Έργο και Καλλιτέχνης. Διαχωρισμός ή Ταυτοσημία; Θα επιβιώσει άραγε κανείς από αυτό το debate, ή θα πραγματοποιηθεί το ακατόρθωτο και θα το λήξει εν μία νυκτί;
Ένα από τα μεγάλα «ανοιχτά προβλήματα» των κοινωνικών επιστημών αποτελεί σαφέστατα το ερώτημα αν στην Ηθική Κλίμακα η ελευθερία του λόγου βρίσκεται σε ανώτερη βαθμίδα από την πολιτική ορθότητα. Κάθε περίπτωση η οποία ενδέχεται να επιφέρει μετωπική σύγκρουση των δύο προαναφερθεισών εννοιών τοποθετείται κάτω από το μικροσκόπιο και μελετάται αναλόγως. Η κοινωνικοπολιτική επικαιρότητα μας έχει δώσει τόσα και τόσα case studies, μέχρι και πρόσφατα. Μάλλον μέχρι και τη στιγμή που θα διαβάζεις τούτες εδώ τις γραμμές, όλο και κάτι θα μου έχει διαφύγει. Αισθάνομαι, δε, πολλές φορές την ανάγκη να (επανα)διατυπώσω μέσα στο κεφάλι μου το αξίωμα που δηλώνει ρητά ότι «πολιτική ορθότητα» και «ελευθερία λόγου» είναι δυο έννοιες εσαεί αντιμαχόμενες, που θα αλληλοακυρώνονται μέχρι την τελική κρίση. Βολική ιδεολογία; Μάλλον τόσο βολική όσο και ανθρώπινη.
Ένα υποερώτημα του προηγηθέντος ζητήματος είναι – όχι μόνο κατ' εμέ, ελπίζω – αν ο καλλιτέχνης μπορεί να διαχωριστεί από το έργο του. Και ποιος είμαι εγώ δηλαδή που θα πιάσω να (ανα)λύσω μια τέτοια διάζευξη; Λίτρα σιέλου και μελάνης που ξοδεύτηκαν ανά τους αιώνες δεν κατάφεραν να ορίσουν το εν λόγω δίλημμα ως τετελεσμένο. Εντούτοις, μια επιπλέον άποψη δεν μπορεί να βλάψει – ξέρετε τι λένε για τις απόψεις, είναι αναπόφευκτες στο τέλος της ημέρας.
Ουδέποτε θέλησα να κεντήσω μια ωδή στον «ισαποστασητισμό», ωστόσο δεν πιστεύω ούτε στην ταυτοσημία των εννοιών αλλά ούτε ότι καλλιτέχνης και έργο είναι δύο οντότητες διακριτές που αντιμετωπίζονται ως αυθύπαρκτες – από ένα σημείο και ύστερα, τουλάχιστον. «Γηράσκεις αεί διδασκόμενος» θαρρώ πως είναι η σωστή απάντηση εδώ. Γιατί θα ήταν πραγματικά αλαζονικό να υποστηρίξεις ότι έχεις φτάσει σε συμπαγές και αμετάκλητο πόρισμα επί ενός τόσο λεπτού θέματος, ακόμα κι αν έχεις φάει μια ζωή μελετώντας το.
Έστω ότι ο – φορτισμένος με αμφιλεγόμενες πολιτικές πεποιθήσεις – αγαπημένος σου μουσικός ή συγγραφέας δεν διοχετεύει ούτε μισό μιλιγραμμάριο εξ αυτών στο έργο του. Θα μπορέσεις να τον καταναλώνεις με την ίδια ζέση αφότου συνειδητοποιήσεις ότι σε έναν υποθετικό πολιτικό στίβο θα βρισκόσασταν σε αντιδιαμετρικά αντίπαλες ομάδες; Έστω ότι δράττεσαι από το γεγονός ότι το έργο του είναι φαινομενικά αμόλυντο. Τι γίνεται αν σε δεύτερη ανάγνωση ανακαλύψεις κάτι που «δεν πρέπει»;
Ακόμα και αν, σε ακραίο (και μάλλον ουτοπικό) επίπεδο, η ιδεολογική καθαρότητα και ανεξαρτησία του έργου επιζήσει και της νιοστής ανάγνωσης, άραγε θα σκέφτεσαι πόσο φοβερός τύπος θα είναι αυτός σε μια βραδιά με μπύρες; Μάλλον όχι. Επιμένω – και θα επιμένω – στο γεγονός ότι ένα έργο τέχνης αποκτά ζωή τη στιγμή που, έχοντας εγκαταλείψει την αγκαλιά του δημιουργού, βρίσκει τους κοινωνούς του ίδιου του ποιού του στο εκάστοτε ακροατήριο που θα το δεχτεί ή θα το απορρίψει. Αν κλειδωθεί από τον δημιουργό διά παντός σε ένα υπόγειο, τότε εκ των πραγμάτων δεν θα μπορέσει να λάβει την όποια υπόσταση.
Εάν αποφασίσεις – σε μια μάλλον μάταιη απόπειρα ιδεολογικού καθαρισμού του (πνευματικού) περίγυρού σου – να απορρίψεις έναν καλλιτέχνη ακόμα και από ανεπαίσθητο ίχνος σκιάς πάνω από την καθολικά αναγνωρισμένη και αποδεκτή (καθαριότητα της) φήμη(ς) του, τότε θα πρέπει να εφαρμόζεις αυτό τον κανόνα σε όλες τις πτυχές της ζωής σου. Ο μανάβης, ο γιατρός, ο περιπτεράς, οι φίλοι σου, ακόμα και η οικογένειά σου: έχεις μελετήσει ενδελεχώς το ιστορικό τους; Άτιμο πράγμα η γνώση μερικές φορές, όσο σπουδαία κι αν είναι εν γένει η αξία της. Μπορεί να σε στείλει συστημένο σε ένα κολαστήριο του οποίου την ίδια την ύπαρξη αγνοούσες μέχρι τη στιγμή που διαβαίνεις το κατώφλι του.
Ως επιμύθιο στις άνωθεν σκέψεις, παραθέτω ότι θεωρώ αυτονόητο, αν και προφανώς άξιο ακόμη μίας αναφοράς, το γεγονός ότι η προπαγάνδα είναι κάτι τελείως διαφορετικό, κάτι το οποίο δεν είχα επ' ουδενί κατά νου σε ό,τι αναφερόμουν προηγουμένως. Μπορούμε όλοι να αντιληφθούμε ότι ένας καταιγισμός ρητών ιδεολογικών θέσεων που μασκαρεύεται – άλλοτε ύπουλα, άλλοτε απροκάλυπτα – με τα υλικά της τέχνης ουδεμία σχέση έχει με τη δεύτερη.
Σκεπτόμενος τη σύνδεση των εννοιών «έργο», «καλλιτέχνης» και «γνώση», μου ήρθε μια ταινία κατά νου, λιγότερο παραγνωρισμένη πλέον στις μέρες μας απ' ό,τι ήταν την περίοδο που είχε πρωτοφανεί – ακριβώς όπως κι ο ίδιος ο δημιουργός της. Πίσω στο 1981, ο Brian De Palma παρέδιδε την κορυφαία – κατά πολλούς – δημιουργία του με τίτλο "Blow Out" (ελληνιστί «Ο Δολοφόνος Του Μεσονυχτίου», ίσως η πιο ανέμπνευστη μετάφραση τίτλου όλων των εποχών). Αν όχι κορυφαία, σίγουρα ανεξίτηλη με έναν τρόπο που δύσκολα συναντάς στον κινηματογράφο σήμερα. Το πλέον μισάνθρωπο (ή κλινικά κυνικό) τέλος που θυμάμαι να είδα ποτέ επί οθόνης – ένα φινάλε που κάνει το "Chinatown" να φαντάζει σαν μια συνηθισμένη παραβολή αρχαιοελληνικών καταβολών – αδιαμφισβήτητα βοήθησε στην εδραίωση του θρύλου του.
(Spoiler alert)
Ο (μόλις θεραπευμένος από τον «Πυρετό του Σαββατόβραδου») John Travolta υποδύεται τον Τζακ, έναν τεχνικό ήχου που δουλεύει σε ταινίες β' διαλογής. Έχοντας βγει παγανιά με το μικρόφωνό του προς αναζήτηση ήχων από την ύπαιθρο που θα μπορέσουν να ολοκληρώσουν τη δουλειά του, γίνεται (αυτήκοος) μάρτυρας μιας υποτιθέμενης δολοφονίας μέσω ηχογραφημένων ντοκουμέντων που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν ποτέ στις μαγνητοταινίες του.
(Σημειωτέον ότι ο πρωταγωνιστής μάταια ψάχνει εκεί έξω το ηχητικό ερέθισμα που θα παράξει την «τέλεια ανθρώπινη κραυγή».)
Γρήγορη μεταπήδηση στο τέλος όπου λαμβάνει χώρα το εξής σκηνικό: το (καλωδιωμένο με μικρόφωνο) ερωτικό αίσθημα του πρωταγωνιστή παίζει κυνηγητό με τον αδίστακτο κακό της ταινίας (κατά τις αναπόφευκτες χιτσκοκικές επιταγές που τόσο αγαπά ο παρών σκηνοθέτης), με τον ήρωά μας (με τα ακουστικά του) να ακολουθεί κατά πόδας. Πάνω στην όλη δράση, μια ανατριχιαστικά διαπεραστική κραυγή φτάνει στα αυτιά του. Καταφέρνει και σκοτώνει τον κακό, αλλά η φιλενάδα του είναι πλέον νεκρή (εξού και η προηγηθείσα κραυγή). Όσο περνάει ο καιρός, ο Τζακ παθιάζεται τόσο πολύ με την κραυγή-επιθανάτιο ρόγχο της κοπελιάς του (για να μην ξεχνιόμαστε, ντε), που αποφασίζει να την εντάξει στην ταινία που δουλεύει, συνειδητοποιώντας ότι είναι το «τέλειο ηχητικό εφέ κραυγής» που έψαχνε. Λίγο μακάβριο, έτσι;
Συλλογιστείτε τώρα το εξής: αν αυτή η κατά τ' άλλα συμπαθέστατη υποθετική ταινία β' διαλογής έβρισκε το δρόμο προς κάποια αίθουσα της γειτονιάς σας και εσείς την απολαμβάνατε, θα την αντιμετωπίζατε με τον ίδιο τρόπο αν, όλως τυχαίως, μέσω κάποιου μαγνητοφώνου που έπεφτε στα χέρια σας, λαμβάνατε την πληροφορία της πραγματικής προέλευσης της κραυγής που ακούγεται μέσα στην ταινία; Μήπως ο De Palma εδώ έδωσε το δικό του, παμπόνηρο και ολίγον τι σαδιστικό κλείσιμο του ματιού στο τρίπτυχο έργο/καλλιτέχνης/γνώση, παραδίδοντας μια μακιαβελική σπουδή πάνω στην κατανάλωση της τέχνης συνοδευμένης από την πλήρη άγνοια πάνω στη διαδικασία της δημιουργίας της;
(Εάν έφτασες ως εδώ, ελπίζω να είχες δει την ταινία. Αν όχι, τότε συγγνώμη. Υποθέτω. Σε είχα προειδοποιήσει τέλος πάντων.)