Την Τρίτη παρευρεθήκαμε με τον φίλο και συνεργάτη Αντώνη Κατσαμά στο Θέατρο Βρετάνια και παρακολουθήσαμε τη θεατρική παράσταση «Η πόρνη από πάνω». Ένας μονόλογος με πρωταγωνίστρια την ηθοποιό Κατερίνα Διδασκάλου, βασισμένος στο κείμενο του Αντώνη Τσιπιανίτη και στη σκηνοθεσία του Σταμάτη Πατρώνη.
Μπορώ να πω πως ο τίτλος της παράστασης ήταν αρκετά αποπροσανατολιστικός, αφού η παράσταση επικεντρώνεται εντέλει σε ένα άλλο πρόσωπο. Αυτό υπήρξε ευχάριστη έκπληξη γιατί μας βρήκε απροετοίμαστους. Η Ερατώ, μια –χήρα πια- νοικοκυρά που δέχθηκε τόσο την οικογενειακή όσο και συζυγική καταπίεση, ξεδιπλώνει τη ζωή της μπροστά μας. Μια γυναίκα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, που δεν πήρε αλλά έχει και θέλει να δώσει αγάπη, αναρωτιέται κατά πόσο γεννήθηκε θύμα ή έγινε στην πορεία. Ένα έργο που αγγίζει το θέμα της ψυχολογικής, κυρίως, αλλά και σωματικής βίας και δείχνει πώς αυτό αλυσιδωτά διαιωνίζει και αναπαράγει συναισθήματα κατωτερότητας και ενοχικότητας μέσα στην ψυχή του ανθρώπου.
Το κείμενο λιτό και κατανοητό θίγει, πέρα από το παραπάνω ζήτημα, διάφορες καταστάσεις όπως την καταπιεστική νοοτροπία της επαρχίας, τη βρωμιά που ενυπάρχει σε διάφορα επαγγέλματα, την ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία. Αυτό που περιμέναμε αλλά δεν είδαμε, ήταν η εμβάθυνση στο γιατί η ηρωίδα δεν προσπάθησε να απελευθερωθεί από τη δυσάρεστη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αν υπήρξαν εσωτερικές συγκρούσεις και διλήμματα που δεν της επέτρεπαν να πάρει μια καθοριστική απόφαση. Πολύ θετική ήταν η διάνθιση του κειμένου με αποσπάσματα από ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, με τα οποία η Ερατώ έμοιαζε να ταυτίζεται.
Η Κατερίνα Διδασκάλου ήταν πολύ καλή στην ερμηνεία της και απέδειξε πως είναι μια μεγάλη ηθοποιός. Με τις εναλλαγές της φωνής και του προσώπου της, με τις κινήσεις, τον λόγο και την αμεσότητά της, πραγματοποίησε με επιτυχία ένα μονόλογο- πράγμα πολύ δύσκολο αφού δρας εντελώς μόνος, έχοντας σκηνή και κείμενο- που διήρκησε σχεδόν μιάμιση ώρα. Ερμηνεύοντας πέρα από την Ερατώ και όλους τους άλλους χαρακτήρες του έργου, έδινε ζωντάνια στο έργο και στον διόλου μονότονο μονόλογο. Μπορώ να πω, όμως, πως περίμενα τα «ξεσπάσματα» της ηρωίδας λίγο πιο συγκλονιστικά και λυτρωτικά. Θετικό στοιχείο υπήρξε, ακόμα, η αξιοποίηση ολόκληρου του σκηνικού από το ένα άτομο, που γέμιζε όλο τον χώρο και απέφευγε τη στασιμότητα. Επίσης, η τραγικότητα που είναι λογικό να διαπνέει μια παράσταση με τόσο σοβαρό θέμα, «έσπαζε» με τις πινελιές του λεγόμενου μαύρου χιούμορ και προσέφερε στους θεατές μικρές δόσεις γέλιου.
Γράφει ο Αντώνης Κατσαμάς:
Αναζητώντας, συγγραφικά, την προσέγγιση σε ζητήματα βαριά όπως είναι η ανθρώπινη ψυχολογία και πιο συγκεκριμένα γιατί να μένει κάποιος σε μια κατάσταση που τον εξοστρακίζει από τον εαυτό του, ένιωσα πως δεν μου δόθηκε η ευκαιρία για μακροβούτια σε τέτοιου είδους παγίδες, όπως είναι αυτή της εγκατάλειψης. Έτσι, μοιραία, όταν αναζητά κανείς τα αίτια για τα προβλήματα του, οφείλει να βγάλει την σάρκα του και να την εξετάζει προσεκτικά πολύ. Αντιθέτως, το κείμενο αισθάνθηκα να εξετάζει έντονα, σε χρόνους κειμένου, το πόσο φταίει ο θύτης. Πράγμα που δεν καλύπτει και δεν λυσιτελή τα εμπόδια μιας ψυχής. Και σε ένα βήμα πιο πέρα, πάντα αισθανόμουν πως ο θύτης είναι αρχικά θύμα του θύματος του. Νομίζω, πως θα έπρεπε να μελετηθεί πιο βαθιά ένα τέτοιο ζήτημα πριν το ντύσει με λέξεις κανείς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, επίσης, να πλατειάζει υποχρεωτικά το κείμενο γύρω από τον εαυτό του.
Η ηθοποιός, κάνοντας αρκετά από αυτά που μπορεί, εκμεταλευτηκε άρτια την μεγάλη σκηνή του θεάτρου, τις μούτες του προσώπου της και το εύρος της φωνής της, με αποτέλεσμα να δίνει στο κείμενο περισσότερα από όσα παίρνει. Μας άρεσε!
Μπορώ να πω πως ο τίτλος της παράστασης ήταν αρκετά αποπροσανατολιστικός, αφού η παράσταση επικεντρώνεται εντέλει σε ένα άλλο πρόσωπο. Αυτό υπήρξε ευχάριστη έκπληξη γιατί μας βρήκε απροετοίμαστους. Η Ερατώ, μια –χήρα πια- νοικοκυρά που δέχθηκε τόσο την οικογενειακή όσο και συζυγική καταπίεση, ξεδιπλώνει τη ζωή της μπροστά μας. Μια γυναίκα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, που δεν πήρε αλλά έχει και θέλει να δώσει αγάπη, αναρωτιέται κατά πόσο γεννήθηκε θύμα ή έγινε στην πορεία. Ένα έργο που αγγίζει το θέμα της ψυχολογικής, κυρίως, αλλά και σωματικής βίας και δείχνει πώς αυτό αλυσιδωτά διαιωνίζει και αναπαράγει συναισθήματα κατωτερότητας και ενοχικότητας μέσα στην ψυχή του ανθρώπου.
Το κείμενο λιτό και κατανοητό θίγει, πέρα από το παραπάνω ζήτημα, διάφορες καταστάσεις όπως την καταπιεστική νοοτροπία της επαρχίας, τη βρωμιά που ενυπάρχει σε διάφορα επαγγέλματα, την ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία. Αυτό που περιμέναμε αλλά δεν είδαμε, ήταν η εμβάθυνση στο γιατί η ηρωίδα δεν προσπάθησε να απελευθερωθεί από τη δυσάρεστη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αν υπήρξαν εσωτερικές συγκρούσεις και διλήμματα που δεν της επέτρεπαν να πάρει μια καθοριστική απόφαση. Πολύ θετική ήταν η διάνθιση του κειμένου με αποσπάσματα από ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, με τα οποία η Ερατώ έμοιαζε να ταυτίζεται.
Η Κατερίνα Διδασκάλου ήταν πολύ καλή στην ερμηνεία της και απέδειξε πως είναι μια μεγάλη ηθοποιός. Με τις εναλλαγές της φωνής και του προσώπου της, με τις κινήσεις, τον λόγο και την αμεσότητά της, πραγματοποίησε με επιτυχία ένα μονόλογο- πράγμα πολύ δύσκολο αφού δρας εντελώς μόνος, έχοντας σκηνή και κείμενο- που διήρκησε σχεδόν μιάμιση ώρα. Ερμηνεύοντας πέρα από την Ερατώ και όλους τους άλλους χαρακτήρες του έργου, έδινε ζωντάνια στο έργο και στον διόλου μονότονο μονόλογο. Μπορώ να πω, όμως, πως περίμενα τα «ξεσπάσματα» της ηρωίδας λίγο πιο συγκλονιστικά και λυτρωτικά. Θετικό στοιχείο υπήρξε, ακόμα, η αξιοποίηση ολόκληρου του σκηνικού από το ένα άτομο, που γέμιζε όλο τον χώρο και απέφευγε τη στασιμότητα. Επίσης, η τραγικότητα που είναι λογικό να διαπνέει μια παράσταση με τόσο σοβαρό θέμα, «έσπαζε» με τις πινελιές του λεγόμενου μαύρου χιούμορ και προσέφερε στους θεατές μικρές δόσεις γέλιου.
Γράφει ο Αντώνης Κατσαμάς:
Αναζητώντας, συγγραφικά, την προσέγγιση σε ζητήματα βαριά όπως είναι η ανθρώπινη ψυχολογία και πιο συγκεκριμένα γιατί να μένει κάποιος σε μια κατάσταση που τον εξοστρακίζει από τον εαυτό του, ένιωσα πως δεν μου δόθηκε η ευκαιρία για μακροβούτια σε τέτοιου είδους παγίδες, όπως είναι αυτή της εγκατάλειψης. Έτσι, μοιραία, όταν αναζητά κανείς τα αίτια για τα προβλήματα του, οφείλει να βγάλει την σάρκα του και να την εξετάζει προσεκτικά πολύ. Αντιθέτως, το κείμενο αισθάνθηκα να εξετάζει έντονα, σε χρόνους κειμένου, το πόσο φταίει ο θύτης. Πράγμα που δεν καλύπτει και δεν λυσιτελή τα εμπόδια μιας ψυχής. Και σε ένα βήμα πιο πέρα, πάντα αισθανόμουν πως ο θύτης είναι αρχικά θύμα του θύματος του. Νομίζω, πως θα έπρεπε να μελετηθεί πιο βαθιά ένα τέτοιο ζήτημα πριν το ντύσει με λέξεις κανείς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, επίσης, να πλατειάζει υποχρεωτικά το κείμενο γύρω από τον εαυτό του.
Η ηθοποιός, κάνοντας αρκετά από αυτά που μπορεί, εκμεταλευτηκε άρτια την μεγάλη σκηνή του θεάτρου, τις μούτες του προσώπου της και το εύρος της φωνής της, με αποτέλεσμα να δίνει στο κείμενο περισσότερα από όσα παίρνει. Μας άρεσε!