα δεις και σε ποια σημεία και πρόσωπα θα πρέπει να εστιάσεις, χάνεις αυτομάτως ως θεατής την ολική θέαση της σκηνής και την επαφή με όλους τους ηθοποιούς που βρίσκονται σε αυτή.
Το ερώτημα που εγείρεται, πλέον, είναι «πρέπει να αποφεύγουμε την θέαση live streaming ή των οn demand παραστάσεων»; Δεδομένου πως οι τελευταίες ελλείψει θεατρικότητας υστερούν εν συγκρίσει με τις «κανονικές» παραστάσεις.
Αν λάβουμε υπόψιν πώς έχει και πώς μέλλει να εξελιχθεί το 2020, θεωρώ ότι οι παραστάσεις με τη μορφή που τις γνωρίζαμε είτε θα σταματήσουν να υφίστανται, τουλάχιστον για την χειμερινή σεζόν, είτε θα περιοριστούν στις μεγάλες σκηνές. Ως εκ τούτου, live streaming ή οn demand παραγωγές φαντάζουν ως «αναγκαίο κακό» που θα πρέπει να λάβουν την υποστήριξή μας, διότι πίσω από αυτές είναι επαγγελματίες που προσπαθούν να δημιουργήσουν και να ζήσουν μέσα από την τέχνη τους. Η πληγή που επέφερε στο ελληνικό θέατρο το lockdown των περασμένων μηνών σε καλλιτεχνικό/δημιουργικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο, η περιορισμένη και υπό προϋποθέσεις αρωγή που έλαβαν από τους κρατικούς φορείς οι εργαζόμενοι του χώρου, καθώς και το μειωμένο καλοκαιρινό πρόγραμμα των παραστάσεων, μπορούμε εύκολα να αναλογιστούμε τις δυσκολίες που θα κληθούν να υπερβούν όσοι βιοπορίζονται από το θέατρο. Ως θεατές, ίσως να μην έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε μεγάλες αλλαγές, εντούτοις μπορούμε να προσφέρουμε με όσα μέσα μας διατίθενται την υποστήριξή μας προς την τέχνη και τους ανθρώπους που αγαπάμε.
Διαβάστε ακόμα: Ρωμαίε, Ρωμαίε, γιατί δε φιλάς πια την Ιουλιέτα;