Περισσότερα από δυόμιση χιλιάδες χρόνια πριν, στο αρχαίο θέατρο του Διονύσου κάτω απ' την Ακρόπολη, πάνω σε μία ξύλινη κατασκευή, ένας απλός άνθρωπος, κατά τη διάρκεια ενός διθυράμβου, μάλλον ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει στους Θεούς. Βγήκε στο κέντρο της σκηνής κι ενσάρκωσε μία φωνή που ποτέ κανείς δεν είχε ακούσει, αλλά όλοι γύρω του πίστευαν πως υπήρχε. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, γεννήθηκε το θέατρο όπως το ξέρουμε σήμερα σ' ολόκληρο τον πλανήτη. Η αρχαία τραγωδία αποτέλεσε τον πρώτο χώρο ελεύθερης έκφρασης των θνητών προς τους αθάνατους. Κάτω απ' το φως του Ήλιου, οι ήρωες των μεγάλων τραγωδιών και κωμωδιών εμφανίζονταν για να εκφράσουν τα προβλήματά τους. Καμία ιδιωτική σκηνή δεν υπήρχε, αφού τα πάντα λάμβαναν χώρα μπροστά στα μάτια των χιλιάδων θεατών.
Περίπου 150 χρόνια πριν από σήμερα, μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Στρίντμπεργκ, καινοτόμησαν δημιουργώντας μικρά θεατράκια, χωρίς υπερυψωμένες σκηνές και με μεγάλη εγγύτητα μεταξύ του σκηνικού χώρου και των θεατών, προκειμένου να στεγάσουν τα αστικά τους δράματα, όπως αργότερα ονομάστηκαν. Οι ιδιωτικές σκηνές πλέον ήταν απαραίτητες. Οι ηθοποιοί δημιουργούσαν με το παίξιμό τους το λεγόμενο «τέταρτο τοίχο» και ζούσαν τα δράματά τους δίχως ν' απευθύνονται άμεσα στο κοινό. Η έννοια του Θεού είχε αρχίσει να εκλείπει.
Καθώς περιμένουν οι δύο αυτές υπάρξεις, συναντούν στο δρόμο τους διάφορες άλλες υπάρξεις. Ο συμβολισμός στο συγκεκριμένο έργο του Μπέκετ χρίζει μέχρι και σήμερα ανάλυσης και κατανόησης. Κατά τον Γιάννη Κακλέα, η μόνη ύπαρξη που ήταν άξια παρουσίας στη σκηνοθεσία του ήταν αυτή του Πόντζο και του ανθρωπόμορφου σκύλου του, Λάκι. Ο Πόντζο ενσαρκώνει κάθε άνθρωπο που επιλέγει να εκμεταλλευτεί άλλους ανθρώπους. Ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Κάθε άνθρωπο που δημιουργεί εργάτες, δούλους, υπηρέτες... Ο Λάκι απ' την άλλη, απεικονίζει ολόκληρη τη δεύτερη κατηγορία - τους περισσότερους από εμάς. Ο αυτάρεσκος Πόντζο του Άρη Σερβετάλη, με τη λεπτή, οριακά τσιριχτή φωνή και το, δεμένο γύρω απ' το σώμα του, λουράκι-σκοινί του δούλου του, βγαλμένος από ένα εξπρεσιονιστικό σύμπαν, διέφερε αισθητά απ' οτιδήποτε άλλο παρουσιάστηκε πάνω στη σκηνή του θεάτρου Βράχων του Βύρωνα. Μόνο ο Λάκι του Ορφέα Αυγουστίδη, αυτή η συγκινητική, κινούμενη μαριονέτα, που μόνο για μια στιγμή της επετράπη να αρθρώσει λόγο, εμφανίστηκε ισάξια σε ενδιαφέρον με τον Πόντζο. Με ελαφράδα, αδιανόητη ακρίβεια, εξαιρετικό χιούμορ ανά σημεία και εμφανές βάθος στο λόγο που εξέφεραν, οι δύο αυτοί ηθοποιοί, ουσιαστικά, έσωζαν με την παρουσία τους ολόκληρη την, κατά τα άλλα, κάπως παρωχημένη παράσταση.
Γυρίζοντας, όμως, στην εισαγωγή μου, το έργο αυτό μου δημιούργησε ξανά μία απορία: Γίνεται να παιχτούν όλα τα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου σε ανοιχτό θέατρο; Είναι δυνατόν να βλέπουμε σε ανοιχτό χώρο, θεατρικά έργα γραμμένα για κλειστούς χώρους; Και κατά πόσο η χρήση μικροφώνων σε μία παράσταση ανοιχτού χώρου προσδίδει το οτιδήποτε στην ίδια την παράσταση πέραν της κατανόησης, ακόμη κι απ' τον ίδιο το σκηνοθέτη, πως κάποια έργα γράφτηκαν για κλειστά θέατρα; Προσωπικά, το «Περιμένοντας Τον Γκοντό» του Κακλέα δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να ανταπεξέλθει στις φυσικές δυσκολίες ενός ανοιχτού χώρου. Ήταν τόσο άδεια η σκηνή που, πραγματικά, μερικές στιγμές σε συγκινούσε η προσπάθεια των ηθοποιών να τη γεμίσουν με όποιον τρόπο!
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΛΕΑΣ
ΣΚΗΝΙΚΑ: ΣΑΚΗΣ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗΣ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΛΕΑΣ
ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: ΗΛΕΝΙΑ ΔΟΥΛΑΔΙΡΗ
ΦΩΤΙΣΜΟΙ: ΣΑΚΗΣ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΙΝΗΣΗΣ: ΑΡΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗΣ-ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΡΟΜΠΟΥΚΗ
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: ΑΡΗΣ ΚΑΚΛΕΑΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΟΚΑΣ
Περίπου 150 χρόνια πριν από σήμερα, μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Στρίντμπεργκ, καινοτόμησαν δημιουργώντας μικρά θεατράκια, χωρίς υπερυψωμένες σκηνές και με μεγάλη εγγύτητα μεταξύ του σκηνικού χώρου και των θεατών, προκειμένου να στεγάσουν τα αστικά τους δράματα, όπως αργότερα ονομάστηκαν. Οι ιδιωτικές σκηνές πλέον ήταν απαραίτητες. Οι ηθοποιοί δημιουργούσαν με το παίξιμό τους το λεγόμενο «τέταρτο τοίχο» και ζούσαν τα δράματά τους δίχως ν' απευθύνονται άμεσα στο κοινό. Η έννοια του Θεού είχε αρχίσει να εκλείπει.
Περίπου 70 χρόνια πριν από σήμερα, ο Σάμιουελ Μπέκετ, 20 χρόνια πριν πάρει το Νόμπελ Λογοτεχνίας, έγραψε ένα απ' τα σημαντικότερα έργα του 20ου αιώνα στον απόηχο της λήξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το έργο αυτό μιλούσε για δύο αντιήρωες, το Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, που έχουν βρει κίνητρο για να ζουν και να υπάρχουν, την αναμονή της συνάντησής τους με κάποιον Γκοντό. Ο Γκοντό, που στα αγγλικά είναι GODo, δεν εμφανίζεται ποτέ, όπως ακριβώς και δεν εμφανίστηκε ποτέ κατά τη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων που διέλυσαν τον πλανήτη αφήνοντας πίσω τους πτώματα, ορφανά και συντρίμμια.
Καθώς περιμένουν οι δύο αυτές υπάρξεις, συναντούν στο δρόμο τους διάφορες άλλες υπάρξεις. Ο συμβολισμός στο συγκεκριμένο έργο του Μπέκετ χρίζει μέχρι και σήμερα ανάλυσης και κατανόησης. Κατά τον Γιάννη Κακλέα, η μόνη ύπαρξη που ήταν άξια παρουσίας στη σκηνοθεσία του ήταν αυτή του Πόντζο και του ανθρωπόμορφου σκύλου του, Λάκι. Ο Πόντζο ενσαρκώνει κάθε άνθρωπο που επιλέγει να εκμεταλλευτεί άλλους ανθρώπους. Ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Κάθε άνθρωπο που δημιουργεί εργάτες, δούλους, υπηρέτες... Ο Λάκι απ' την άλλη, απεικονίζει ολόκληρη τη δεύτερη κατηγορία - τους περισσότερους από εμάς. Ο αυτάρεσκος Πόντζο του Άρη Σερβετάλη, με τη λεπτή, οριακά τσιριχτή φωνή και το, δεμένο γύρω απ' το σώμα του, λουράκι-σκοινί του δούλου του, βγαλμένος από ένα εξπρεσιονιστικό σύμπαν, διέφερε αισθητά απ' οτιδήποτε άλλο παρουσιάστηκε πάνω στη σκηνή του θεάτρου Βράχων του Βύρωνα. Μόνο ο Λάκι του Ορφέα Αυγουστίδη, αυτή η συγκινητική, κινούμενη μαριονέτα, που μόνο για μια στιγμή της επετράπη να αρθρώσει λόγο, εμφανίστηκε ισάξια σε ενδιαφέρον με τον Πόντζο. Με ελαφράδα, αδιανόητη ακρίβεια, εξαιρετικό χιούμορ ανά σημεία και εμφανές βάθος στο λόγο που εξέφεραν, οι δύο αυτοί ηθοποιοί, ουσιαστικά, έσωζαν με την παρουσία τους ολόκληρη την, κατά τα άλλα, κάπως παρωχημένη παράσταση.
Στο άκουσμα του ονόματος του Σπύρου Παπαδόπουλου για τη συμμετοχή του στο διασημότερο έργο του Μπέκετ, ξεκίνησε μία πολυεπίπεδη συζήτηση ως προς το αν θα καταφέρει να βγάλει εις πέρας αυτός ο δημοφιλής ηθοποιός μία τόσο υψηλής αισθητικής και καλλιτεχνικής δυσκολίας πρόκληση, όπως είναι ο ρόλος του Εστραγκόν. Κατά την προσωπική μου άποψη, δεν κατάφερε ούτε να πλησιάσει τον μπεκετικό ήρωα. Μαζί με το Θανάση Παπαγεωργίου, έναν πολύπειρο θεατράνθρωπο, επιδόθηκαν σε ένα εκσυγχρονισμένο βαριετέ. Η προσπάθεια για γέλιο ήταν τόσο εμφανής με αποτέλεσμα την αποστροφή του βλέμματός μου απ' τη σκηνή για να χαζέψω το μαγικό αυτό βράχο του θεάτρου του Βύρωνα που δέσποζε πίσω απ' τους ηθοποιούς. Λαϊκό χιούμορ τύπου «Ποιος έκλασε;» όχι απλά δεν ταίριαζε στο έργο, αλλά αποδυνάμωνε και την ίδια τη σκηνική του δύναμη. Χαωμένοι πάνω στην αχανή σκηνή ενός ανοιχτού θεάτρου όπως αυτό του Βύρωνα, οι δύο ηθοποιοί επιδίδονταν σε άσκοπες και ατέρμονες κινήσεις, σε σκαρφαλώματα πάνω στο διαλυμένο αυτοκίνητο του σκηνικού, σε εναγκαλισμούς, αν και υποτίθεται πως δεν επιτρέπονται αν δεν είναι σκηνικά απαραίτητο... Μέχρι και στο διδακτισμό και τη νουθέτηση του κοινού έφτασε σε μία στιγμή ο Θανάσης Παπαγεωργίου αφήνοντάς μας άναυδους. Γενικότερα, όλη τους η σκηνική ύπαρξη θύμιζε παρωχημένο θέατρο δεκαετιών, σαν το θέατρο που μου περιέγραφε ο πατέρας μου όταν ήμουν ακόμη παιδάκι και πηγαίναμε τα καλοκαίρια να δούμε παραστάσεις. Αν αυτό το στοιχείο αποτέλεσε σκηνοθετική επιλογή του Γιάννη Κακλέα, τότε οι ηθοποιοί την εκτέλεσαν άψογα! Βέβαια, αυτή η επιλογή μείωσε τόσο πολύ τον ίδιο το λόγο του Μπέκετ και το βάθος του, τον έκανε προφορικό, πρόχειρο και λαϊκό, που πλέον δε βλέπαμε το έργο του συγγραφέα, αλλά αυτή καθ' αυτή την ιδέα του σκηνοθέτη πάνω στο έργο του Μπέκετ - ένα, ούτως ή άλλως, ευρέως παρουσιασμένο φαινόμενο στο ελληνικό θέατρο.
Γυρίζοντας, όμως, στην εισαγωγή μου, το έργο αυτό μου δημιούργησε ξανά μία απορία: Γίνεται να παιχτούν όλα τα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου σε ανοιχτό θέατρο; Είναι δυνατόν να βλέπουμε σε ανοιχτό χώρο, θεατρικά έργα γραμμένα για κλειστούς χώρους; Και κατά πόσο η χρήση μικροφώνων σε μία παράσταση ανοιχτού χώρου προσδίδει το οτιδήποτε στην ίδια την παράσταση πέραν της κατανόησης, ακόμη κι απ' τον ίδιο το σκηνοθέτη, πως κάποια έργα γράφτηκαν για κλειστά θέατρα; Προσωπικά, το «Περιμένοντας Τον Γκοντό» του Κακλέα δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να ανταπεξέλθει στις φυσικές δυσκολίες ενός ανοιχτού χώρου. Ήταν τόσο άδεια η σκηνή που, πραγματικά, μερικές στιγμές σε συγκινούσε η προσπάθεια των ηθοποιών να τη γεμίσουν με όποιον τρόπο!
Τέλος, θέλω να σταθώ σε κάτι ακόμη. Η προσωπική μου ανάγνωση της σκηνοθεσίας του Κακλέα στο έργο του Μπέκετ είναι πως προσπάθησε να ρίξει πάνω στη σκηνή τρεις γενιές ανθρώπων-ηθοποιών απεικονίζοντας έτσι το κοινωνικό τέλμα της Ελλάδας εδώ και χρόνια. Οι εκπρόσωποι του «παλιού θεάτρου» (χωρίς να χρησιμοποιώ τη φράση παλιό με αρνητικό πρόσημο παρά ως τρόπο επικοινωνίας της σκέψης μου) Θ. Παπαγεωργίου και Σ. Παπαδόπουλος, έμοιαζαν με ήρωες ξεχασμένους απ' το ρου της ιστορίας. Παρατημένους σ' έναν σκηνικό σκουπιδότοπο, μ' ένα αυτοκίνητο που δε λειτουργεί πια κι ένα μεταλλικό, σκηνικό τοίχο με ρόδες που θύμιζε βαγόνι τρένου, μέχρι και σήμερα περιμένουν ακόμη τη συνάντηση που θα τους αλλάξει τη ζωή, αποκτώντας, έτσι, και λόγο ύπαρξης. Ξεχασμένοι από τους πάντες, χωρίς προγόνους και απογόνους παρά μονάχα ο ένας για τον άλλο, «βρώμισαν» απ' τα καυσαέρια της ζωής που συνεχίζεται χωρίς εκείνους. Μόνη τους ψυχαγωγία τα παιχνίδια που έπαιζαν μεταξύ τους εδώ και χρόνια. Οι «σύγχρονοι ηθοποιοί», Α. Σερβετάλης και Ο. Αυγουστίδης, επιδιδόμενοι σ' ένα κινησιολογικά φλύαρο και φωνητικά εντυπωσιοθηρικό (και εντυπωσιακό εξίσου) παιχνίδι, απεικόνιζαν μια γενιά ανθρώπων-ηθοποιών που η ζωή τους ανήκει τώρα. Έφτασε η ώρα τους να πάρουν τα ινία. Όμως, αργά ή γρήγορα θα μετατραπούν κι εκείνοι σε έκπτωτοι πρίγκιπες. Τέλος, η «νέα γενιά» ανθρώπων-ηθοποιών εκπροσωπήθηκε απ' το γιο του Γιάννη Κακλέα, Άρη Κακλέα, και την Αγγελική Τρομπούκη. Τα δύο αυτά παιδιά υπήρχαν στην παράσταση χωρίς να γίνει ποτέ κατανοητός ο λόγος. Ο Άρης Κακλέας, μιλώντας κιόλας επί σκηνής, ανέδειξε πόσο δεν έχει πρακτική σχέση με την υποκριτική και, γενικότερα, είναι άξιο απορίας αν ο Γιάννης Κακλέας βλέπει με αυτό τον τρόπο την νέα γενιά ηθοποιών - ως ανθρώπους που καμία σχέση δεν έχουν με το θέατρο.
Ειδική μνεία πρέπει να κάνω, κλείνοντας, και στην εταιρεία παραγωγής του συγκεκριμένου θεάματος ή την όποια Αρχή του δημοτικού θεάτρου Βύρωνα. Εν καιρώ υγειονομικής κρίσης και αυστηροποίησης των μέτρων προστασίας σε δημόσιους χώρους, καμία μέριμνα δε φάνηκε να υπήρξε κατά την «πρώτη παράσταση του φετινού καλοκαιριού» μετά από σχεδόν τέσσερις μήνες αποχής του φιλοθεάμονος κοινού απ' τους θεατρικούς χώρους. Αποστάσεις δεν τηρούνταν ούτε για αστείο. Οι ταξιθέτες δεν υπήρχαν πουθενά στο χώρο ώστε να διασφαλίσουν την τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων. Δεν υπήρξε η παραμικρή ενημέρωση για προσέλευση του κοινού συγκεκριμένη ώρα πριν την παράσταση, ώστε να αποφευχθεί ο συνωστισμός στην είσοδο. Οι εργαζόμενοι στην καντίνα του θεάτρου δε φορούσαν μάσκες προστασίας, ενώ δεν υπήρχε και μηχάνημα POS προκειμένου να προτιμηθούν οι ανέπαφες πληρωμές. Οι τουαλέτες, πέρα από βρώμικες, πριν αρχίσει η παράσταση, δεν είχαν καν ρεύμα με αποτέλεσμα ο κόσμος να μπαίνει με φακούς στα χέρια. Τέλος, μετά το πέρας της παράστασης, τα συγχαρητήρια στα καμαρίνια των ηθοποιών δεν έλειψαν, ως είθισται, με αποτέλεσμα να παρουσιαστεί μεγάλος συνωστισμός στο γύρω χώρο. Και φυσικά, η μεγάλη μείωση στον αριθμό των θεατών (που όλοι προμηνύαμε και περιμέναμε) δεν υπήρξε ποτέ, καθώς το 80% του θεάτρου ήταν γεμάτο τη νύχτα της πρεμιέρας της παράστασης. Επομένως... ποιος κορωνοϊός;!
Εν κατακλείδι, το «Περιμένοντας τον Γκοντό» αποτελεί μία ακόμη καθαρά εμπορική παράσταση με γνωστά ονόματα που αποσκοπεί, κυρίως, στο κέρδος κι όχι στην ουσία. Σίγουρα το γεγονός πως ο κόσμος σε όλη την Ελλάδα - καθώς η συγκεκριμένη παράσταση θα περιοδεύσει - θα έρθει σε επαφή με αυτό το μνημειώδες έργο της παγκόσμιας δραματουργίας, είναι σημαντικό. Η παρουσία δύο αξιοθαύμαστων και καταξιωμένων ηθοποιών, του Άρη Σερβετάλη και του Ορφέα Αυγουστίδη, είναι σανίδα σωτηρίας για το έργο. Το αφαιρετικό σκηνικό του Σάκη Μπριμπίλη και του Γιάννη Κακλέα καθώς και τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη σου διεγείρουν τη φαντασία και σου συστήνουν την κενότητα του σύμπαντος του Μπέκετ. Βέβαια, οι μουσικές επιλογές και το χορευτικό της Τρομπούκη στη μέση του έργου, σε ξαναπετούν έξω απ' το σύμπαν αυτό. Όσο για τους φωτισμούς του Σάκη Μπιρμπίλη, δε χαίρουν ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Πάντως, η εικόνα της πρώτης παράστασης του φετινού καλοκαιριού ως προς το υγειονομικό κομμάτι πρέπει σίγουρα να εγείρει πολλά ερωτήματα περί του πώς οι θεατές θα προστατευθούν από την πανδημία της οποίας η αναζωπύρωση φαίνεται να βρίσκεται προ των πυλών (επανεισόδου;) της χώρας μας.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΛΕΑΣ
ΣΚΗΝΙΚΑ: ΣΑΚΗΣ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗΣ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΛΕΑΣ
ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: ΗΛΕΝΙΑ ΔΟΥΛΑΔΙΡΗ
ΦΩΤΙΣΜΟΙ: ΣΑΚΗΣ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΙΝΗΣΗΣ: ΑΡΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗΣ-ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΡΟΜΠΟΥΚΗ
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: ΑΡΗΣ ΚΑΚΛΕΑΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΟΚΑΣ
Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
ΠΑΙΖΟΥΝ ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ:
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΑΡΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗΣ
ΟΡΦΕΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ
ΑΡΗΣ ΚΑΚΛΕΑΣ
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΡΟΜΠΟΥΚΗ
ΠΑΙΖΟΥΝ ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ:
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΑΡΗΣ ΣΕΡΒΕΤΑΛΗΣ
ΟΡΦΕΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗΣ
ΑΡΗΣ ΚΑΚΛΕΑΣ
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΡΟΜΠΟΥΚΗ
ΠΡΟΠΏΛΗΣΗ ΕΙΣΙΤΗΡΊΩΝ: https://www.viva.gr/tickets/theater/periodeia/perimenontas-ton-gkonto/