Ο θάνατος του Gil Scott-Heron πριν από λίγες μέρες πέρασε στα ψιλά επειδή αυτή τη στιγμή εμείς εδώ στο Ελλάντα έχουμε τους δικούς μας νταλγκάδες, από τη μια, και από την άλλη επειδή η κοινότητα της μαύρης μουσικής στην πατρίδα του μάλλον δεν ήξερε καν ποιος ήταν.
Δικαιολογημένα, θα έλεγε κάποιος, αφού η δισκογραφική παρουσία αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη σταμάτησε ουσιαστικά το 1982 και έκτοτε έβγαλε δύο δίσκους, έναν το 1994 και έναν πέρυσι. Όμως όταν ένας μουσικός έχει χαρακτηριστεί κατά καιρούς ως ''ο νονός του rap'' ή ''ο μαύρος Bob Dylan'' από τον έγκυρο μουσικό τύπο, ε, τότε χρειάζεται λίγο περισσότερο σεβασμό. Πολύ περισσότερον από κάποιους υποχρεωτικούς μετά θάνατον φόρους τιμής από ανύπαρκτα τυπάκια σαν τον Kanye West. Επίσης, όπως είναι η μοίρα κάθε ξεχασμένου μαύρου μουσικού, μετά θάνατον τον μαθαίνουν και όλοι οι σαχλομπητάκηδες του lounge, της acid jazz, της nu jazz και όλων αυτών των κολακευτικών ευφημισμών που χρησιμοποιούνται για μουσικές που απευθύνονται σε ανθρώπους που δεν αγαπούν τη μουσική.
O Gil Scott-Heron είχε τρία χαρίσματα: ήταν ένας εμπνευσμένος ποιητής, ένας θαυμάσιος συνθέτης και κατείχε μια φωνή επιβλητική και ζεστή ταυτόχρονα. Ξεκίνησε ως συγγραφέας, με υποτροφίες, μυθιστορήματα και όλα τα σχετικά και αργότερα έφτιαξε ένα γκρουπ με τον Brian Jackson, μαζί με τον οποίον αργότερα ηχογραφησε τα καλύτερα άλμπουμ του. Αυτό όμως που τον ενέπνευσε να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο το 1970 (Small Talk at 125th and Lenox), ένα ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ ποίησης μόνο με συνοδεία κρουστών ήταν όταν είδε μια συναυλία των Last Poets. H μαύρη, ''στρατευμένη'' ποίησή του σχολίαζε καυστικά τον υπερκαταναλωτισμό, τις άθλιες συνθήκες των γκέτο, την τηλεόραση, αλλά και την υποκρισία κάποιων μαύρων δήθεν επαναστατών.
Ένα χρόνο αργότερα ηχογράφησε το Pieces of a Man με τη συνεργασία του Brian Jackson, με πιο συμβατική jazz ενορχήστρωση και τον ίδιο να τραγουδάει. Αυτή τη φορά τα σχόλια για την Αμερική της εποχής του ήταν ακόμη πιο καυστικά με κορυφαίο κομμάτι το ''The Revolution Will Not Be Televised'', έναν ύμνο για τη μαύρη εξέγερση που διακρινόταν στον ορίζοντα αλλά (τελικά) δεν έγινε ποτέ. Αυτό το κομμάτι έγινε ορόσημο της μετέπειτα καριέρας του αλλά και της μαύρης μουσικής γενικότερα. Κάποιοι το χαρακτήρισαν ως τη ''γέννηση του rap''. Άλλοι το χαρακτήρισαν ως τη ''γέννηση του hip hop''.
ΟΚ, εδώ πείτε με αιρετικό, πείτε με ό,τι γουστάρετε, αλλά εγώ θεωρώ ότi το rap και το hip hop ήταν τα τελευταία καρφιά στο φέρετρο της μαύρης μουσικής. Αν λοιπόν η disco ήταν αυτή που έβαλε τη μαύρη μουσική στο φέρετρο, το rap την έθαψε six feet under, που λένε οι αγγλοσάξονες. Ο Gil Scott-Heron ήταν μουσικός, συνθέτης και ποιητής. Ας μου πει κάποιος τρια ονόματα του hip hop που είναι και μουσικοί. Που έχουν γράψει μια νότα ρε αδερφέ, που ξέρουν να παίζουν ένα όργανο. Nada, zero, τίποτα. Τα samples και τα rhythm boxes ΔΕΝ φτιάχνουν μουσική. Ούτε οι έξυπνες ρίμες. Oύτε οι πόζες με όπλα μπροστά σε ακριβά αμάξια και ανάμεσα σε γκόμενες με μπικίνι. Ο Gil Scott-Heron δεν ράπαρε για γκόμενες, ακριβά αμάξια, χρυσές αλυσίδες και διαμαντένια δόντια. Aντίθετα, έγραφε εύστοχα σχόλια για την κοινωνική κατάσταση της χώρας του ντυμένα με ευρηματικούς στίχους και εξαιρετική soul/jazz μουσική σε συνεργασία με τον Jackson.
Και συνέχισε να βγάζει σπουδαίους δίσκους μέχρι το 1982. Mε κομμάτια που περιέγραφαν την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της μαύρης (και όχι μόνο) Αμερικής τόσο εύστοχα όσο ελάχιστα άλλα. Ακούστε τα ''Winter in America'', ''The Bottle'', ''Ain't No Such Thing As Superman'', ''Lady Day and John Coltrane'', ''Pieces of a Man'', ''B Movie'', "Re-Ron'', "Angel Dust'', ''Johannesburg'', ''Home is Where the Hatred Is'', "Whitey on the Moon'' και ριγείστε.
Όταν ο ''νονός του rap'' έκανε το πρώτο comeback το 1994 με το Spirits, αηδιασμένος από την κατάσταση της μαύρης μουσικής της εποχής, έγραψε το "Message to the Messengers'' όπου κατακρίνει τους ''συναδέλφους'' του για συμπεριφορές νεοπλουτισμού, για μισογυνισμό, γκανγκστεριλίκι, αλαζονεία και άγνοια της ιστορίας. Και όπως πάντα, όταν η είδηση δεν είναι καλή, σκοτώνουμε τον αγγελιοφόρο. Kανένας δεν ασχολήθηκε με εκείνο το άλμπουμ, καταδικάζοντας τον αγγελιοφόρο στην αφάνεια. Η ευρύτερη μαύρη κοινότητα τον αγνόησε. Κι αυτό μου θύμησε ένα live των Public Enemy στις αρχές των 90s όπου δεν είδα κανέναν μαύρο στο κοινό. Όπως και ο Gil Scott-Heron, έτσι και οι Public Enemy έλεγαν αλήθειες που δεν άρεσαν στη μαύρη κοινότητα. Ή μάλλον δεν έδειχναν την εικόνα που θα ήθελαν να βλέπουν οι περισσότεροι: την εικόνα του λεφτά με τις ωραίες γυναίκες και τα ακόμη πιο ωραία αυτοκίνητα. Γιατί τα όπλα της επανάστασης για την οποία μιλούσε ο Gil Scott-Heron τα έστρεψαν εναντίον των αδερφών τους στον πόλεμο των συμμοριών για τα ναρκωτικά. Ε ναι λοιπόν, η επανάσταση δε θα μεταδοθεί απ' την τηλεόραση γιατί η επανάσταση δεν έγινε ποτέ.
Το 2001 ο Gil Scott-Heron φυλακίστηκε για κατοχή κοκαϊνης. Το 2003 καταδικάστηκε πάλι. Μπαινόβγαινε στις φυλακές μέχρι το 2007, όταν του δόθηκε χάρη. Προσπάθησε να αναβιώσει την καριέρα του και άρχισε να κάνει ζωντανές εμφανίσεις σε Αμερική και Ευρώπη. Το 2008 παραδέχθηκε σε μια συνέντευξη ότι έπασχε από AIDS.
Τον Αύγουστο του 2009 είχα την τύχη (ίσως και την ατυχία) να τον πετύχω στο Blue Note, το θρυλικό τζαζ κλαμπ στο Greenwich Village. 'Ηταν μια από εκείνες τις αυγουστιάτικες μέρες στη Νέα Υόρκη όπου τα πεζοδρόμια φλέγονται από τη ζέστη και την πολυκοσμία πριν πέσει ο ήλιος. Ήταν μέρα ακόμα όταν έφτασα στο Blue Note και χώθηκα σε μια γωνία του μπαρ στη μακρόστενη αίθουσα. Ο χώρος ήταν κατάμεστος από ένα κοινό άνω των σαράντα, μισοί λευκοί, μισοί μαύροι, χοντρικά. Όταν ο σταρ της βραδιάς βγήκε στη σκηνή ακριβώς στις 9:00, δεν ήταν ο μαχητικός ποιητής-ακτιβιστής με το γενναίο άφρο και τη σθεναρή στάση. Αντίθετα ήταν ο εξηντάχρονος Gil Scott-Heron, καταπονημένος από τη δύσκολη ζωή, αποστεωμένος, με γκρίζα γενειάδα και τραγιάσκα. Προσπάθησε να καλύψει το χρόνο μιλώντας στο κοινό και αφηγούμενος κάποια περιστατικά από την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αγγλία όπου είχε ήδη ξεκινήσει την ηχογράφηση του τελευταίου του άλμπουμ Ι'm New Here. H φωνή του έκρυβε μια πικρία για τον τίτλο του δίσκου καθώς και για την προσπάθειά του να ξανασυστηθεί στο μουσικόφιλο κοινό ύστερα από 40 χρόνια καριέρας.
Η τετραμελής μπάντα που τον συνόδευε ήταν άψογη, αλλά απλώς συνοδευτική στο μεγαλύτερο μέρος. Εκείνος τραγούδησε λίγο, με ραγισμένη και χωρίς φλόγα φωνή και αφιέρωσε πολύ χρόνο στο πιάνο. Ήταν φανερό ότι το πνεύμα ήθελε, αλλά οι δυνάμεις δεν ακολουθούσαν. Δεν μπορούσε να τραγουδήσει για καμία επανάσταση, ίσα ίσα τραγούδησε για την επιβίωσή του. Τελείωσε με το "The Bottle'', όπως ήταν αναμενόμενο, μέσα σε θερμά χειροκροτήματα και επευφημίες. Ξέρω ότι οι περισσότεροι, όπως κι εγώ, χειροκροτήσαμε το θρύλο του ανθρώπου που βρισκόταν στη σκηνή. Ας είναι καλά εκεί που βρίσκεται τώρα.
Δικαιολογημένα, θα έλεγε κάποιος, αφού η δισκογραφική παρουσία αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη σταμάτησε ουσιαστικά το 1982 και έκτοτε έβγαλε δύο δίσκους, έναν το 1994 και έναν πέρυσι. Όμως όταν ένας μουσικός έχει χαρακτηριστεί κατά καιρούς ως ''ο νονός του rap'' ή ''ο μαύρος Bob Dylan'' από τον έγκυρο μουσικό τύπο, ε, τότε χρειάζεται λίγο περισσότερο σεβασμό. Πολύ περισσότερον από κάποιους υποχρεωτικούς μετά θάνατον φόρους τιμής από ανύπαρκτα τυπάκια σαν τον Kanye West. Επίσης, όπως είναι η μοίρα κάθε ξεχασμένου μαύρου μουσικού, μετά θάνατον τον μαθαίνουν και όλοι οι σαχλομπητάκηδες του lounge, της acid jazz, της nu jazz και όλων αυτών των κολακευτικών ευφημισμών που χρησιμοποιούνται για μουσικές που απευθύνονται σε ανθρώπους που δεν αγαπούν τη μουσική.
O Gil Scott-Heron είχε τρία χαρίσματα: ήταν ένας εμπνευσμένος ποιητής, ένας θαυμάσιος συνθέτης και κατείχε μια φωνή επιβλητική και ζεστή ταυτόχρονα. Ξεκίνησε ως συγγραφέας, με υποτροφίες, μυθιστορήματα και όλα τα σχετικά και αργότερα έφτιαξε ένα γκρουπ με τον Brian Jackson, μαζί με τον οποίον αργότερα ηχογραφησε τα καλύτερα άλμπουμ του. Αυτό όμως που τον ενέπνευσε να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο το 1970 (Small Talk at 125th and Lenox), ένα ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ ποίησης μόνο με συνοδεία κρουστών ήταν όταν είδε μια συναυλία των Last Poets. H μαύρη, ''στρατευμένη'' ποίησή του σχολίαζε καυστικά τον υπερκαταναλωτισμό, τις άθλιες συνθήκες των γκέτο, την τηλεόραση, αλλά και την υποκρισία κάποιων μαύρων δήθεν επαναστατών.
Ένα χρόνο αργότερα ηχογράφησε το Pieces of a Man με τη συνεργασία του Brian Jackson, με πιο συμβατική jazz ενορχήστρωση και τον ίδιο να τραγουδάει. Αυτή τη φορά τα σχόλια για την Αμερική της εποχής του ήταν ακόμη πιο καυστικά με κορυφαίο κομμάτι το ''The Revolution Will Not Be Televised'', έναν ύμνο για τη μαύρη εξέγερση που διακρινόταν στον ορίζοντα αλλά (τελικά) δεν έγινε ποτέ. Αυτό το κομμάτι έγινε ορόσημο της μετέπειτα καριέρας του αλλά και της μαύρης μουσικής γενικότερα. Κάποιοι το χαρακτήρισαν ως τη ''γέννηση του rap''. Άλλοι το χαρακτήρισαν ως τη ''γέννηση του hip hop''.
ΟΚ, εδώ πείτε με αιρετικό, πείτε με ό,τι γουστάρετε, αλλά εγώ θεωρώ ότi το rap και το hip hop ήταν τα τελευταία καρφιά στο φέρετρο της μαύρης μουσικής. Αν λοιπόν η disco ήταν αυτή που έβαλε τη μαύρη μουσική στο φέρετρο, το rap την έθαψε six feet under, που λένε οι αγγλοσάξονες. Ο Gil Scott-Heron ήταν μουσικός, συνθέτης και ποιητής. Ας μου πει κάποιος τρια ονόματα του hip hop που είναι και μουσικοί. Που έχουν γράψει μια νότα ρε αδερφέ, που ξέρουν να παίζουν ένα όργανο. Nada, zero, τίποτα. Τα samples και τα rhythm boxes ΔΕΝ φτιάχνουν μουσική. Ούτε οι έξυπνες ρίμες. Oύτε οι πόζες με όπλα μπροστά σε ακριβά αμάξια και ανάμεσα σε γκόμενες με μπικίνι. Ο Gil Scott-Heron δεν ράπαρε για γκόμενες, ακριβά αμάξια, χρυσές αλυσίδες και διαμαντένια δόντια. Aντίθετα, έγραφε εύστοχα σχόλια για την κοινωνική κατάσταση της χώρας του ντυμένα με ευρηματικούς στίχους και εξαιρετική soul/jazz μουσική σε συνεργασία με τον Jackson.
Και συνέχισε να βγάζει σπουδαίους δίσκους μέχρι το 1982. Mε κομμάτια που περιέγραφαν την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της μαύρης (και όχι μόνο) Αμερικής τόσο εύστοχα όσο ελάχιστα άλλα. Ακούστε τα ''Winter in America'', ''The Bottle'', ''Ain't No Such Thing As Superman'', ''Lady Day and John Coltrane'', ''Pieces of a Man'', ''B Movie'', "Re-Ron'', "Angel Dust'', ''Johannesburg'', ''Home is Where the Hatred Is'', "Whitey on the Moon'' και ριγείστε.
Όταν ο ''νονός του rap'' έκανε το πρώτο comeback το 1994 με το Spirits, αηδιασμένος από την κατάσταση της μαύρης μουσικής της εποχής, έγραψε το "Message to the Messengers'' όπου κατακρίνει τους ''συναδέλφους'' του για συμπεριφορές νεοπλουτισμού, για μισογυνισμό, γκανγκστεριλίκι, αλαζονεία και άγνοια της ιστορίας. Και όπως πάντα, όταν η είδηση δεν είναι καλή, σκοτώνουμε τον αγγελιοφόρο. Kανένας δεν ασχολήθηκε με εκείνο το άλμπουμ, καταδικάζοντας τον αγγελιοφόρο στην αφάνεια. Η ευρύτερη μαύρη κοινότητα τον αγνόησε. Κι αυτό μου θύμησε ένα live των Public Enemy στις αρχές των 90s όπου δεν είδα κανέναν μαύρο στο κοινό. Όπως και ο Gil Scott-Heron, έτσι και οι Public Enemy έλεγαν αλήθειες που δεν άρεσαν στη μαύρη κοινότητα. Ή μάλλον δεν έδειχναν την εικόνα που θα ήθελαν να βλέπουν οι περισσότεροι: την εικόνα του λεφτά με τις ωραίες γυναίκες και τα ακόμη πιο ωραία αυτοκίνητα. Γιατί τα όπλα της επανάστασης για την οποία μιλούσε ο Gil Scott-Heron τα έστρεψαν εναντίον των αδερφών τους στον πόλεμο των συμμοριών για τα ναρκωτικά. Ε ναι λοιπόν, η επανάσταση δε θα μεταδοθεί απ' την τηλεόραση γιατί η επανάσταση δεν έγινε ποτέ.
Το 2001 ο Gil Scott-Heron φυλακίστηκε για κατοχή κοκαϊνης. Το 2003 καταδικάστηκε πάλι. Μπαινόβγαινε στις φυλακές μέχρι το 2007, όταν του δόθηκε χάρη. Προσπάθησε να αναβιώσει την καριέρα του και άρχισε να κάνει ζωντανές εμφανίσεις σε Αμερική και Ευρώπη. Το 2008 παραδέχθηκε σε μια συνέντευξη ότι έπασχε από AIDS.
Τον Αύγουστο του 2009 είχα την τύχη (ίσως και την ατυχία) να τον πετύχω στο Blue Note, το θρυλικό τζαζ κλαμπ στο Greenwich Village. 'Ηταν μια από εκείνες τις αυγουστιάτικες μέρες στη Νέα Υόρκη όπου τα πεζοδρόμια φλέγονται από τη ζέστη και την πολυκοσμία πριν πέσει ο ήλιος. Ήταν μέρα ακόμα όταν έφτασα στο Blue Note και χώθηκα σε μια γωνία του μπαρ στη μακρόστενη αίθουσα. Ο χώρος ήταν κατάμεστος από ένα κοινό άνω των σαράντα, μισοί λευκοί, μισοί μαύροι, χοντρικά. Όταν ο σταρ της βραδιάς βγήκε στη σκηνή ακριβώς στις 9:00, δεν ήταν ο μαχητικός ποιητής-ακτιβιστής με το γενναίο άφρο και τη σθεναρή στάση. Αντίθετα ήταν ο εξηντάχρονος Gil Scott-Heron, καταπονημένος από τη δύσκολη ζωή, αποστεωμένος, με γκρίζα γενειάδα και τραγιάσκα. Προσπάθησε να καλύψει το χρόνο μιλώντας στο κοινό και αφηγούμενος κάποια περιστατικά από την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αγγλία όπου είχε ήδη ξεκινήσει την ηχογράφηση του τελευταίου του άλμπουμ Ι'm New Here. H φωνή του έκρυβε μια πικρία για τον τίτλο του δίσκου καθώς και για την προσπάθειά του να ξανασυστηθεί στο μουσικόφιλο κοινό ύστερα από 40 χρόνια καριέρας.
Η τετραμελής μπάντα που τον συνόδευε ήταν άψογη, αλλά απλώς συνοδευτική στο μεγαλύτερο μέρος. Εκείνος τραγούδησε λίγο, με ραγισμένη και χωρίς φλόγα φωνή και αφιέρωσε πολύ χρόνο στο πιάνο. Ήταν φανερό ότι το πνεύμα ήθελε, αλλά οι δυνάμεις δεν ακολουθούσαν. Δεν μπορούσε να τραγουδήσει για καμία επανάσταση, ίσα ίσα τραγούδησε για την επιβίωσή του. Τελείωσε με το "The Bottle'', όπως ήταν αναμενόμενο, μέσα σε θερμά χειροκροτήματα και επευφημίες. Ξέρω ότι οι περισσότεροι, όπως κι εγώ, χειροκροτήσαμε το θρύλο του ανθρώπου που βρισκόταν στη σκηνή. Ας είναι καλά εκεί που βρίσκεται τώρα.