Βρέθηκε στο Παρίσι το 1973 για σπουδές Αρχιτεκτονικής. Το πνεύμα της εποχής και οι δικές του εσωτερικές ανησυχίες τον οδήγησαν στα σεμινάρια σύνθεσης του Ιάννη Ξενάκη στη Σορβόννη και στα μαθήματα θεάτρου του Antoine Vitez στο Theatre des quartiers d’ Ivry. Αρχιτέκτονας, συνθέτης, σκηνοθέτης σε θέατρο και κινηματογράφο. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1991 γυρίζει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο «Ισημερία», η οποία απέσπασε τέσσερα βραβεία (β' ανδρικού ρόλου, φωτογραφίας, σκηνογραφίας και ενδυματολογίας) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς.
Ανήσυχος και αεικίνητος. Κάθε νέα του ταινία και κάτι διαφορετικό. Δεν του αρέσει η επανάληψη και το δηλώνει. Για τον Νίκο Κορνήλιο κάθε κινηματογραφικό ταξίδι οφείλει να είναι σε αχαρτογράφητα νερά. Το ίδιο επεδίωξε και με την νέα του ταινία που προβάλλεται από 2 Σεπτεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος "Canto Si Tu Cantas" ( Τραγουδώ Αν Τραγουδάς). Η ευκαιρία που περίμενα για μια κουβέντα μαζί του είχε βρεθεί:
MixGrill:
Θα αρχίσω λίγο περίεργα την κουβέντα μας. Παρακολουθείτε ελληνικό
κινηματογράφο; Σας ρωτάω γιατί ιδιαίτερα φέτος μετά το διάστημα του
υποχρεωτικού εγκλεισμού μεγάλο μέρος του κοινού πήγε στον κινηματογράφο και
στήριξε τους Έλληνες δημιουργούς.
Νίκος Κορνήλιος: (Γελάει) Με πιάνετε αδιάβαστο. Γενικά παρακολουθώ. Φέτος με τις ειδικές συνθήκες και λόγω της ενασχόλησης με την τελευταία μου ταινία «Τραγουδώ Αν Τραγουδάς» δεν κατάφερα να δω όσα θα ήθελα. Ωστόσο, η στροφή των θεατών, αυτό το καλοκαίρι, προς τις ελληνικές ταινίες είναι ένα πολύ καλό νέο.
MG: Το «Τραγουδώ Αν Τραγουδάς» είναι - ποιος όρος είναι πιο ορθός - για να μιλήσω μουσικά μια «συμφωνική» ή μια «πολυφωνική» ταινία;
ΝΚ: Και οι δύο όροι είναι σωστοί. Σαφώς και είναι πολυφωνική εκ των πραγμάτων, αλλά νομίζω ότι ο όρος «συμφωνική» ταιριάζει καλύτερα, καθώς εμπεριέχει τον συγκερασμό πολλών διαφορετικών στοιχείων, σε ένα ενιαίο σύμπαν. Αυτό είναι και το δύσκολο σε αυτή την ταινία, η οποία «ανοίγεται» σε πολλά κινηματογραφικά επίπεδα, μέσα από ένα πλήθος ετερόκλητων χαρακτήρων.
MG: Ποιο κίνητρο κάνει έναν δημιουργό να ακολουθήσει μια τέτοια ανοιχτή φόρμα και τι ανταπόκριση έχετε εισπράξει από τον κόσμο που το παρακολουθεί;
ΝΚ: Η μεγάλη μου ανησυχία ήταν όλες οι διαφορετικές διαστάσεις της ταινίας να «δέσουν», ώστε να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, που είναι και το ζητούμενο. Είχα την ικανοποίηση, στις πρώτες προβολές στα φεστιβάλ, ότι οι θεατές μπήκαν στο σύμπαν της ταινίας, την παρακολούθησαν, συγκινήθηκαν, τους ταξίδεψε. Όσο για το κίνητρο που με ρωτήσατε, ως δημιουργός δεν μπορώ να κάνω δύο φορές το ίδιο πράγμα - ακόμα κι αν υπάρχει αποδοχή και λειτουργεί καλλιτεχνικά. Με ενδιαφέρει κάθε ταινία να ξεκινάει από το μηδέν, μια νέα αρχή, μια νέα σπουδή, μια νέα ματιά στον κινηματογράφο. Έχω την ανάγκη να παίρνω ρίσκο, να νιώθω ότι δεν πάω σε ένα μονοπάτι γνωστό. Σ' αυτή την ταινία υπάρχουν ταυτόχρονα στοιχεία ρεαλιστικά και μεταφυσικά, στοιχεία δραματικά και κωμικά. Έχει επίσης πολλή μουσική και χορό σαν ένα παράδοξο είδος μιούζικαλ. Συγκλίνουν πολλές τέχνες: εκτός από τη μουσική και τον χορό, υπάρχει η ποίηση, η όπερα, το θέατρο... Η συνύπαρξη όλων αυτών των στοιχείων ήταν ένα μεγάλο ρίσκο και ήμουν διατεθειμένος να το πάρω.
MG: Το μπαρ του Γιάννη και του Πάρι λειτουργεί άτυπα ως μια μικρή συλλογικότητα. Κλείνετε το μάτι απέναντι στην ατομικότητα του καιρού μας;
ΝΚ: Οπωσδήποτε! Είναι μια σπουδή στην κοινωνικότητα. Αφορά τη «φωτεινή» πλευρά της τέχνης και της ζωής, ενώ στην προηγούμενη ταινία μου, «Η Τέχνη Καταστρέφει» (2017) ασχολήθηκα με τη «σκοτεινή» πλευρά. Εδώ και πολλά χρόνια με απασχολεί η μοναχικότητα ως στοιχείο των σύγχρονων κοινωνιών. Η μοναχικότητα ως τρόπος ζωής. Η πατριαρχική δομή δημιούργησε δυσλειτουργικές κοινωνίες και οικογένειες, με αποτέλεσμα να αισθανόμαστε την ανάγκη να είμαστε μόνοι, παρά μέρος ενός δυσλειτουργικού συνόλου. Έτσι όλο και περισσότεροι/περισσότερες είναι μόνοι/μόνες μέσα στο σπίτι από επιλογή κυρίως και όχι τόσο από ανάγκη (που είναι κάτι οδυνηρό). Πρέπει να βρούμε νέους τρόπους κοινωνικής συνύπαρξης και ουσιαστικής επικοινωνίας, ξεπερνώντας τις παλιές δομές και αγκυλώσεις. Οι άνθρωποι αποτελούμε μια αλυσίδα, δεν είμαστε μεμονωμένοι κρίκοι. Το να είμαστε μόνοι μας είναι κάτι βίαιο, κάτι έξω από τη φύση μας.
MG: Είναι το Μοντεβιδέο η «Ιθάκη» του ζεύγους των ηρώων μας; Ή υπάρχει για όλους τους θαμώνες ένα μικρό Μοντεβιδέο;
ΝΚ: Το Μοντεβιδέο είναι μια υπαρκτή πόλη, απ' όπου προέρχονται οι βασικοί χαρακτήρες της ταινίας, παρόλα αυτά αποκτά μια μυθική διάσταση στην ιστορία μας. Είναι μια «Ιθάκη», όπως σωστά είπατε, όπου ο καθένας αναζητά τον δικό του προορισμό, το δικό του «Μοντεβιδέο».
MG: Έχετε κάνει μια πολύ αγαπημένη μου δήλωση «Οι ταινίες δεν έχουν ανάγκη από μουσική, πρέπει να είναι μουσική». Θα το δηλώνατε πάλι αυτό αν εσείς ο ίδιος δεν είχατε σπουδάσει μουσική, με σπουδαίους δασκάλους (Ιάννης Ξενάκης) και έντονο συνθετικό έργο από μέρους σας;
ΝΚ: Νομίζω ναι. Πολλοί σκηνοθέτες, όπως ο Robert Bresson, θεωρούσαν ότι ο κινηματογράφος πρέπει να έχει τη δική του απόλυτη αισθητική αυτονομία και η μουσική να έρχεται «εκ των έσω». Όταν μια ταινία έχει τη δική της αυτάρκεια, είναι μουσική από μόνη της. Όπως είπατε, πριν ασχοληθώ με τον κινηματογράφο συνέθετα μουσική. Εκεί καταλαβαίνεις τον «συναισθηματικό μηχανισμό» της μουσικής. Και το πώς αυτή μπορεί να εκμαιεύσει το συναίσθημα στον κινηματογράφο, όταν υπάρχει ανεπάρκεια στην καθαρά κινηματογραφική του ουσία: σενάριο, διάλογοι, σκηνοθεσία, ρυθμός, ερμηνείες...
MG: Τελικά η τέχνη ενώνει όπως στο «Τραγουδώ Αν Τραγουδάς» ή καταστρέφει όπως στην ομότιτλη προηγουμένη ταινία σας;
ΝΚ: Και το ένα και το άλλο. Αυτές οι δύο ταινίες αποτελούν ένα δίπτυχο. Στην προηγούμενη ταινία, η τέχνη είχε την μορφή ενός πεδίου εξουσίας, όπως γίνεται πολύ συχνά, και μάλιστα της πιο ισχυρής εξουσίας που είναι η πνευματική. Εκεί η τέχνη λειτουργεί καταστροφικά για τους άμεσα εμπλεκόμενους. Στο «Τραγουδώ Αν Τραγουδάς» η τέχνη μπορεί να γίνει μια μεγάλη, παρηγορητική, θεραπευτική αγκαλιά. Μέσα από την τέχνη, οι άνθρωποι έρχονται πολύ κοντά και μοιράζονται τα βαθύτερα συναισθήματά τους. Είναι ζήτημα επιλογής ποιο δρόμο θα ακολουθήσουμε.
MG: Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή και στη καριέρα σας;
ΝΚ: Ωχ! Τώρα μου βάζετε πολύ δύσκολά ερωτήματα! Και στη ζωή και στην επαγγελματική πορεία λάθη πολλά. Ο Ελύτης το έχει πει: «Όλος λάθη φεύγω». Είμαστε γεμάτοι λάθη σε συναισθηματικό κυρίως επίπεδο, αλλά και σε μικρά πράγματα της καθημερινότητας. Αν κοιτάξεις από απόσταση, τα λάθη είναι η κινητήριος δύναμη, αυτό που πραγματικά μας ωθεί. Όπως στη μουσική jazz όπου μια λάθος νότα μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα κάπου αλλού, σε άλλη δημιουργική κατεύθυνση.
MG: Αν και είναι νωρίς ακόμα υπάρχει κάποια νέα κινηματογραφική ιδέα για το μέλλον;
ΝΚ: (Γελάει) Πολλές δυστυχώς! Μεγαλώνω και υπάρχει αυτή η αναμέτρηση με τον χρόνο. Υπάρχουν πολλές ιδέες που με συναρπάζουν και ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος. Προσπαθώ να εφευρίσκω τρόπους καμιά φορά ανορθόδοξους, συνεργατικούς, για να γίνουν οι κινηματογραφικές ιδέες πράξεις.
MG: Τελειώνοντας μια ερώτηση που θα θέλατε να απαντήσετε και που ποτέ δεν έγινε.
ΝΚ: Ενδιαφέρον... Να, μια απάντηση σε μια υποθετική ερώτηση: πάντα είχα την άποψη ότι το καλλιτεχνικό έργο πρέπει να βγαίνει αβίαστα, σαν μία ανάσα. Για να υπάρχει αλήθεια. Αυτό εισπράττει στο τέλος και ο θεατής. Αυτό, το αβίαστο, απαιτεί δουλειά μιας ζωής - και ακόμα δεν φτάνει.