Η ιδιαίτερη Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ ιδωμένη από την επίσης ιδιαίτερη οπτική της Μαρίας Πρωτόπαππα αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παραστάσεις που έχω παρακολουθήσει. Η μεταδραματική-μεταθεατρική προσέγγιση, η οποία ανάγεται στη ρωμαϊκή κωμωδία, σε συνδυασμό με την ειρωνεία και το σαρκαστικό ύφος συμβάλλουν στην αποδόμηση της καθεστηκυίας τάξης και της εξουσίας μέσα από την αποδόμηση της παράστασης στα συστατικά της μέρη. Ο θεατής οφείλει να βρίσκεται σε εγρήγορση, για να αντιληφθεί όλες τις σχολαστικά φροντισμένες λεπτομέρειες, να ακούσει περισσότερα απ’ όσα λέγονται και να δει περισσότερα απ’ όσα φαίνονται.
Εκεί που δεν αρκούν τα λόγια, έρχεται η κίνηση. Κι όπου εκείνη περιττεύει, επιβάλλεται η σιωπή. Είμαστε παρόντες στην πρόβα, κατά τη διάρκεια της οποίας κομβικά σημεία άλλοτε επαναλαμβάνονται και άλλοτε παραλείπονται κατά το δοκούν του σκηνοθέτη. Ο τελευταίος έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Η Μαρία Πρωτόπαππα με τον διττό ρόλο της παραμάνας, πλάθει το έργο, όπως πλάθει την Αντιγόνη. Εισέρχεται πρώτη και αποχωρεί τελευταία, έχοντας ανά πάσα στιγμή την πλήρη εποπτεία του εγχειρήματός της.
Ήδη από την αρχή η ερμηνεία του Χρήστου Στέργιογλου στον ρόλο του χορού μάς κέντρισε το ενδιαφέρον. Η Κίττυ Παϊταζόγλου ενσάρκωσε την Αντιγόνη με τέτοιον άμεσο και φυσικό τρόπο, ώστε η εικόνα της να είναι πλέον συνυφασμένη με εκείνη της ηρωίδας. Ο Δημήτρης Μαμιός μέσα από τον ρόλο του εξέφρασε την απογοήτευση και την αγανάκτηση μιας ολόκληρης γενιάς. Η Αντριάννα Ανδρέοβιτς ως Ισμήνη άφησε τον χώρο ως έπρεπε στην Αντιγόνη, χωρίς όμως να περνά απαρατήρητη. Το ίδιο και ο Δημήτρης Μαργαρίτης και η Ηλέκτρα Μπαρούτα, οι οποίοι ενίσχυσαν με τις ερμηνείες τους το σύνολο της παράστασης. Ο Γιάννης Τσορτσέκης στον ρόλο του Κρέοντα αποδόμησε μέσα σε μια στιγμή το τέρας της εξουσίας απογειώνοντας το κείμενο με τις ευφυείς υποδείξεις της Μαρίας Πρωτόπαππα. Ο σκληρός και απροσπέλαστος άρχοντας απεκδύεται του ρόλου του και καθηλώνει το κοινό με τις ψυχολογικές διακυμάνσεις ενός ανθρώπου μετέωρου μεταξύ εαυτού και ρόλου, προσώπου και προσωπείου.
Τέλος, η Μαρία Πρωτόπαππα, παρούσα καθόλη τη διάρκεια της παράστασης, ακόμη και όταν βρισκόταν ανάμεσα στους θεατές. Η αύρα της και η λεπτότητα της προσέγγισής της δεν μας άφησε να επαναπαυτούμε λεπτό. Έδωσε τόση σημασία στη λεπτομέρεια αναδεικνύοντας και την πιο λεπτή ειρωνεία, τον πιο λανθάνοντα σαρκασμό. Δεν περιμέναμε κάτι λιγότερο.
Η μουσική του Λόλεκ, το σκηνικό και τα κοστούμια της Εύας Νάθενα υπογράμμισαν το ουδέτερο της πραγματικότητας, καθώς και την αντίθεση άσπρου μαύρου, καλού και κακού. Τις αντιμαχόμενες τάσεις της ψυχής που συναντιούνται και συνυπάρχουν μέσα μας.
Ποιος θα περίμενε πως ένα κλασικό έργο, όπως η Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ, θα ανέβαινε ξανά σε μια συνθήκη τόσο ιδιαίτερη, σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή, για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου πιο δυνατά από κάθε φορά στον «αποχαυνωμένο» άνθρωπο που αλλοιωμένος κι εύθραυστος καλείται να κινητοποιηθεί και να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στους ομοίους του, απέναντι στην όποια εξουσία, ακόμη και σε εκείνη του ίδιου του του εαυτού. Καλύτερα, όμως, να σταματήσω εδώ. Ο επίλογος του Ζαν Ανούιγ είναι δικανικός για να ολοκληρωθεί αυτό το άρθρο, με έναν τρόπο «αντισυμβατικό, όπως του αρμόζει.
«Να λοιπόν, Αλήθεια, αν έλειπε η μικρή Αντιγόνη, θα ήταν όλοι ήσυχοι. Τώρα όμως, τελείωσαν όλα. Είναι ήσυχοι, ωστόσο. Όσοι ήταν να πεθάνουν, είναι νεκροί. Εκείνοι που πίστευαν σε κάτι, κι εκείνοι που πίστευαν στο αντίθετο- ακόμα κι εκείνοι που δεν πίστευαν σε τίποτα και που βρέθηκαν μπλεγμένοι σ’αυτή την ιστορία χωρίς να μπορούν να καταλάβουν γιατί. Όμοια νεκρού όλοι τους, αλύγιστοι, άχρηστοι, σάπιοι. Κι αυτοί που ζήσανε, θ’ αρχίσουν σιγά-σιγά να τους ξεχνάνε, και να μπερδεύουν τα ονόματά τους. Πάει, τελείωσε.»
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στην Ατζέντα του Mix Grill.