Πρώτα λίγη Ιστορία: Ντεμπούτο το 2002, The Creek Drank the Cradle ο τίτλος, Αμερικάνικη folk το περιεχόμενο, πολύ λιτό, σχεδόν ασκητικό το ύφος. Λίγο ακουστική κιθάρα, λίγο μπάντζο και το αγόρι με το χαρακτηριστικό μούσι και τα πολύ χαμηλόφωνα φωνητικά, τραγουδά ιστορίες αγάπης και μίσους αλλά και ύμνους στη φύση, σε συναίσθημα και συγκίνηση. Ιδανικό ξεκίνημα. Δύο χρόνια αργότερα, το 2004 δηλαδή, συνέχεια με το Our Endless Numbered Days, λίγο πιο προσεγμένη παραγωγή και ξεκάθαρα πιο επαγγελματική δουλειά. Naked as we come.
Ακολουθεί τον επόμενο χρόνο το In the Reins, η πολύ καλή συνεργασία του με τους Calexico, αν και συνθετικά ο δίσκος αυτός ανήκει εξ’ ολοκλήρου στον Sam. Το 2007 έρχεται η αποθέωση, το ζενίθ με το The Shepherd's Dog, ο ήχος γίνεται πλέον αναγνωρίσιμος, μπολιάζεται με δυτικό-αφρικάνικες επιρροές, οι μελωδίες γίνονται πιο διαυγείς το ίδιο και η κρυστάλλινη φωνή του Sam και βέβαια τα τεράστια τραγούδια που είναι αρκετά, Boy With A Coin, House By The Sea και White Tooth Man, αναγορεύουν τον Sam Beam ως το νέο βασιλιά της folk. Μέχρι εδώ άπαντα στη Sub Pop.
Είναι λοιπόν στο τέταρτο στη σειρά album και πρώτο σε πολυεθνική (και άντε τώρα να μην αρχίζεις τα γνωστά κα χιλιοειπωμένα), που αποφασίζει ο Sam να το πάρει αλλιώς, να αφήσει πίσω του την folk-country στην οποία αφοσιώθηκε στα προηγούμενα χρόνια και να το ρίξει στο 70’s soft rock. Αυτό που διακρίνεται καθαρά στο Kiss Each Other Clean, είναι ένα γυάλισμα στις συνθέσεις και ένας εμπλουτισμός στην ενορχήστρωση, έτσι που θυμίζει λίγο περισσότερο Sufjan Stevens. Τα σαξόφωνα στα Big Burned Hand και Me and Lazarus και τα υπέροχα γυναικεία doo-wopping στο Half Moon αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Για να το πούμε διαφορετικά, το Kiss Each Other Clean (μοιάζει να) είναι ό,τι δεν χώρεσε (ή ό,τι περίσσεψε) από το τσοπανόσκυλο, με διαφορετική παραγωγή και οργιώδη ενορχήστρωση. Κάτι τέτοιο δεν έχει πολλές πιθανότητες να ισχύει καθώς τις δύο δουλειές χωρίζουν τέσσερα ολόκληρα χρόνια, απλά μου προκύπτει από τη σύγκριση μεταξύ τους.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το Your Fake Name Is Good Enough For Me, που εκτός από αξεπέραστος τίτλος της χρονιάς, είναι ένα αληθινά τεράστιο έπος που ξεπερνάει σε αξία το υπόλοιπο album. Το αποπνικτικό σαξόφωνο χαράζει μια jazz χροιά στην αρχή και δίνει τη θέση του στο 4-λεπτο οργιαστικό αποκορύφωμα του επαναλαμβανόμενου ρεφρέν. Την ίδια στιγμή το funky Monkeys Uptown (όσο funky μπορεί να γίνουν οι Iron & Wine), το Glad Man Singing και το Godless Brother In Love (ίσως το πιο χαρακτηριστικό Iron & Wine κομμάτι του δίσκου), αποτελούν το συνδετικό κρίκο με το παρελθόν και μας θυμίζουν τον τραγουδιστή που κάποτε μας ψιθύριζε στο αυτί υπέροχες μελαγχολικές ιστορίες και ξαφνικά αποφάσισε πως θέλει να ακουστεί σε όλο τον κόσμο.
7.8
http://www.ironandwine.com/
Ακολουθεί τον επόμενο χρόνο το In the Reins, η πολύ καλή συνεργασία του με τους Calexico, αν και συνθετικά ο δίσκος αυτός ανήκει εξ’ ολοκλήρου στον Sam. Το 2007 έρχεται η αποθέωση, το ζενίθ με το The Shepherd's Dog, ο ήχος γίνεται πλέον αναγνωρίσιμος, μπολιάζεται με δυτικό-αφρικάνικες επιρροές, οι μελωδίες γίνονται πιο διαυγείς το ίδιο και η κρυστάλλινη φωνή του Sam και βέβαια τα τεράστια τραγούδια που είναι αρκετά, Boy With A Coin, House By The Sea και White Tooth Man, αναγορεύουν τον Sam Beam ως το νέο βασιλιά της folk. Μέχρι εδώ άπαντα στη Sub Pop.
Είναι λοιπόν στο τέταρτο στη σειρά album και πρώτο σε πολυεθνική (και άντε τώρα να μην αρχίζεις τα γνωστά κα χιλιοειπωμένα), που αποφασίζει ο Sam να το πάρει αλλιώς, να αφήσει πίσω του την folk-country στην οποία αφοσιώθηκε στα προηγούμενα χρόνια και να το ρίξει στο 70’s soft rock. Αυτό που διακρίνεται καθαρά στο Kiss Each Other Clean, είναι ένα γυάλισμα στις συνθέσεις και ένας εμπλουτισμός στην ενορχήστρωση, έτσι που θυμίζει λίγο περισσότερο Sufjan Stevens. Τα σαξόφωνα στα Big Burned Hand και Me and Lazarus και τα υπέροχα γυναικεία doo-wopping στο Half Moon αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Για να το πούμε διαφορετικά, το Kiss Each Other Clean (μοιάζει να) είναι ό,τι δεν χώρεσε (ή ό,τι περίσσεψε) από το τσοπανόσκυλο, με διαφορετική παραγωγή και οργιώδη ενορχήστρωση. Κάτι τέτοιο δεν έχει πολλές πιθανότητες να ισχύει καθώς τις δύο δουλειές χωρίζουν τέσσερα ολόκληρα χρόνια, απλά μου προκύπτει από τη σύγκριση μεταξύ τους.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στο τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το Your Fake Name Is Good Enough For Me, που εκτός από αξεπέραστος τίτλος της χρονιάς, είναι ένα αληθινά τεράστιο έπος που ξεπερνάει σε αξία το υπόλοιπο album. Το αποπνικτικό σαξόφωνο χαράζει μια jazz χροιά στην αρχή και δίνει τη θέση του στο 4-λεπτο οργιαστικό αποκορύφωμα του επαναλαμβανόμενου ρεφρέν. Την ίδια στιγμή το funky Monkeys Uptown (όσο funky μπορεί να γίνουν οι Iron & Wine), το Glad Man Singing και το Godless Brother In Love (ίσως το πιο χαρακτηριστικό Iron & Wine κομμάτι του δίσκου), αποτελούν το συνδετικό κρίκο με το παρελθόν και μας θυμίζουν τον τραγουδιστή που κάποτε μας ψιθύριζε στο αυτί υπέροχες μελαγχολικές ιστορίες και ξαφνικά αποφάσισε πως θέλει να ακουστεί σε όλο τον κόσμο.
7.8
http://www.ironandwine.com/
Σχετικό θέμα