Η Γεωργία Νταγάκη είναι μια καλλιτέχνιδα που πατάει γερά στις πολιτιστικές καταβολές της από την Κρήτη, μα γνωρίζει καλά και πώς να τις μπολιάζει με ακούσματα σύγχρονα και έντονα αστικά. Μετρώντας πάνω από δεκαπέντε χρόνια στη δισκογραφία, μας χάρισε πρόσφατα το EP "Short Distance", στο οποίο μαζί με τον Πάνο Γεωργόπουλο αποπειράθηκε να ενώσει αρμονικά την ψυχεδέλεια του κρητικού τραγουδιού με την ψυχεδέλεια της techno. Ήδη, όμως, ετοιμάζει την επόμενη δουλειά της με τίτλο «Απέραντη Ευτυχία», καθώς και τις εμφανίσεις της στο Σταυρό του Νότου και την υπόλοιπη Ελλάδα. Και κάπου ανάμεσα σε αυτά, τη συναντήσαμε για μια κουβέντα.
MixGrill: Γεωργία καλησπέρα. Με αφορμή το φρέσκο single «Πώς Να Τον Πούμε Τον Έρωτα Σήμερα» από τον επερχόμενο δίσκο σου «Απέραντη Ευτυχία», πιστεύεις πως ο έρωτας μπορεί ακόμα να επικοινωνηθεί μέσω των σύγχρονων καναλιών της τεχνολογίας, ή τα μέσα των καιρών μας επηρεάζουν την ίδια τη φύση του και τον τρόπο που τον βιώνουμε; Αλλάζει μορφές ο έρωτας; Προσαρμόζεται;
Γεωργία Νταγάκη: Αυτές ακριβώς τις υπαρξιακές αναζητήσεις πραγματεύεται στιχουργικά το νέο μου τραγούδι, που μου χάρισαν ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος και ο Πάνος Γεωργόπουλος. Σίγουρα, ο έρωτας σήμερα, όπως λέει και ο στίχος, είναι «Άλλο πράμα από ό,τι ήταν ‘χθες». Έχει αλλάξει μορφή, έχει στραπατσαριστεί αρκετά, θα έλεγα, έχει δυσκολέψει και μαζί με αυτόν και ‘μείς. Έχουμε φτιάξει πλέον μια κοινωνία όπου κυριαρχεί το «μόνος» και όχι το «μαζί». Ωστόσο μέσα σε αυτό το χάος έρχεται απρόσμενα και ξετρυπώνει ο έρωτας, και σε βρίσκει πάντα τη στιγμή που εκείνος ορίζει, ξεπερνώντας τις δυσκολίες που τον έκαναν να μοιάζει ακατόρθωτος. Το μόνο που μένει είναι να τον νιώσουμε, να τον αρπάξουμε από το χέρι και να τον ζήσουμε όσο αυτός διαρκέσει.
M.G.: Μεγάλωσες μεταξύ Ρεθύμνου και Αθήνας. Νιώθεις πως έπαιξε ρόλο στην διαμόρφωση των εμπειριών σου αλλά και στην αντίληψη σου για τον κόσμο η ταυτόχρονη έκθεση τόσο σε ένα επαρχιακό τοπίο όσο και στο αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας; Επηρέασε η ποικιλομορφία των ερεθισμάτων αυτών την καλλιτεχνική σου δημιουργία;
Γ.Ν.: Έπαιξε καταλυτικό ρόλο το γεγονός ότι δεν έζησα ποτέ μόνιμα στην Κρήτη. Το «μοίρασμα» των εμπειριών σε περιφέρεια και Αθήνα με έκανε να είμαι αυτό που είμαι σήμερα. Αν ζούσα μόνιμα στο νησί, κατά πάσα πιθανότητα θα τα είχα παρατήσει ή θα ασχολούμουν με το καθαρά κρητικό ρεπερτόριο, κάτι που με την πάροδο των χρόνων θα ένιωθα πως τελικά δεν μου ταιριάζει. Νιώθω, παρόλα αυτά, ότι ακόμα και αυτό να συνέβαινε, θα το έκανα πολύ καλά, όσο διαρκούσε.
Ωστόσο, πάντα ήθελα να είμαι ο καλλιτέχνης που τελικά είμαι σήμερα. Ένας σύγχρονος άνθρωπος και μουσικός, χωρίς στερεοτυπικά στεγανά και πρότυπα, που εμπνέεται μέσα από τις καταβολές του αλλά που παράλληλα δημιουργεί σε μια σύγχρονη πραγματικότητα με πολλά διαφορετικά και ετερόκλητα ερεθίσματα. Τις περισσότερες φορές, σε μια κλειστή κοινωνία κάνεις αυτό που σε προστάζει εκείνη και όχι αυτό που πραγματικά θες εσύ ο ίδιος. Εγώ είμαι αντιδραστικό στοιχείο, διεκδικώ πάντα αυτό που με εκφράζει κυρίως την ελευθερία μου.
M.G.: Είναι τα πρώτα μας ακούσματα «βαρίδια», τα οποία πρέπει να «πετάξουμε» ώστε να απελευθερωθούμε δημιουργικά, ή «πηγές» στις οποίες μπορούμε να επιστρέφουμε, όταν για λίγο νιώσουμε πως στερέψαμε; Ποια ήταν τα δικά σου πρώτα ακούσματα;
Γ.Ν.: Τα πρώτα μου ακούσματα από τότε που τουλάχιστον θυμάμαι τον εαυτό μου βασίζονται σε ένα μεγάλο ποσοστό στην κρητική μουσική. Ποτέ δεν αποτέλεσε βαρίδι η αγάπη μου για την παράδοση και ποτέ δε φρέναρε τις καλλιτεχνικές μου ανησυχίες. Ήθελα να κρατήσω όλα αυτά τα στοιχεία που με εξέφραζαν από εκείνη, αλλά να το πάω ένα βήμα παραπέρα.
Θυμάμαι να εισπράττω ένα μικρό bullying στο σχολείο όταν τους έλεγα ότι παίζω κρητική λύρα. Για κάποιους εκείνα τα χρόνια θεωρείτο λίγο... μπανάλ και ντεμοντέ να ασχολείσαι με ένα παραδοσιακό όργανο, όπως η λύρα. Και δη γυναίκα; Aκόμη πιο δύσκολα! Ποτέ, όμως, δεν αποτέλεσε αγκάθι ή εμπόδιο στην αγάπη που είχα για το όργανο αυτό. Ίσα-ίσα, δυνάμωνε τη σχέση μου μαζί του, ψάχνοντας να βρω τη δική μου μουσική ταυτότητα και έκφραση, με συνεχείς αλλεπάλληλους πειραματισμούς.
Τώρα η μόδα προστάζει φουλ παράδοση και εγώ το εισπράττω όλο αυτό και χαίρομαι. Έχω πει πολλές φορές ότι η παραδοσιακή μουσική είναι άρρηκτη συνδεδεμένη με το DNA μας (σχεδόν σαν κάτι μεταφυσικό), και είναι εδώ πάντα αναλλοίωτη, για να επιστρέφουμε σε αυτήν, για να μη νιώθουμε μόνοι. Η ανάγκη μας σήμερα να συνδεθούμε με το παρελθόν είναι μια ανάγκη που έχουμε γιατί πραγματικά νιώθουμε μόνοι, γι αυτό θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια «ανθίζει» η παραδοσιακή μουσική ή η μουσική που δανείζεται στοιχεία από τον παραδοσιακό ήχο.
M.G.: Πότε μπήκε στη ζωή σου η ηλεκτρονική μουσική και πότε επιχείρησες —έστω και νοητικά— την πρώτη «αλχημεία» με τις λύρες;
Γ.Ν.: Στην εφηβεία άκουγα αρκετά ηλεκτρονική μουσική. Tη χόρευα, έβγαινα και διασκέδαζα με αυτήν. Τότε ήταν που άρχισα να πειραματίζομαι πιο πέρα από αυτά που είχα ως τότε διδαχτεί. Είχα τις βάσεις αλλά και τις γνώσεις, γιατί σπούδαζα παράλληλα μουσική, και έτσι άρχισα σιγά-σιγά να ανακαλύπτω τους ήχους που μου ταιριάζουν και να εντάσσω τη λύρα μου μέσα σε αυτούς.
Η Γεωργία Νταγάκη με τον Eric Burdon των The Animals.
M.G.: Στο ηχόχρωμα του νέου ΕP δίσκου που κυκλοφόρησες πρόσφατα με τίτλο "Short Distance" συναντά κανείς (μεταξύ άλλων) στοιχεία παραδοσιακά, techno και electro. Αλήθεια, πόση είναι τελικά αυτή η... short distance μεταξύ Δύσης και Ανατολής; Ή αλλιώς... πόσο απέχει ο Eric Burdon απ’ το Βασίλη Σκουλά;
Γ.Ν.: Για εμένα, η απόσταση είναι σχεδόν μηδενική. Εξού και ο τίτλος της νέας μου δισκογραφικής δουλειάς. Ανέκαθεν, πέραν του πειραματισμού και της αναζήτησης για τη μουσική μου ταυτότητα, ήμουν πάντα η καλλιτέχνιδα που μπορούσε να μπει και να ενσωματωθεί σε ένα ακραίο για κάποιους μουσικό σύνολο και να φαίνεται ότι αυτό κάνω τελικά από πάντα. Αυτή η ενσωμάτωση είναι μεγάλο πράγμα στη μουσική. Είναι σπουδαίο πράγμα το να έχεις αντίληψη και να μπορείς με οτιδήποτε καταπιάνεσαι, αρέσει-δεν αρέσει, να το κάνεις καλά και να εκθέτει παράλληλα στοιχεία της προσωπικότητάς σου. Αυτό θεωρώ πως είναι ίσως και το μεγαλύτερο ταλέντο μου. Είναι σημαντικό στην Ελλάδα να καταλάβουμε πως είναι τελείως διαφορετικό να είσαι απλώς εκτελεστής έργων και τελείως διαφορετικό να είσαι Μουσικός.
M.G.: Τι συνθέτει την αυθεντικότητα στη δημιουργία, και κατά πόσο μπορεί να την επιδιώξει ελεύθερα ένας καλλιτέχνης που στοχεύει στην επιβίωση μέσα από την τέχνη του;
Γ.Ν.: Μόνο αυτή η παιδικότητα που περικλείει μέσα της την αθωότητα και την ειλικρίνεια μπορούν να σε κρατήσουν ζωντανό στη δημιουργία, παραμερίζοντας τις όποιες δυσκολίες. Όταν αυτό που αγαπάς γίνεται και ο τρόπος μέσα από τον οποίο βιοπορίζεσαι, το πράγμα μπορεί να μπερδευτεί για τα καλά… Θεωρώ πως αν χαθεί αυτή η αθωότητα και η βαθιά ειλικρίνεια με τη ουσιαστική αγάπη και αλήθεια προς τη μουσική σου, είναι πολύ εύκολο και να σταματήσεις να είσαι παραγωγικός. Αυτό, όμως, συμβαίνει και στην ίδια τη ζωή.
M.G.: Πώς αντιμετωπίζεις την κριτική; Πόσο ανώδυνο (ή μη) είναι για έναν καλλιτέχνη να «εμπιστεύεται» το έργο του σε εκατομμύρια αγνώστων;
Γ.Ν.: Έχω βιώσει πολύ έντονη κριτική, ειδικά στα ξεκινήματά μου, αλλά αυτό με δυνάμωνε αντί να με ρίχνει. Δεν είναι εύκολη η έκθεση σίγουρα, ειδικά όταν έχεις αυτογνωσία και είσαι γειωμένος και συμφιλιωμένος με την πραγματικότητα. Από την άλλη, θεωρώ ότι, από τη στιγμή που θέλεις να μοιράζεσαι αυτό που κάνεις και να το εκδίδεις δημόσια, να το εκθέτεις, οφείλεις να ακούς και να γίνεσαι πολλές φορές και εσύ ακροατής του κόσμου αφουγκραζόμενός τον, ακόμα κι αν πολλές φορές αυτό μπορεί να σε παρασύρει.
M.G.: Πως βίωσες την εμπειρία του πρώτου live σου και τι θα συμβουλή θα έδινες σε κάποιον που πατάει στο πάλκο για πρώτη φορά;
Γ.Ν.: Με πολλές συστολές και πολύ άγχος (γελάει)! Αυτό που θα έλεγα σε κάποιον που ανεβαίνει στη σκηνή για πρώτη φορά θα ήταν να νιώθει σίγουρος και έτοιμος πριν το κάνει και να είναι ο εαυτός του, με ό,τι καλό και αληθινό φέρει εκείνος. Το πιο σημαντικό: Nα το ευχαριστηθεί!
M.G.: Ας κάνουμε μια συμβατική γενίκευση. Πιστεύεις πως οι Έλληνες είμαστε καλοί ακροατές; Είναι η μουσική στην Ελλάδα είδος πρώτης ανάγκης ή καταναλωτική συνήθεια ως συνοδευτικό διασκέδασης;
Γ.Ν.: Θεωρώ πως ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων έχει συνδυάσει τη μουσική με την εκτόνωση ως συνοδευτικό, όπως είπατε, της διασκέδασης και όχι της πραγματικής ψυχαγωγίας. Ωστόσο, πάντα και παντού θα υπάρχει και ο κόσμος που αγκαλιάζει με ψυχή τα σπουδαία τραγούδια και που αποζητά να μάθει και να βελτιωθεί μέσα από αυτά.
M.G.: Ξυπνάς ένα δυστοπικό πρωινό και σου επιβάλλεται να διαλέξεις: Δημιουργία ή Ερμηνεία; Λύρα ή Φωνή; Πανηγύρι ή technόπαρτο;
Γ.Ν.: Να παίζω τις μουσικές μου σε techno psy πάρτυ. Με τη λύρα μου φυσικά!
M.G.: Πού νιώθεις να σε οδηγούν μουσικά οι δημιουργικές ανησυχίες σου από εδώ και πέρα;
Γ.Ν.: Πέραν του ορχηστρικού μου δίσκου «Short Distance», που μόλις κυκλοφόρησε, βρισκόμαστε διαρκώς στο στούντιο προετοιμάζοντας τη δεύτερη δισκογραφική δουλειά με το συνεργάτη και καλλιτεχνικό alter ego μου Πάνο Γεωργόπουλο. Νέος δίσκος με οκτώ ανέκδοτα τραγούδια, εκ των οποίων τα δύο έχουν ήδη κυκλοφορήσει. Το πρώτο είναι αυτό που προαναφέραμε: «Πώς να Τον Πούμε Τον Έρωτα Σήμερα». Στις 29 Μάρτη κυκλοφόρησε το δεύτερο και ομότιτλο τραγούδι του δίσκου, «Απέραντη Ευτυχία», σε μουσική του Πάνου και σε στίχους του Γιάννη Ζαρκαδούλα. Θα τα πούμε και θα τα παίξουμε από κοντά στον Σταυρό του Νότου αλλά και σε κάποιο μέρος της Ελλάδας που θα ανταμώσουμε σίγουρα...
M.G.: Με χαρά, Γεωργία! Σε ευχαριστούμε πολύ. Καλή επιτυχία σε όλα τα επόμενα βήματά σου.