Τραγούδια της φωτιάς

Τραγούδια της φωτιάς για την επέτειο Αποκατάστασης της Δημοκρατίας

Βλέπουμε το πολιτικό ντοκιμαντέρ του Νίκου Κούνδουρου μετά την πτώση της Χούντας, θυμόμαστε τα τραγούδια του Θεοδωράκη, του Μαρκόπουλου, του Λοΐζου και κάνουμε σκέψεις για την Ελλάδα που τραγουδά τον ύμνο της χούντας και για την Ελλάδα που τραγουδά στίχους του Ρίτσου.
Διαβάστηκε φορες
Η Ελλάδα εορτάζει δύο εθνικές επετείους για την έναρξη δύο πολέμων τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Παράλληλα, η εκπαιδευτική κοινότητα και κυρίως η τριτοβάθμια εκπαίδευση τιμά την εξέγερση του Πολυτεχνείου που έγινε σύμβολο κατά της Δικτατορίας. Μια ακόμα ημερομηνία που χάνεται ανάμεσα σε άλλες «μικρές» και «μεγάλες» επετείους είναι η σημερινή, 24 Ιουλίου, η επέτειος για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας μετά την πτώση της Δικτατορίας το 1974. Όσο χαρούμενη επέτειος κι αν είναι, κουβαλάει μαζί της βαθιά θλίψη, γιατί οι δικτάτορες εκτός από την ελληνική δημοκρατία παρέσυραν και την κυπριακή, σέρνοντάς την σε ένα απέραντο αδιέξοδο που παραμένει άλυτο μέχρι και σήμερα.

Όμως, τα μαθήματα ιστορίας και πολιτικής έχουν τους χώρους τους. Σήμερα, εδώ στο Mix Grill σκεφτήκαμε να δούμε μαζί μια ταινία και να περιηγηθούμε για λίγο νοητά σε εκείνα τα χρόνια, στο μεταίχμιο των διώξεων και της λογοκρισίας, του θάρρους και της αυτοθυσίας. Σκεφτήκαμε να ακούσουμε τραγούδια γνωστά και αγαπητά, που μεταφέρουν περισσότερα μηνύματα από το πάθος των ερμηνευτών τους, μηνύματα και σημάδια που απαιτούν την προσοχή μας κάθε μέρα, αλλά ιδιαιτέρως σήμερα.

Στις 24 Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορίστηκε και ορκίστηκε πρωθυπουργός και συγκρότησε κυβέρνηση μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του Νοέμβρη 1974, ανήμερα μάλιστα της πρώτης επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Η Ελλάδα ανέπνεε ελεύθερα μετά από σκληρά χρόνια. Και ήθελε να το γιορτάσει. Έπρεπε να το γιορτάσει και να τραγουδήσει ελεύθερα και φωναχτά τα τραγούδια που το καθεστώς ήθελε να εξαφανιστούν.

Έτσι, λίγες μέρες αργότερα, πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα για να παρακολουθήσει μια συναυλία με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Μαζί του επί σκηνής βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Λάκης Χαλκιάς, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Νίκος Ξυλούρης, η Μαρίζα Κωχ, ο Μάνος Λοΐζος, η Μελίνα Μερκούρη, ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, η Λιζέτα Νικολάου, η Τζένη Καρέζη και ο Σταύρος Παράβας.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Οκτώβρη του 1974, ακολούθησαν δύο συναυλίες στο στάδιο Καραϊσκάκη με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μαζί του επί σκηνής βρέθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Αντώνης Καλογιάννης, η Μαρία Φαραντούρη, ο Γιώργος Νταλάρας και ο Νίκος Ξυλούρης.

Τραγούδια της φωτιάς

Παρά το πλήθος κόσμου που βρέθηκε ειδικά στο στάδιο Καραϊσκάκη, η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού απουσίαζε. Η γερμανική τηλεόραση κάλυψε με ρεπόρτερ και τηλεοπτικό συνεργείο την συναυλία της 10ης Οκτώβρη 1974. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα γνωστός και δημοφιλής στη Γερμανία. Μάλιστα, η τηλεοπτική μετάδοση των τραγουδιών συνοδεύονταν από γερμανικούς υπότιτλους.

Για καλή τύχη ημών, τόσο η συναυλία υπό τον Μαρκόπουλο, όσο αυτή υπό τον Θεοδωράκη κινηματογραφήθηκαν και με βάση αυτό το υλικό, ο Νίκος Κούνδουρος παρουσίασε το 1975 την ταινία «Τραγούδια Της Φωτιάς», το πρώτο πολιτικό ντοκιμαντέρ του.

Βρήκα το ντοκιμαντέρ διαθέσιμο στο Youtube και βάζω να το δω με έναν κόμπο στο λαιμό. Δεν είμαι σίγουρος τι έχουν να μου πουν αυτά τα τραγούδια σήμερα. Η πιο πρόσφατη εικόνα που έχω από τον Θεοδωράκη είναι από ένα βάθρο να εκτοξεύει εθνικιστικό μίσος ενάντια στην αυτοδιάθεση ενός άλλου λαού. Όμως εκείνα ήταν άλλα χρόνια, σωστά; Όντως, ήταν άλλα χρόνια. Δεν βρίσκω τον Μπιθικώτση ανάμεσα στους ερμηνευτές. Μα πού είναι ο Σερ; Κανείς δεν μπορεί να τραγουδήσει μελοποιημένο Ρίτσο όπως αυτός. Και θυμάμαι μια ιστορία με τον Μπιθικώτση και τη Μοσχολιού να τραγουδούν τον ύμνο της Χούντας τον Ιούλη του 1967, τον Θεοδωράκη να του απευθύνει δημόσια επιστολή και έπειτα βαθιά σιωπή.

Τραγούδια της φωτιάς

Δεν έχει νόημα να σκεφτόμαστε όσους λείπουν. Ας σταθούμε σε όσους είναι εκεί. Πρώτο πλάνο από τη συγκέντρωση στην πρώτη επέτειο του εορτασμού της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το σήμα της Φίνος Φιλμ, οι τίτλοι αρχής. Πρώτο τραγούδι «Ο Ρόκκο Και Οι Άλλοι», που δεν είχα ακούσει ποτέ, με την οικεία φωνή του Λάκη Χαλκιά. Η χαμηλή σκηνή βρίσκεται στο κέντρο του γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, ο κόσμος μαζεύεται γύρω γύρω, ο Μαρκόπουλος διευθύνει την ορχήστρα. Κοφτό μοντάζ, πλάνα ασταθή και διακοπτόμενα από τον κόσμο. Κάπου παίρνει το μάτι μου τον Κώστα Καζάκο, πάνω και γύρω από τη σκηνή να συντονίζει και να δίνει οδηγίες.

«αφιερώνουμε αυτή τήν ταινία στους 3.500.000 έλληνες πού ζούνε έξω από την ελλάδα»
(πρωτότυπη ορθογραφία)

Μια ανατριχίλα με διαπερνά. Ήταν Έλληνες διωγμένοι. Κάποιοι χάθηκαν για πάντα. Κάποιοι γύρισαν πάνω σε αυτοκρατορικό άρμα, κυβέρνησαν και τα «σόγια τους μας κυβερνάν ακόμα», όπως λέει εκείνο το τραγούδι των Social Waste.

Επόμενη νότα από το «Ήλιε Μου Σε Παρακαλώ» σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ο χρόνος κυλά. Ο Νίκος Ξυλούρης δεσπόζει στην σκηνή με την αρχοντική του παρουσία και η μοναδική φωνή του κατακλύζει το δωμάτιο. Η Μαρίζα Κωχ σε ένα νησιώτικο που ακούγεται τόσο ανανεωτικό, όσο και παράταιρο, ιδιαίτερα με τις υψηλές συχνότητες που παραμορφώνουν τον ήχο στην κόπια που παρακολουθώ.

Ο Μάνος Λοΐζος σε μια καρέκλα στη μέση της σκηνής με μια κιθάρα και με μια φωτογραφία. Μια φωτογραφία του Τσε. Ξέρετε αυτού που κοσμεί τόσες μπλούζες εφήβων ανά τον κόσμο και ξεχωρίζει με χίλιους τρόπους από τους χίλιους άλλους που έχουν επίσης γίνει μπλουζάκια.

Η φωνή του Μάνου πάει να σπάσει. Και τελικά σπάει λίγο πριν την τελευταία νότα. Τι σημασία έχει; Δεν τραγουδάς μόνο με τη φωνή.

Το πλήθος στο γήπεδο φωνάζει: «Δώστε τη Χούντα στο λαό». Η δίκη (ορισμένων εκ) των υπευθύνων για το πραξικόπημα θα ξεκινήσει σχεδόν έναν χρόνο αργότερα και δεν θα εκπληρώσει τις λαϊκές επιταγές. 

Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου– βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «Δώστε τη χούντα στο λαό».

Ακολουθεί η Μελίνα Μερκούρη με το «Περάστε Κόσμε» και ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης να καλωσορίσει τα αηδόνια με τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα. Το τραγούδι ακούγεται με μια αλλαγμένη στροφή: 
Η μοίρα κι ο καιρός το 'χαν ορίσει
Παρασκευή το βράδυ στις 9
κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει. 
Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει
Παρασκευή το βράδυ του φονιά 
και του λαού την πόρτα να χτυπήσει.
για να δείχνει στην Παρασκευή 16 Νοέμβρη 1973, παρότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου έμεινε στην ιστορία με την ημέρα που ξημέρωνε, Σάββατο 17 Νοέμβρη.

Αφήνουμε τις μουσικές. Πηγαίνουμε στην Κύπρο για την κηδεία του Δώρου Λοΐζου, γραμματέα της Σοσιαλιστικής Νεολαίας της Κύπρου που δολοφονήθηκε στη Λευκωσία στις 31 Αυγούστου του 1974. Ο κόσμος κρατά πλακάτ κατά της CIA, κρατά φωτογραφίες του Μακαρίου, τραγουδά το «Πότε Θα Κάνει Ξαστεριά». Οι Κύπριοι δεν θρηνούν μόνο για τον Λοΐζου, θρηνούν και εξοργίζονται για τη χώρα τους που κόπηκε στα δύο.

(Το 1994 ο Νίκος Κούνδουρος παρουσίασε στο ντοκιμαντέρ του «Ελληνιστί Κύπρος» υλικό που είχε κινηματογραφηθεί ολόκληρο τον Αύγουστο του 1974 με μαρτυρίες από τη δεύτερη τουρκική εισβολή στο νησί.)

Επιστρέφουμε στις μουσικές, στο στάδιο Καραϊσκάκη και το «Σφαγείο» με τον Αντώνη Καλογιάννη. Πόσα χρόνια πέρασαν για να μάθω πού αναφέρεται η «ταράτσα του Αντρέα» και τι ήταν το «τακ τακ»; Ήταν τόσο αυτονόητο που δεν έμπαινε κανείς στη διαδικασία να το εξηγήσει σε ένα νεαρό παιδί. Ίσως για να μην ταραχτεί. Αντίστοιχα και για τον θρήνο για το «Γελαστό Παιδί» που τραγουδά η Μαρία Φαραντούρη.

Τραγούδια της φωτιάς

Η ταινία του Κούνδουρου αποτελεί σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο, αποτυπώνοντας ακόμα και τεχνικά προβλήματα κατά τη διάρκεια της συναυλίας. Ο ήχος της Φαραντούρη χάνεται. Ένα «καλώδιο κομμένο με μαχαίρι» λέει ο Θεοδωράκης και την καλεί στο δικό του μικρόφωνο. Και τραγουδούν τον «Ωρωπό», που ήταν τόπος κράτησης και βασανιστηρίων από το 1933. Από τους κομμουνιστές που διώκονταν στον Μεσοπόλεμο στους κομμουνιστές που διώκονταν στη Χούντα.

Cut στις εκδηλώσεις για την πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και τα αιτήματα για τιμωρία των ενόχων.

Επιστροφή στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο πιάνο και την Μελίνα Μερκούρη να τραγουδά την «Άσπρη Μέρα» που πρωτοτραγούδησε ο Μπιθικώτσης. Ακολουθεί το «Ζαβαρακατρανέμια» με τον Γιώργο Νταλάρα, την Λίλη Χριστοδούλου και την Αλέκα Αλιμπέρτη. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έχει γράψει τα πιο επικά κυριολεκτικά τραγούδια στην ελληνική δισκογραφία. Μπορεί ο Θεοδωράκης να έχει έναν επικό τρόπο ερμηνείας και ο Χατζιδάκις ενορχήστρωσης, αλλά η στιχουργική δομή του Μαρκόπουλου θυμίζει αρχαίο έπος.

«Στο 'πα Και Στο Ξαναλέω», «Πόσα Χρόνια Δίσεκτα» για να φτάσουμε στα «Μαλαματένια Λόγια» με τους Χαλκιά, Γαργανουράκη και Νικολάου. Κι αν μου ξέφυγε ένα δάκρυ, θα ήταν από κάποιο σκουπιδάκι πιθανότατα.


Απότομο πέρασμα σε μια διήγηση. Ο Χρήστος Ρεκλείτης, μέλος της νεολαίας ΕΔΑ, της νεολαίας Λαμπράκη και του Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου, περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες το πλήρες μενού βασανιστηρίων στα μπουντρούμια της ασφάλειας. Το συνεργείο αναπαριστά τις περιγραφές του, δίνοντας μια ακόμα πιο δυνατή σφαλιάρα σε όσους δεν αρκούνται στη δύναμη των λέξεων. Προς το τέλος, ο Ρεκλείτης κατονομάζει ονομαστικά όλους τους βασανιστές του. Σε ορισμένα ονόματα κομπιάζει. Δεν είναι όσο άτρωτος φαίνεται. Κάποιοι από τους βασανιστές του μάλλον θα δικάστηκαν αργότερα και μπορεί να καταδικάστηκαν. Ορισμένοι σίγουρα παρέμειναν ελεύθεροι, ίσως και με καθαρή συνείδηση, θεωρώντας ότι απλώς «ακολουθούσαν εντολές».

Γυρνάμε στο Καραϊσκάκη με τον Θεοδωράκη, τον Νταλάρα και τη Φαραντούρη να οδηγούν στο συγκλονιστικό φινάλε με τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου, εθνικού μας ποιητή παρότι δεν κέρδισε Νόμπελ. «Με το καμάκι του ήλιου» πέφτουν οι τίτλοι τέλους.

Ποια αξία να έχουν άραγε αυτά τα τραγούδια για τη νέα γενιά;

Ακόμα και αν οι σχολικές γιορτές συνεχίζουν να αποτελούν κυρίως μια αγγαρεία, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ευσυνείδητους εκπαιδευτικούς και διορατικούς γονείς να διηγηθούν γεγονότα που δεν βρίσκονται στα σχολικά βιβλία - κι αν βρεθούν ποτέ, μάλλον θα βρεθούν στην εκδοχή των νικητών. Να διηγηθούν ιστορίες για ήρωες που θυμόμαστε, αλλά και για ανθρώπους που δεν θα έχουν ποτέ κάποια πλατεία με το όνομά τους.

Είναι μια ευκαιρία να μάθουν τα παιδιά ότι ποτέ δεν υπήρχε μία Ελλάδα. Πάντα υπήρχαν δύο Ελλάδες και πάντα θα υπάρχουν. Η μία σκύβει το κεφάλι και τραγουδάει ό,τι της υπαγορεύουν. Η άλλη ορθώνει το ανάστημά της και τραγουδά όσα βγαίνουν από την ψυχή της, με μια φωνή ενίοτε και απ' τα κόκκαλα βγαλμένη. Κι αφού το μάθουν αυτό, να μάθουν ότι υπάρχουν κι άλλες Ελλάδες, εκεί ανάμεσα στις δυο, αυτή που διψά για εξουσία και αυτή που διψά για ελευθερία. Και όλες αυτές οι Ελλάδες συγκρούονται. Και ό,τι έχουμε σήμερα είναι αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης.

Δείτε τα «Τραγούδια Της Φωτιάς». Δείτε τα με τα παιδιά σας, με τους γονείς σας, με τους παππούδες σας. Μιλήστε μαζί τους.

Και θυμηθείτε την Ελλάδα που ακούει τυχαία το «Θα σημάνουν οι καμπάνες» σε στίχους του Ρίτσου και παρασύρεται τόσο, ώστε να ξεχάσει ότι είναι απαγορευμένο και να μην προσέξει ότι έχει βάλει ανοιχτή ακρόαση. Όλα αυτά σε μια ματιά του Θανάση Βέγγου.

Απόσπασμα από την ταινία «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» των Ν. Κατσουρίδη και Π. Γλυκοφρύδη (1976) της Φίνος Φιλμ.

Πηγή φωτογραφιών: Αρχείο της Φίνος Φιλμ

Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα